Εξαρχής, σπεύδω να εκφράσω μετά γνώσεως λόγου, ότι το δεύτερο βιβλίο του Γιάννη Νταουλτζή «Καλοί, κακοί, στο τέλος τους παίρνει όλους ο διάολος»(εκδ. ΝΙΚΑΣ), επιβεβαιώνει εκείνο που, χωρίς ενδοιασμούς, είχα διατυπώσει σε κείμενό μου για το πρώτο του βιβλίο, «Τατουάζ στον παράμεσο»(εκδ. Μομέντουμ 2019): Πρόκειται για μια ώριμη γραφή σε ένα λογοτεχνικό είδος πολλών απαιτήσεων, όπως είναι το διήγημα. Δυστυχώς, δεν είναι λίγοι εκείνοι που εκμεταλλεύονται την περιορισμένη -σε έκταση μόνο- μυθοπλασία του διηγήματος, προκειμένου να ικανοποιήσουν την επίπλαστη συγγραφική ιδιότητά τους. Το αποτέλεσμα είναι να παρασύρονται σε αδόκιμες γραφές που αφήνουν αδιάφορους τόσο τους επαρκείς αναγνώστες όσο και εκείνους που θέλγονται από το συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος.
Ο Γιάννης Νταουλτζής συνδυάζει με επάρκεια και πληρότητα την φιλολογική-διδακτική του ιδιότητα με εκείνην του συγγραφέα. Γι αυτό και επιμένει στα επιμέρους πολύ σημαντικά που συνιστούν το διήγημα: στη δομή του περιεχομένου, με τα τρία βασικά του μέρη, τη δέση, την κορύφωση και τη λύση, στον αφηγημένο μύθο και στις τεχνικές της αφήγησης, όπως είναι ανάδρομες και οι πρόδρομες αφηγήσεις, στα πρόσωπα και κυρίως στη γλώσσα. Αυτό, εύκολα το διαπιστώνει ο αναγνώστης από την ικανότητά του συγγραφέα να χειρίζεται με χαρακτηριστική ευελιξία τη γλώσσα του πρωτοπρόσωπου και άλλοτε τριτοπρόσωπου αφηγητή, καθώς και τη γλώσσα των χαρακτήρων.
Το νέο βιβλίο του Γιάννη Νταουλτζή περιέχει δεκαέξι διηγήματα, που, όπως μας πληροφορεί το οπισθόφυλλο, «διατρέχουν τον ελληνικό, και όχι μόνο, χώρο και χρόνο: Δράμα, Θεσσαλονίκη, Νάξος, Έβρος, Πατήσια, Περιστέρι, Αθήνα, με αναγωγές σε παρελθοντικούς καιρούς -1880, 1940, 1950, 1960, 1990 2010- αλλά εστιάζοντας και στη σύγχρονη εποχή. Καταρχάς, εκπλήσσει η πρωτοτυπία του τίτλου της συλλογής. Ο αντιθετικός χαρακτηρισμός -Καλοί, Κακοί,- προφανώς των επιμέρους πρωταγωνιστικών προσώπων, καθώς και η επισήμανση της κοινής, για όλα τα πρόσωπα, μοίρας “στο τέλος τους παίρνει όλους ο διάολος”, κεντρίζουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Αυτή η προ-αναγνωστική εμπειρία με το βιβλίο τον προδιαθέτει και τον κατευθύνει να αναζητήσει και να εντοπίσει το ήθος των χαρακτήρων, καθώς και την εμπλοκή τους σε καταστάσεις και περιπέτειες που επιφυλάσσουν για όλους ένα κοινό τέλος.
Εκείνο που διαπιστώνει κανείς είναι ότι, στα διηγήματα της συλλογής, η δημιουργική σύζευξη των πρώιμων –παιδικών και εφηβικών- εμπειριών του συγγραφέα με στοιχεία μυθοπλασίας, καθόλου δεν προδίδει τις αφορμίσεις του βιωμένου χωροχρόνου, αλλά, αντίθετα, τις εμπλουτίζει Το αποτέλεσμα είναι θελκτικό, καθώς η εξέλιξη της αφηγηματική ροής πειθαρχεί στις αρχές του λογοτεχνικού είδους. Και αυτό, συνιστά βασική αρετή της γραφίδας του Γιάννη Νταουλτζή. Στην εποχή των “ανοιχτών” κειμένων, όπου στον πεζό λόγο τα πάντα αποκαλούνται με τον κοινό όρο «αφήγημα», είναι ευτύχημα να βρίσκονται συγγραφείς που, με το έργο τους, υπενθυμίζουν και επαληθεύουν κλασικές ονομασίες και όρους.
Τα διηγήματα της συλλογής φέρουν χαρακτηριστικούς τίτλους, που συνοδεύονται με σχετικούς, ως προς το περιεχόμενο των αφηγήσεων, στίχους, αποσπάσματα ή και ολόκληρα ποιήματα από έργα ελλήνων ποιητών, λιγότερο ή περισσότερο γνωστούς στο ευρύ κοινό.
Στο πρώτο διήγημα με τίτλο «Το όνομά μου», ο συγγραφέας παραθέτει ένα απόσπασμα από το ποίημα του Δημήτρη Σούκουλη Με λένε Ελένη. Το διήγημα, χαρακτηριστικό της ξεχωριστής -ιδιότυπης θα έλεγα- αφηγηματικής ικανότητας του συγγραφέα, δεν περιορίζεται στην αγαθή πρόθεση του ιδίου να αυτοσυστηθεί στον αναγνώστη. Ανασκαλεύοντας το παρελθόν της παιδικής και εφηβικής του ηλικίας, ο λόγος του μεταβάλλεται σε χείμαρρο αναμνήσεων, εμπλουτισμένων από ονόματα και λέξεις της δραμινής ντοπιολαλιάς, καθώς και από χαρακτήρες αγαθών ανθρώπων που, όλα μαζί, συνιστούν έναν ανεξαγόραστο πλούτο εμπειριών. «[…] Ο πατέρας μου μανάβης ήταν. Πλανόδιος. Με τον γάιδαρο και το κάρο. Δίροδο με ρόδες ξύλινες, όχι λαστιχένιες. Γύρω στεφάνι από μέταλλο. Το έσερνε η Μάρω. […] Έτσι τον φωνάζαμε. […] Μια φορά το έσκασε βράδυ. Το κάρο φορτωμένο. Έτοιμο για τη γύρα το πρωί. Μας είπαν κάτι γειτόνοι ότι το ζωντανό τράβηξε κατά τα πεύκα. Χωθήκαμε με τον πατέρα μου και φωνάζαμε «Μάρω, Μάρω…». Αλαφιασμένα ζευγαράκια πετιόντουσαν μισόγυμνα πίσω από θάμνους και δέντρα. […] μόλις πάτησα τα δεκατρία. Τα καλοκαίρια, που έκλεινε το σχολείο, όλοι φεύγανε σε κατασκηνώσεις. Εγώ στο χωράφι. Τώρα είσαι άντρας με είπε. […].
Το δεύτερο διήγημα που τιτλοφορείται «… γνωστός και ως Αρσλάν» είναι αφιερωμένο στον θείο Στέλιο και συνοδεύεται από ένα πολύστιχο ποίημα, ενός μάλλον αγνώστου ισπανού ποιητή, που έχει ως κέντρο το ποδόσφαιρο,
Η εναρκτική φράση του διηγήματος αποκαλύπτει μιαν υποβόσκουσα σε όλο το διήγημα ποιητικότητα: «Η μνήμη, όσο βυθίζεται στο παρελθόν και νιώθει να πνίγεται καθώς βουλιάζει στα βαθιά, τόσο ψιμυθιώνεται. […] Το ξέρω πια αυτό, φοβάμαι την αναδόμηση της χαμένης Ατλαντίδας των παιδικών χρόνων. […] Αυτή η ποιητικότητα εντοπίζεται σε αρκετά σημεία της αφήγησης και κυρίως στην περιγραφή του επαγγέλματος του θείου Στέλιου. […] Ο θείος […] τον ήξερα μαραγκό. […] Μοσχοβολούσε πριονίδι. Ο ήχος της κορδέλας τρέλαινε τη θεία. […] Για μένα ήταν μουσική, φωνές καλλικέλαδες. […] Δούλευε πιο συχνά το πεύκο. […] Συμβούλευε τους πελάτες να το προσέχουν, γιατί ήταν σαν το μωρό, έλεγε, ήθελε προσοχή και πληγωνόταν εύκολα από το χτύπημα. […] Το έλατο δεν το αγαπούσε, γιατί ήταν, λέει, εύκολο ξύλο. […] Συχνά έλεγε «Σαν θα πεθάνω, σε πεύκο μόνο μη με χώσετε. Ερυθρελάτη, φράξο ή οξιά να με σκεπάσει». Αυτός ο ευαίσθητος ξυλουργός, ήταν συνάμα και ένας άξιος ποδοσφαιριστής. Η μνήμη όμως του αφηγητή-συγγραφέα, δεν είχε πολλά να θυμηθεί γι αυτήν την ιδιότητα του θείου Στέλιου. Όμως, αυτή η αναφορά λειτουργεί σαν μια αντιστροφή που ανοίγει το δρόμο, ώστε ο αφηγητής να καταγράψει προσωπικές εφηβικές εμπειρίες για το ποδόσφαιρο, καθώς, επίσης, να αναθυμηθεί συζητήσεις για το ίδιο θέμα με τον θείο Στέλιο. Στο τέλος του διηγήματος, η αφήγηση επανασυνδέεται με το πρόσωπο του θείου Στέλιου. Ένα βράδυ, μετά από έναν νικηφόρο αγώνα, […] έσβησε. Στον ύπνο του. Έπαψε η καρδιά του.
Το διήγημα «Σέιχ Σου» είναι αφιερωμένο στη μνήμη της Γιαννούλας Τ. και το συνοδεύει το ποίημα του Γιώργου Μητρογιαννόπουλου Ο δράκος. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του διηγήματος, έχει ως φορέα αφήγησης μια νεαρή καθηγήτρια, που καταγράφει τις πρώτες διδακτικές -και όχι μόνον- εμπειρίες της. «[…] Τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης τα είχα ξεχάσει μέχρι σήμερα. Μάλλον τα είχα απωθήσει. Αναδύθηκε η μνήμη, ξεπήδησε έναν μήνα μετά την επιστροφή, όταν διάβασα στις εφημερίδες: «Ο δράκος του Σέιχ Σου, Αριστείδης Παγκρατίδης, εξετελέσθη εις το Σέιχ Σου». «Μανούλα μου, είμαι αθώος» ήταν οι τελευταίες του λέξεις. Ξημέρωσε στου ’ξαποδώ τα χέρια.
Το διήγημα Τους βρήκε η νύχτα είναι αφιερωμένο στην Ε.Τ. και κοσμείται από το ποίημα του Αντώνη Φωστιέρη Το άγαλμα. Παρ’ ότι πρόκειται για ένα πολύ “προσωπικό” διήγημα, γεγονός που το επιβεβαιώνουν η αφιέρωση και το νησί της Νάξου, από όπου κατάγεται ο προσωπικός φίλος του συγγραφέα, ποιητής Αντώνης Φωστιέρης, ο οποίος και αναφέρεται απλώς ως Αντώνης, ο συγγραφέας επιλέγει την τριτοπρόσωπη αφήγηση.
Η περιγραφόμενη γνωριμία και η σχέση με την Ε.Τ, σφραγίστηκε πολύ νωρίς από έναν δυνατό έρωτα. […] «Αγαπήθηκαν με πάθος που τους φόβισε πως θα καούν στην ίδια τη λαχτάρα τους» αναφέρει ο αφηγητής, αφού φρόντισε να καταγράψει και να εξηγήσει τα θεϊκά σημάδια που συνηγόρησαν στο πάθος της πρώτης συνάντησης. Βέβαιοι πια ότι ο κόσμος, τελικά, δεν θα καιγόταν στο καμίνι του δικού τους έρωτα, μετά από γόνιμες περιδιαβάσεις σε νησιά, […] αρχαίους ναούς αιώνες σβησμένους, βουλευτήρια που σίγησαν, δημόσιες αγορές χωρίς πραμάτεια, θέατρα χορταριασμένα, χωρίς ίχνη υποκριτών, παλάτια ρημαγμένα από του αέρα τα μαστίγια, […] αποξεχασμένα πεδία μαχών λησμονημένων ηρώων […] κατέληξαν στη Νάξο. Εκεί αναζήτησαν τον Κούρο των Μελάνων, […] το άγαλμα το αρχαϊκό του λαβωμένου εφήβου […]. Τη δέκατη μέρα ξεκίνησαν για τις Μέλανες. […] Δεξιά από την είσοδο σουρούπωνε. Μετά από ένα αυτοσχέδιο πορτόνι, τον είδαμε να ξαπλώνει. Γιγάντιος έφηβος, γυμνός. Έμβρυο ακόμη, άγαλμα που έμεινε σε αυτή την ηλικία ανάσκελος, 2.660 χρόνια και. […] Κεφάλι κεκλιμένο κοιτάει τον ουρανό, εκλιπαρώντας να λήξει η θητεία της ακινησίας του. Ικέτης άδειου ουρανού από θεούς, νεκρούς αιώνες. […]
Ασφαλώς, στο πλαίσιο ενός κειμένου κριτικής, δεν είναι δυνατόν να γίνουν εκτεταμένες και λεπτομερείς αναφορές σε όλα όσα συνιστούν το περιεχόμενο ενός λογοτεχνικού βιβλίου. Εν προκειμένω, οι αξιολογικές επισημάνσεις σε συγκεκριμένα διηγήματα, είναι απλώς ενδεικτικές της ποιότητας που χαρακτηρίζει την αφηγηματική και γλωσσική ικανότητα του συγγραφέα και καθόλου δεν μειώνουν τα υπόλοιπα ισάξια και, πιθανόν, αρτιότερα στην κρίση του ανώνυμου αναγνώστη.