Ο Λεωνίδας Κύρρης είναι ένας πρωτοεμφανιζόμενος ποιητής, παρότι η ενασχόλησή του με την ποίηση ανάγεται στα χρόνια της εφηβείας. Η παρούσα, καλαίσθητη έκδοση, έρχεται να επιβεβαιώσει το γεγονός ότι πολλοί νέοι και πραγματικά ταλαντούχοι ποιητές δεν αποτολμούν εκείνο που κατά κανόνα συμβαίνει με την πληθοπαραγωγή ποιητικών συλλογών και που το μόνο όφελος το καρπώνονται οι εκδοτικοί οίκοι και σχεδόν καθόλου η ποίηση.
Καταρχάς, ο τίτλος του βιβλίου «Κάποιον Ολάνθιστον Απρίλη» αποπνέει έναν ποιητικό λυρισμό και φέρνει στη μνήμη στίχους ποιημάτων, ακόμη και ποιητικές συλλογές που αναφέρονται σ’ αυτόν τον μήνα. Γνωστοί, είναι οι στίχοι του Διονύσιου Σολωμού που έχουν χαραχτεί στη μνήμη όλων μας από τα μαθητικά μας χρόνια: «Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη» και «Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε». Καθοριστικό, επίσης, για την εξέλιξη της νεωτερικής μας ποίησης είναι το έργο του Οδυσσέα Ελύτη «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου». Ακόμη, ο μήνας αυτός, συνειρμικά, μας μεταφέρει στη ρωμαϊκή εποχή, όπου, κατά τη διάρκειά του, γίνονταν γιορτές αφιερωμένες στον Απόλλωνα και την Αφροδίτη. Ακόμη, ο Απρίλης ζωντανεύει στη μνήμη εκδηλώσεις της λαϊκής μας παράδοσης που έχουν πολλά να πουν γι αυτόν τον μήνα της Άνοιξης, της χαράς και του έρωτα.
Στον τίτλο της ποιητικής συλλογής του Λεωνίδα Κύρρη, Κάποιον Ολάνθιστον Απρίλη, ο αόριστος αντωνυμικός προσδιορισμός, συμπλέκεται με το δίλεξο της φυσικής και συνάμα ερωτικής ευωχίας. Αυτό, προκαλεί τον αναγνώστη να αναζητήσει στις σελίδες βιβλίου εκείνο ή εκείνα που συνέβησαν στη διάρκεια ενός Απριλίου, του μήνα του έρωτα και των χρωμάτων, και που έχουν ανεξίτηλα χαραχτεί στη μνήμη του νέου ποιητή.
Πράγματι, διαβάζοντας, βεβαιώνεται κανείς ότι πρόκειται για σωρευμένες μνήμες που καταγράφηκαν στη συνείδηση του ποιητικού υποκειμένου, κάποιον περασμένο Απρίλη, την εποχή που κορυφώνεται ο αισθητισμός της φύσης, καθώς και οι αντίστοιχες ψυχοσυναισθηματικές διαθέσεις, των ευαίσθητων κυρίως ατόμων.
Στα ποιήματα της συλλογής, η ομιλούσα φωνή, ο ίδιος ο ποιητής, επικοινωνεί με ένα ολοζώντανο παρελθόν. Kαι καθώς ανασύρει από αυτό μνήμες με αιμάσσουσες πληγές, που τις προκαλούν « ο φθόνος, το μίσος, η οργή, η εγκατάλειψη» οι μαύρες σταγόνες, όπως σημειώνει στο ποίημα “Το Δέντρο της Υπομονής”, καταγράφει στο ποιητικό «τώρα» συναισθήματα λύπης και μοναξιάς.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, το ποιητικό υποκείμενο επιχειρεί να ανασυσταθεί συναισθηματικά. Στα πρώτα ποιήματα της συλλογής, χρησιμοποιεί τον ποιητικό μονόλογο, με ρηματικές εκφράσεις, άλλοτε στο πρώτο ενικό πρόσωπο και άλλοτε στο δεύτερο. Ιδίως αυτές οι αναφορές που, λεκτικά και μόνο, εγκαταλείπουν το «εγώ» και τυπικά διαλέγονται με το «εσύ», αποκτούν καθολική διάσταση, καθώς ο εσωτερικός διάλογος συμπλέκεται με το «εγώ» του αναγνώστη. Στο ποίημα «Το δέντρο της Υπομονής» διαβάζουμε: «Γέμισε το χώμα με φωτεινούς σπόρους,/ με ανοχή, αγάπη αδελφοσύνη, εμπιστοσύνη./ Φύτεψε ένα δέντρο της υπομονής».
Μέσα στο ίδιο πνεύμα –ή, καλύτερα, φυσική προέκταση αυτού του ποιήματος, είναι το ποίημα Genius, στο οποίο, η ακουόμενη φωνή, μεταβάλλει την τραυματική εμπειρία σε αφετηρία ενός εσωτερικού και συνάμα πεισματικού διαλόγου. Σ’ αυτόν τον διάλογο, οι ποιητικές εκφράσεις τείνουν να μετατραπούν, ή και να παγιωθούν, σε ηθικές προστακτικές: «Πολέμησε τον δαίμονα με λουλούδια», «Όταν σου πετάει φωτιά,/πέτα του νότες», «Αν σου σβήσει το φως,/ κάνε το μελάνι να ζωντανέψει».
Χωρίς περιστροφές, σημειώνω ότι οι στίχοι αυτοί είναι εκφράσεις μιας πρώιμης ποιητικής ωριμότητας. Αυτό επιβεβαιώνεται από τη χρήση του μεταφορικού λόγου και τα ζεύγη των αντιθέσεων: δαίμονας-λουλούδια, φωτιά-νότες, σβηστό φως-ζωντανό μελάνι. Αυτή την ωριμότητα την διαπιστώνει ο αναγνώστης στους δύο πρώτους στίχους του ποιήματος με τον τίτλο «Καθρέφτης»: Ποιος είναι ο άντρας που με κοιτάζει από τον καθρέφτη;/ Κατάπιε το παιδί που περίμενα να αντικρίσω./Να τον αναγνωρίσω δεν θέλω,/να τον γνωρίσω δεν μπορώ να το αποφύγω./
Μέσα στο ίδιο πνεύμα κινείται και το ποίημα που φέρει τον τίτλο «Εμπιστεύσου τον Δρόμο σου». Πρόκειται για έναν εσωτερικό μονόλογο, όπου το ποιητικό υποκείμενο, αισθάνεται προς στιγμή αδύναμο, καθώς αναγνωρίζει ότι ένα πρόσωπο, φωτοδότης και συνάμα οδηγητής, έχει αποκοπεί από τον ίδιο, αφήνοντάς του την ευθύνη της προσωπικής επιλογής. Αυτά καταμαρτυρούν οι στίχοι: Τις στιγμές που δεν σε βλέπω μέσα μου να ζεις,/δεν βλέπω της ζωής τη λάμψη/Γι αυτό, βαδίζω προς τη φλόγα που γνωρίζω/ ότι άναψε το χέρι σου. /[…] Εμπιστεύσου τον δρόμο σου,/ μικρέ ταξιδιώτη […].
Η διαφορά από το ποίημα «Καθρέφτης» είναι ότι εδώ, οι δευτεροπρόσωπες ρηματικές αναφορές αφορούν σε έναν έρωτα, της φυγής και της εγκατάλειψης, από εκείνους, δηλαδή, που αφήνουν ανεξίτηλο το στίγμα τους στον νου και την ψυχή της νιότης και όχι μόνον. Όμως, το συγκεκριμένο ποίημα διατηρεί την ποιητική του ακεραιότητα. Γιατί, ο ποιητής δεν αφήνεται να παρασυρθεί από όλα εκείνα που εξωθούν σε μια συναισθηματική φτήνια, όπου λέξεις και εκφράσεις του συρμού συχνά υπονομεύουν, ακόμη και τις καλύτερες ποιητικές προθέσεις.
Αντίθετα, ο Κύρρης, εμμένοντας στην ανάγκη να ανασυστήσει το ατομικό του εγώ, διατυπώνει σκέψεις με βαρύνουσα σημασία. Στο ποίημα «Ακόμα κι αν…» διαλέγεται με τον εαυτό του, χωρίς να τον καταμέμφεται, μα χωρίς να καταλογίζει ευθύνες σε άλλους. Συγκεκριμένα, διαβάζουμε: ΄Οσες αλήθειες κι αν αναζήτησες/ και όσες σελίδες κι αν γέμισες/ακόμα κι αν στάθηκες όρθιος σε καταιγίδα […] θα είσαι πάντα ο ίδιος […] Η διαδρομή έχει όρια φίλε μου/ και δεν μπορείς να διαφύγεις. […]. Και εδώ, πάλι, η αναφορά στο «εσύ», θέλγει τον αναγνώστη, καθώς ο τελευταίος αισθάνεται ότι το ποίημα διαλέγεται με τον ίδιο.
Ο ποιητής, λοιπόν, δεν αφήνεται, να εκπέσει σε μεμψιμοιρίες που υπονομεύουν τον ποιητικό λόγο. Αντίθετα, εξακολουθεί να στιχουργεί διατηρώντας το ποιητικό ήθος, όπως, άλλωστε, διαπιστώνουμε και στο ποίημα «Υπόσχεση»: Σε μια μέρα μόνο έκλεψες όλες τις λέξεις […] Σε μια μέρα μόνο ξεγέλασες τον ήλιο/να φωτίζει μονάχα εσένα,/κι εγώ […] / τρέχω να σε θαυμάσω λουσμένη καθώς είσαι στο φως. […] Υποσχέσου […] ότι πάντα θα σαγηνεύεις τον ήλιο μου.
Εδώ, η σαγήνη της απαντοχής εγγράφεται σε μια αξιοσημείωτη στάθμη ποιητικής έκφρασης. Και αυτό επιβεβαιώνει την ευθύνη που διακατέχει τον Λεωνίδα Κύρρη, ώστε να διατηρήσει το εκφραστικό επίπεδο που αρμόζει στην ποίηση.
Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί το ποίημα «Την Εικοστή Ημέρα του Βοηδρομιώνος». Διαβάζοντάς το, στη σκέψη του υποψιασμένου αναγνώστη έρχεται η τεχνική της λεγόμενης “μυθικής μεθόδου”. Πρόκειται για ποιητική επινόηση και εφάρμοσαν πολύ νωρίς, κορυφαίοι έλληνες ποιητές, και την ακολούθησαν πολλοί νεώτεροι. Στη μέθοδο αυτή, ο ποιητής “βλέπει” μέσα από τον φακό του “μυθικού χθες” σύγχρονες με την εποχή του καταστάσεις. Ενδεικτικά, αναφέρω το ποίημα «Ο βασιλιάς της Ασίνης» του Γιώργου Σεφέρη, που αποτόλμησε το πρώτο ποιητικό χτύπημα εναντίον της χούντας των συνταγματαρχών.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο Λεωνίδας Κύρρης, με το ποίημα «Την Εικοστή Ημέρα του Βοηδρομιώνος» εκμεταλλεύεται εκείνο που συνέβαινε την πιο κρίσιμη ημέρα και στιγμή αυτού του μήνα, που ήταν αφιερωμένος Ελευσίνια Μυστήρια.
Κάτω από τον έναστρο ουρανό τελούνταν τα πιο μυστικά μέρη αυτών των τελετών, στα οποία συμμετείχαν μόνον οι μύστες και οι ιερείς της Δήμητρας και της Περσεφόνης. Στην κορύφωση της τελετής, οι μύστες παρακολουθούσαν ένα λειτουργικό δράμα, αφιερωμένο στις περιπλανήσεις της Θεάς Δήμητρας μέχρι την εύρεση της κόρης της, της Περσεφόνης. Μετά από μια περίοδο σύγχυσης και τρόμου, το σκηνικό ξαφνικά άλλαζε. Ακολουθούσε μια ξαφνική φωταψία και ακούγονταν, μουσικές και χοροί. Αυτή ήταν η μεγάλη στιγμή της αλήθειας. Η στιγμή της γνώσης.
Αυτήν τη γνώση αναζητούσαν τα δύο άτομα για τα οποία κάνει λόγο το ποίημα. Συγκεκριμένα διαβάζουμε: «Στέκονταν όρθιοι ώρες/στο σκοτάδι./Αμίλητοι./Το σώμα είχε πια πάψει να υπακούει,/ένιωθε μόνο η ψυχή. […]/Ήταν αποφασισμένοι από καιρό/ Ήρθαν να αποκτήσουν Γνώση/[…] Ο ήλιος εμφανίστηκε από την οροφή, σκόρπισε τα ίχνη του Πλούτωνα./Όσο ανέβαινε ψηλότερα τόσο τους έλουζε το φως./
Είχαν καταλάβει/Είχαν αποκτήσει Γνώση. […]
Χωρίς ομιλία, χωρίς εξήγηση.
Ασφαλώς, τα δύο αναφερόμενα πρόσωπα, του ποιητικού χρονικού παρόντος, από τα οποία εσκεμμένα απομακρύνεται το ποιητικό υποκείμενο, ο ίδιος ο ποιητής, συνδέονται με όρκους πίστης. Εκείνο που αναζητούν επίμονα είναι το φως της γνώσης, ώστε να μπορέσουν να ανασυσταθούν και να δουν χωρίς αυταπάτες και ψευδαισθήσεις την πραγματικότητα της δικής τους ύπαρξης. Αυτό υποδηλώνεται από την επανάληψη του στίχου: «Το σώμα είχε πάψει να υπακούει,/ένιωθε μόνο η ψυχή».
Ο ίδιος στίχος επαναλαμβάνεται για τρίτη φορά παραλλαγμένος: «Το σώμα είχε πάψει να υπακούει, η ψυχή βυθίστηκε στο φως». Και το φως αποκάλυψε την μεγάλη αλήθεια. Τα δύο πρόσωπα, Είχαν καταλάβει./είχαν αποκτήσει τη Γνώση/[…]Δεν υπήρχε ανώτερο από αυτό που ήταν, /η ύπαρξη είναι το ανώτατο…
Η αναλογία με τα όσα συνέβαιναν στην πιο μυστική στιγμή των Ελευσίνιων Μυστηρίων, είναι ολοφάνερη.
Ασφαλώς, ο δρόμος που επιλέγει ένας νέος ποιητής, για να δοκιμάσει τις εκφραστικές του ικανότητες και αντοχές, δεν είναι σπαρμένος με ρόδα. Αντίθετα, παντού παραμονεύει η αυτοπαγίδευση στο άκουσμα των σειρήνων που, κατά κανόνα, κουβαλά ο καθένας μέσα του, καθώς και εκείνων που αφθονούν στο περιβάλλον και στοχεύουν με τα βέλη τους αυτούς που δοκιμάζουν να πορευτούν τον δύσκολο δρόμο της ποίησης.
Γι αυτό, το μόνο που θα μπορούσε να συμβουλεύσει κανείς έναν νέο ποιητή που ανιχνεύει αυτόν τον δρόμο σε δίσεχτους καιρούς, όπως οι σημερινοί, είναι η σταθερή πίστη σ’ αυτό που επέλεξε και, παράλληλα, η μελέτη. Γιατί ο ελληνικός ποιητικός λόγος απαιτεί και «θέλει δουλειά πολλή»! Γι αυτό, άλλωστε στη διαδρομή πολλοί εγκαταλείπουν. Εύχομαι, ο πρωτοεμφανιζόμενος σήμερα νέος ποιητής, Λεωνίδας Κύρρης, να μας εκπλήξει με μια νέα εκδοτική προσπάθεια.