Το νέο μυθιστόρημα του Κώστα Λογαρά, έρχεται να επιβεβαιώσει την εξελικτική πορεία του πολυγραφότατου πατρινού φιλολόγου και συγγραφέα. Οι επιδόσεις του, ως γνωστόν, εκτείνονται σε ένα ευρύ φάσμα λογοτεχνικής γραφής: ποίηση, διήγημα, δοκίμιο, θέατρο, κ.ά. Όμως, το είδος που κυρίως υπηρετεί είναι το μυθιστόρημα. Πιστός σ’ αυτή την απαιτητική γραφή, αλλά και με διάθεση ανανεωτική που ξαφνιάζει ακόμη και τον πλέον έμπειρο αναγνώστη, καταγράφει στο ενεργητικό του ένα ακόμη έργο, το «Όταν βγήκε από τη σκιά».
Στο έργο αυτό, ο Κ. Λογαράς, οργανώνει με χαρακτηριστική ικανότητα έναν κόσμο ισχυρών αντιθέσεων που τον εκπροσωπούν και εκφράζουν ένα συζυγικό ζεύγος. Από τη μια είναι ο Ερρίκος, ένας συγγραφέας του οποίου η ζωή είναι δοσμένη στο “συγγραφικό” έργο του, απόλυτα δεμένη με τους ήρωές του, και μοναδική προσδοκία του είναι η λογοτεχνική, στην αρχή, και στη συνέχεια η πολιτική του ανάδειξη. Όταν δραπετεύει αυτόν τον αυτοβασανιστικό κλοιό, νοιάζεται μόνο για τις κριτικές σχετικά με τα όσα γράφει. Η αποτυχημένη προσπάθειά του στην ποίηση ξεχνιέται γρήγορα. «Η δίψα του για αναγνώριση ήταν καυτή και έβλεπε τον εαυτό του να πρωταγωνιστεί». Και αυτό πραγματοποιείται με ένα μυθιστόρημα, «εμπνευσμένο από τη ζωή ενός ναυτικού , κατέγραφε την ανυπότακτη φύση του, (…) την πολυτάραχη ζωή του, τη λατρεία του για τη γυναίκα». Η κριτική εκθειάζει την προσπάθειά του, εμμένοντας αποκλειστικά στην μορφή του κεντρικού ήρωα. Μετά από αποτυχημένες προσπάθειες στο διήγημα, επιμένει και κατορθώνει να καθιερωθεί. Με την πάροδο του χρόνου, δέσμιος καθώς ήταν των σειρήνων προβολής, εμπλέκεται στην πολιτική με την προοδευτική παράταξη.
Από την άλλη είναι η Αμαρυλλίδα. Η επιλογή αυτού του ονόματος από τον συγγραφέα, κάθε άλλο παρά τυχαία είναι. Το όνομα αφορά στην παρθένα νύμφη της αρχαιότητας, που κατόρθωσε να πείσει τον πανέμορφο βοσκό Αλταίονα για τον έρωτά της, με ένα μοναδικό άνθος που φύτρωσε στο χώμα, έξω από την πόρτα του, από το δικό της αίμα.
Όμως, την Αμαρυλλίδα του μυθιστορήματος, ο Ερρίκος την πρωτοείπε Μάριαν, και αυτό το όνομα παρέμεινε. Όμως, ο συγγραφέας επιλέγει να υπενθυμίζει στον αναγνώστη το πραγματικό της όνομα. Συγκεκριμένα, η Μάριαν συμβιώνει και “συνομιλεί” με τη φύση, γευόμενη τις ανάσες και τα μηνύματα που αυτή εκπέμπει. Πρόκειται λοιπόν για δύο κόσμους διαφορετικούς και ασύμπτωτους, γεγονός που διαμορφώνει ανάλογα και τις μεταξύ τους σχέσεις.
Εκείνο που γοητεύει τον αναγνώστη είναι ο τρόπος με τον οποίο Κ. Λογαράς οργανώνει τη μυθοπλασία του έργου του. Πρωτίστως, ορίζει συγκεκριμένους στόχους, τους οποίους και πραγματώνει μέσα από τη δράση των πρωταγωνιστικών προσώπων. Όπως αναφέρει ο συγγραφέας σε κείμενό του, ο Ερρίκος Μαλτέζος είναι φορέας και εκφραστής μιας φασίζουσας αντίληψης για τη ζωή. Συγκεκριμένα, διέπεται από τη νοσηρή ιδεολογία του “δικαιώματος” της βίαιης επιβολής και του εξευτελισμού της προσωπικότητας των άλλων. Στο άλλο άκρο όλων αυτών βρίσκεται η Μάριαν, η οποία αναπτύσσει μια ιδιαίτερη σχέση με τη φύση, που υπερβαίνει τα όρια της απλής ενασχόλησης με αυτήν. Ουσιαστικά, την σέβεται, συνομιλεί μαζί της και, γενικά, με τη στάση της, εκφράζει την αρχέγονη σχέση του ανθρώπου με την μητέρα γη. Γι αυτό και το ύφος της δράσης και των επιλογών της διέπονται από έναν τελετουργικό χαρακτήρα.
Τα δύο αυτά πρόσωπα, λοιπόν, κινούνται από διαφορετικές αφετηρίες και ως στόχο έχουν την πραγμάτωση εντελώς διαφορετικών σκοπών. Το αποτέλεσμα είναι εύκολα αντιληπτό, γεγονός που ο συγγραφέας το προβάλλει μέσα από την μεταξύ τους, διαρκώς εκδηλούμενη συγκρουσιακή σχέση.
Πρώτη και κύρια μέριμνά του Κ. Λ., αφού πρώτα παρουσιάσει τους κεντρικούς χαρακτήρες του έργου του, είναι να καταδείξει πώς η Μάριαν κατέληξε να ζει στη σκιά. Ο έρωτάς της με τον Ερρίκο ήταν θυελλώδης. «Η σκέψη του την μάγευε. Με τον δικό του πνεύμα θα έντυνε την άγρια φύση της. (…) Η Μάριαν, δεκαοχτώ χρονών, ήταν γυναίκα πια, (…) ήθελε να ξεφύγει από τις μυρωδιές των βουβαλιών, την αξεστοσύνη των ντόπιων (…) Είχε βάλει στόχο να δραπετεύσει. Να φύγει απ’ όλα που την έπνιγαν. Ο δρόμος της φυγής ήταν ο Ερρίκος». Όμως, πολύ νωρίς, αυτός ο έρωτας ακολούθησε μια φθίνουσα πορεία, μέχρι που κατέληξε σε κατάσταση ψυχικής και συναισθηματικής άπνοιας. Συχνά, η Μάριαν, σε στιγμές μοναξιάς διερωτάται: «Πώς γίνεται κι αυτό που κάποτε σε συγκινούσε είναι το ίδιο που τώρα το αποστρέφεσαι – αλλά και σε κρατάει παγιδευμένη ;»
Την απομυθοποίηση της σχέσης αυτής, ο συγγραφέας την προβάλλει με περίτεχνο τρόπο. Καταρχάς, αποκαλύπτεται ότι το οικογενειακό περιβάλλον του Ερρίκου, κυρίως η μητέρα του, η Δόμνα, με τον αυταρχισμό και τη μεγαλομανία της, καθώς και η φυγή του πατέρα του, επηρεάζουν με τρόπο καταλυτικό τον ψυχισμό του. Η προσπάθειά του να περισώσει τη σχέση του με την Μάριαν τον οδηγεί στην απόφαση να εγκατασταθούν σε ένα νέο περιβάλλον. Η Ληθώ – το όνομα της νέας πόλης που πιστώνεται στην ευρηματικότητα του συγγραφέα- στην αρχή ενδυναμώνει τα συναισθήματα της Μάριαν για τον Ερρίκο. Πολύ γρήγορα, όμως, αποδεικνύεται ότι δεν μπορεί να ενσταλάξει μέσα της ίχνη λήθης ούτε και να αμβλύνει όσα έχουν σωρευθεί στον νου και την ψυχή της.
Ωστόσο, η Δόμνα δεν παραιτείται από τις υπερφίαλες σκέψεις για τον Ερρίκο. Συμβιβάζεται με την πρόθεσή του να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία, αλλά επιμένει να στρέψει, παράλληλα, το ενδιαφέρον του προς την πολιτική. Το γεγονός αυτό υψώνει ένα πρόσθετο τείχος στη σχέση του με την Μάριαν.
Καθοριστικό σημείο για την εξέλιξη της μεταξύ τους σχέσης αλλά και γα την προώθηση υπόθεσης του έργου, είναι η απόφαση του Ερρίκου να συγκεντρώσει στο σπίτι του άτομα που θα μπορούσαν να συμβάλουν τόσο στο συγγραφικό του έργο όσο και στα πρώτα του βήματα στην πολιτική. Στη συγκέντρωση αυτή, στην αρχή η Μάριαν θα αισθανθεί μόνη και παραγκωνισμένη. Και όμως, ο γηραλέος κριτικός της λογοτεχνίας, ενθουσιασμένος από τα εδέσματα που ετοίμασε η Μάριαν, συζητά μαζί της και την θαυμάζει, ακούγοντάς την να εξηγεί πως το μυστικό της μαγειρικής της είναι η αγάπη. Αυτό δεν άργησε να γίνει η αφορμή να την επαινέσει με αυθορμητισμό, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να επικεντρωθεί η συζήτηση και άλλων ατόμων στις μαγειρικές ικανότητες της Μάριαν. Αυτό το γεγονός προκαλεί και διαρκώς αυξάνει τη δυσφορία του Ερρίκου. Μάλιστα, όταν ο διανοούμενος πρότεινε στην Μάριαν να εκδώσει τις συνταγές της, η αντίδρασή του Ερρίκου τον έσπρωξε να μιλήσει για το Άρωμα του Ζίσκιντ, «ένα βιβλίο ευφυώς αφιερωμένο στις οσμές» όπως ο ίδιος είπε.
Ουσιαστικά, όμως, ο Ερρίκος αδιαφορεί και διαρκώς παραγκωνίζει την Μάριαν, η οποία σε μια στιγμή απόλυτης μοναξιάς και απογοήτευσης αποτολμά το απονενοημένο. «Η Μάριαν κράτησε το μικρό κοφτερό μαχαίρι της κουζίνας και χάραξε τις φλέβες του αριστερού της χεριού. (…) Ύστερα, (…) το άλλο. Χαράκωνε τη το λευκό δέρμα βυθίζοντας στη σάρκα τη λεπίδα». Όμως, σώζεται και δεν αργεί να αναζητήσει και να βρει διεξόδους. Δηλώνει την απόφασή της στον Ερρίκο και επιστρέφει στον τόπο όπου γεννήθηκε. Εκεί συναντά και έναν παλιό της γνώριμο, τον Κύρο που εκεί «είχε στήσει μια ισχυρή μονάδα ανάπτυξης».
Αυτή η επανασύνδεση με το παρελθόν γεννά μέσα της την ιδέα της φυγής. Και αυτό δεν θα αργήσει να γίνει.
Ο Ερρίκος γίνεται ολοένα και πιο απόμακρος. Η πολιτική ανάδειξη τού γίνεται νοσηρή εμμονή. Δεν νοιάζεται ούτε για την Μαρυλλίδα ούτε για τον γιο του. Όμως, οι εσωκομματικοί ανταγωνισμοί, πολύ σύντομα, προκαλούν την κατάρρευση όλων του των προσδοκιών. Η απόλυτη μοναξιά, η θλίψη, τον απομονώνουν και χτυπούν ανελέητα την ψυχική και την σωματική του υγεία. Το αποτέλεσμα ήταν η κατάληξη του σε οίκο ευγηρίας.
Η Μαρυλλίδα, ακολουθώντας το παράδειγμα του Κύρου, και με τη δική του συμπαράσταση, αλλά και με την επιδότηση από Ευρωπαϊκά προγράμματα, ιδρύει μια εντυπωσιακή φάρμα. Η ζωή της αλλάζει. «Έγινε πάλι το παιδί που κάποτε ήταν. Άνθιζε ένας φιμωμένος εαυτός που δίσταζε μέχρι χτες να βγει προς τα έξω».
Η κακή εξέλιξη της υγείας του Ερρίκου είναι ραγδαία. Το τέλος του είναι βασανιστικό. Ανάπηρος και κατάκοιτος καθώς είναι εγκαταλείπει τα εγκόσμια. Εν τω μεταξύ, τις μέρες εκείνες ξεσπά η πανδημία του κορωνοϊού. Η Μαρυλλίδα αναγκάζεται να διανύσει μια μεγάλη απόσταση για να παραβρεθεί στην κηδεία. Στη διαδρομή περνά από τη Ληθώ. Η αφήγηση στο σημείο αυτό εγγράφεται στις πολλές και θετικές επινοήσεις του συγγραφέα. Η σύνδεση του τέλους του μυθιστορήματος με την πανδημία καθώς και με αυτή την πόλη, είναι ευρηματική. «Πόλη που δεν ήταν ο εαυτός της. Μια ου-τοπία». Την μόνη κίνηση, ζωντανή ακόμη στις πόλεις του νερού, την έβλεπες στην επιφάνεια της θάλασσας. Άκουγες τον ρυθμικό παφλασμό των κυμάτων (…) τον ατέρμονο ήχο τους που έφτανε στις έρημες ακτές».
Ολοκληρώνοντας αυτή τη σύντομη αναφορά στο μυθιστόρημα του Κώστα Λογαρά «Όταν βγήκε από τη σκιά», υπογραμμίζω τα εξής κύρια χαρακτηριστικά: τους διαφορετικούς κόσμους που εκφράζουν τα δύο πρωταγωνιστικά πρόσωπα και που πάνω σε αυτούς ο συγγραφέας οργανώνει τη μυθοπλασίας του. Ασφαλώς, θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί ο άρτιος αφηγηματικός λόγος του και ο άψογος τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέα χειρίζεται τη γλώσσα.