ΑΦΗΣΑΜΕ ΚΑΤΑΚΟΙΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΠΡΟΓΟΝΟΥΣ
Αφήσαμε κατάκοιτους τους προγόνους και
αφουγκραστήκαμε το σύρσιμο του αγέρα
να σαρώνει ακροπατήματα εκλάμψεις και υποψίες αγαλμάτων
την ώρα που κατάσκιες οπτασίες παλινδρομούσαν στο σύμπαν.
«Θολό το τοπίο» είπε ένας.
«Να γυρίσουμε πίσω μην τύχει και πέσει η νύχτα
με τα βράχια της και διασύρει ό, τι απόμεινε».
Μα η νύχτα τον άκουσε στην κόψη ανείπωτης οργής
και τότε πέπλα αιμάτινης βροχής κι ορυμαγδός αστερόης
ξεχύθηκαν από μια υπερκόσμια χοάνη.
Κοίταξαν όλοι ψηλά στον ουρανό κι αντίκρισαν
την Μεγάλη Άρκτο να ποδοπατεί φήμες
να ξεσκίζει χάρτες με σημάνσεις για δήθεν υπήνεμους λιμένες,
την ώρα που τάγματα φωσφόρου διαπερνούσαν
τα μυστικά μονοπάτια της μνήμης με όλα εκείνα που
η ευπιστία έπλαθε νυχθημερόν σε κρυφά περάσματα
με αυταρέσκεια και ηδονές ντυμένα.
«Τα ίχνη των προγόνων…» τραύλισε ένας άλλος
την ίδια στιγμή που αντρειωμένη μια φωνή
χτυπούσε στα ύφαλα του νου: «Φυλαχτείτε,
ότι ο καιρός της σιωπής μάς άφησε χρόνους και
τώρα τι θα απογίνουν οι μαστοί με τους ελλειπτικούς γαλαξίες,
τους λοξούς στίχους, το ξαφνικό άνοιγμα της καταπακτής
και τη θραύση του αυχένα; Φυλαχθείτε λέω
από την οργή των αιωρούμενων σωμάτων
Φτάνει πια με τους όρκους, τα κενοτάφια και τους στεφάνους.
Γένοιτο.
Οκτώβριος 2019