Στην καγκελόπορτα μπροστά
στην πύλη
ο νυχτοφύλακας κοιτάζει
προς του δρόμου το σκοτάδι
Τώρα που έπεσε το βράδυ
αρχίζει η δύσκολή του η δουλειά
( Μονάχα η φωνή του γκιώνη
και που αλυχτούν κάτι σκυλιά )
Ανάβει πρώτα το τσιγάρο
βαριά με σκέψη η ρουφηξιά
το βλέμα στέλνει παραπέρα
τον χώρο εποπτεύει
διακριτικά
Όλα δικά του είναι τώρα
και ποιος μπορεί να τ ‘αρνηθεί
Οι μηχανές και τα φουγάρα
κι όλο το εμπόρευμα στο σιλό
το χώμα κάτω που πατάει
κι αυτός ο αέρας ο πηχτός…
…μέχρι που να ανατείλει η μέρα
‘’Απαγορεύεται η είσοδος εις πάντας!
Stop! Και Alt! Κανένας δε θα μπει !’’
(τη σκέψη διακόπτει τώρα
κάποιου γρύλου η φωνή )
Είναι αλήθεια πως το πρωί
πάλι μπροστά
θα μπούν οι μηχανές
και θα ξεκαθαρίσει το τοπίο
Eίναι αλήθεια πως
θα πάει να κοιμηθεί
Η νύχτα πάλι θα ξανάρθει
όλα δικά του θα είναι πάλι
Και ποιός μπορεί να τ’ αρνηθεί…