Arrivederci
… προϊστορία εικοστού αιώνα
Τελείωνα τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στη γραφική επαρχιακή μας πόλη, σε μια οικογένεια τριών γυναικών, γιαγιά , μαμά και κόρη εγώ. Ο πατέρας μάς είχε εγκαταλείψει πριν τρία χρόνια από ανακοπή. Προστάτης και σύμβουλος της οικογένειας είχε αναλάβει ο θείος, μεγαλύτερος αδελφός της μαμάς, εργένης και δικηγόρος. Ο λόγος του νόμος. « Ποτέ μα ποτέ! Ξέχνα το πανεπιστήμιο! Άκου στην Αθήνα, μόνη σου… Α-πο-κλεί-ε-ται!». Το είπε κι έγινε. Και τότε συμπτωματικά ανακάλυψα το τάβλι.
Ξύλινο μικρό για ταξίδια. Της Λένας, κολλητής μου και ομότυχης. Το έφερνε πρωί πρωί, κλεινόμαστε στο δωμάτιο μου κι αρχίζαμε τις παρτίδες με πάθος μέχρι αργά το μεσημέρι που συνήθιζε να έρχεται ο θείος για φαγητό. Τα απογεύματα δεν παίζαμε, αλλά η γιαγιά δεν σταματούσε τη μουρμούρα. «Θεέ και Κύριε… Θα δούμε τις γυναίκες στα καφενεία και τους άντρες στα σπίτια!». Όμως εγώ τις νύχτες στον ύπνο μου συνέχιζα τις πόρτες και τα πλακωτά μου κι έτσι με όνειρα γλυκά καλό ξημέρωμα πέρασε ένας χρόνος.
Τότε σκέφτηκα το φροντιστήριο ξένων γλωσσών στην πλατεία. Αγγλικά είχα πάρει το πρώτο δίπλωμα. Τα Γαλλικά και τα Γερμανικά αδύνατον, δύσκολα… «Θα γραφτώ στα Ιταλικά» είπα στον θείο εξηγώντας του επί μία ώρα ότι είναι γλώσσα βασική, ήμουν καλή στα Λατινικά, εύκολα μαθαίνεις Ισπανικά… « Και τι θα κάνεις με τα Ιταλικά και τα Ισπανικά», διαμαρτυρήθηκε εκείνος αγριεμένος. Και τώρα τι κάνω, ήθελα να του απαντήσω αναιδέστατα αλλά πρόλαβε η διπλωμάτισσα γιαγιά και τελικά γράφτηκα.
Άρχισα μέρα νύχτα να διαβάζω τα Ιταλικά με μανία. Ούτε δουλειές στο σπίτι ούτε βόλτες στην πλατεία ούτε καν τάβλι. Είχα ανακαλύψει την Ιταλία στη «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια», την ιστορία, τη λογοτεχνία της, όλα… Και βέβαια μετά από δύο χρόνια φανατικό διάβασμα, βγήκα η άριστη πρώτη των Ιταλικών σε όλα τα τμήματα. Στο σπίτι όμως, γιαγιά, μαμά, ακόμα κι ο θείος ανησυχούσαν. «Δεν πάει καλά, δεν πάει…» ψιθύριζαν κι όλο μού μιλούσαν για τον Θανάση, το εξαιρετικό παιδί της καλύτερης φίλης της μαμάς.
… όμως και ο κανόνας, αν τον προκαλέσεις, ανατρέπεται
Ένα πρωί, με ειδοποίησαν από το φροντιστήριο ότι το Ιταλικό Προξενείο οργανώνει τμήματα μετεκπαίδευσης ενηλίκων στην Ιταλική γλώσσα, τον Ιούλιο στη Ρώμη. Διαμονή, μαθήματα και περιηγήσεις στα αξιοθέατα αναλάμβανε το «Καθολικό Πανεπιστήμιο της Αγίας Καρδιάς». Και η δική μου η καρδιά φτερούγισε. Η οικογένεια ανένδοτη. Ούτε συζήτηση! Όταν όμως κλειδώθηκα στο δωμάτιο μου και δεν έβγαινα με τίποτα, σκέφτηκαν ότι ένας μήνας δεν είναι πολύ, θα ήμουν εσωτερική σε καλόγριες, είχε κι ο θείος ένα φίλο στη Ρώμη…
Στο αεροδρόμιο της Αθήνας με συνόδευσε ο θείος, αφού με αποχαιρέτησαν γιαγιά και μαμά σαν να έφευγα για πάντα. Στο αεροπλάνο της Alitalia έπαθα το πρώτο μου πολιτισμικό σοκ όταν η δίπλα κυρία μού μιλούσε ιταλικά κι εγώ της απαντούσα άνετα, πίνοντας την πρώτη μου κόκα κόλα ανύπαρκτη στην Ελλάδα. Πετούσα κυριολεκτικά στα σύννεφα. Όταν προσγειώθηκα, με περίμενε ο φίλος του θείου. Με το αυτοκίνητο του πήγαμε κατευθείαν στο πανεπιστήμιο σε ένα λόφο στα περίχωρα της Ρώμης, στον παράδεισο.
Οι συμφοιτητές μου ηλικίας από εξήντα έως δεκαοκτώ… Κοσμογονία! Στην τραπεζαρία, πρωινό μεσημεριανό βραδινό με δύο λίγο μεγαλύτερες μου δασκάλες Μοντεσόρι από Ελβετία και μια δεκαοχτάρα από Μάλτα, που μιλούσε άλλες τέσσερις γλώσσες. Αδύνατον να καταλάβουν πώς εγώ ζούσα χωρίς να σπουδάζω ή να εργάζομαι… Ευτυχώς και ανεξήγητα, η στενή παρέα μου ήταν τρεις νεαροί άνδρες. Οι γερμανοί Φράνκ γλωσσολόγος και Πέτερ θεολόγος μαζί και ιερέας της εκκλησίας του πανεπιστημίου κάθε Κυριακή. Τρίτος, ο Κολομβιανός Εντουάρντο, τελειόφοιτος Νομικής στη Ρώμη.
Ο Εντουάρντο!… Λατίνος, σκεπτόμενος, διαβασμένος, μελαγχολικός, ωραίος, είχε έρθει καλοκαιριάτικα στη σχολή από μοναξιά. Αμέσως κολλήσαμε. Μαζί σε κάθε διάλειμμα των μαθημάτων, στις ξεναγήσεις με το πούλμαν, στις βόλτες στον περίβολο της σχολής… Του μίλαγα για την επαρχιακή ζωή μου, τη στενοκεφαλιά της οικογένειας… Μού μίλαγε για τον «Οδυσσέα» του Τζόυς, τη μοντέρνα τέχνη… Μετά το βραδινό φαγητό, βγαίναμε από την Πύλη μαζί κι ο Φρανκ κι ο Πέτερ για το μπρούσκο κρασάκι της τρατορίας πιο κάτω. Στην υγειά μας!
… η μαμά υπογράμμιζε στο γράμμα της να φορώ το βραδάκι ζακέτα
Ο Πέτερ με ρώτησε μια μέρα αν συμβαίνει κάτι σοβαρό με τον Εντουάρντο. Του είπα όχι και ξαναρώτησε αν ήταν εμπόδιο οι θρησκείες μας. Όχι Πέτερ, όχι κι οι άλλοι εσείς που νομίσατε πως ήταν έρωτας. Και πώς να ήταν; Με δεδομένη ημερομηνία λήξης στο τέλος του μήνα… Με τον θείο να μάς υποδέχεται περιχαρής στο αεροδρόμιο… Χωρίς καν μια αγκαλιά, ένα φιλί… Η αλήθεια είναι πως ένα μεσημέρι στο ασανσέρ οι δυο μας σε ένα τράνταγμα, ήρθαμε τόσο κοντά, σχεδόν… Και όμως. Τραβηχτήκαμε σαν να μη καταλάβαμε.
Είμαστε ας πούμε αδελφές ψυχές. Αγκαλιαστήκαμε σφιχτά και φιληθήκαμε τη μέρα του αποχωρισμού. Να πας οπωσδήποτε πανεπιστήμιο, μου είπε. Θα αλληλογραφούμε, δεν θα χαθούμε… Υπόσχεση! Καλή αντάμωση Φρανκ και Πέτερ… Το αεροπλάνο απογειώνεται αλλά δεν καταφέρνει να ξεπεράσει τα σύννεφα από το βάρος μιας ολόκληρης πόλης που κουβαλάω μέσα μου. Κοιτάζω τη Ρώμη από ψηλά. Στα ελεύθερα απογεύματα κατεβαίναμε με το λεωφορείο παρέα οι τέσσερεις και την περπατούσαμε. Αχ… Arrivederci Roma…
Μετά τις πρώτες συγκινήσεις στο σπίτι, το δήλωσα. Θα πάω πανεπιστήμιο Ιταλική Φιλολογία! Το έχω αποφασίσει και δεν το συζητώ! Τέλος! Έκαναν και οι τρεις πως δεν άκουσαν. Θα φρεσκάριζα Ιστορία, Αρχαία, Λατινικά στο φροντιστήριο της πλατείας μας και μετά Αθήνα για εξετάσεις. Σε όποιον αρέσει! Να όμως που ένα μήνα μετά η γιαγιά δεν ξύπνησε το πρωί. Φορέσαμε τα μαύρα, άρχισαν τα συλλυπητήρια στο σπίτι, ο θείος έπεσε σε μελαγχολία, η μαμά σε βουβαμάρα κι εγώ σε απόγνωση. Πώς θα φύγω;
Δεν έφυγα. Παντρεύτηκα μιαν ανοιξιάτικη Κυριακή τον Θανάση με αποτέλεσμα δυο ζωηρά αγοράκια που με τρέχουν όλη μέρα για να μαζευτούν, να διαβάσουν, να φάνε… να κοιμηθούν επιτέλους! Τρίτο αγοράκι μου, ο κακομαθημένος της μανούλας σύντροφος μου, το κάτι άλλο… Πόσο υπομονή πια! Ευτυχώς υπήρχε ο Δημοτικός Πολιτιστικός μας Σύλλογος. Ιδρυτικό μέλος του κι εγώ, με δραστηριότητα τα προγράμματα πολιτισμού. Εκείνο το Σάββατο περιμέναμε τη γνωστή πιανίστα Έλλη Καραλή με τον σύζυγο της.
… άμα σκορπίσεις τον καιρό πώς τον ξαναμαζεύεις (παροιμία)
Την εκδήλωση είχα αναλάβει εγώ. Τους υποδέχτηκα στην είσοδο. Ο κόσμος είχε κιόλας μαζευτεί γύρω μας. Χαιρέτησα εκείνη και μετά εκείνον. «Εντουάρντο Γκαρσία Μπάριος» μού συστήθηκε κι έχασα τη φωνή μου. Είναι Κολομβιανός διευκρίνισε εκείνη. Εξήγησα ότι αιφνιδιάστηκα γιατί είχα κάποτε ένα πολύ καλό φίλο από την Κολομβία. Εντουάρντο Ακούνια Σάντζεζ, λεγόταν, αλλά έχουμε πια χαθεί… «Απίστευτο» ξαφνιάστηκε εκείνος. «Είμαστε πολύ φίλοι!». Τα λέμε αργότερα, είπα βιαστικά, μας περιμένουν, πάμε…
Δεν άκουσα ούτε νότα από την Απασιονάτα του Μπετόβεν, στην πρώτη σειρά δίπλα στον σύζυγο της πιανίστας… Στην αρχή ο ταχυδρόμος πήγαινε κι ερχόταν κάθε τρεις μέρες, σιγά σιγά αραίωνε, σταμάτησε, πέρασαν τα χρόνια, χαθήκαμε, πώς… Τα ενθουσιώδη χειροκροτήματα του κοινού με επανέφεραν. Όρθια πλάι στην πιανίστα έπαιρνα κι εγώ συγχαρητήρια. Ενώ έφευγε ο κόσμος, με πλησίασε εκείνος. « Ο Εντουάρντο είναι Πρόξενος της Κολομβίας στη Ρώμη. Να σας δώσω διεύθυνση και τηλέφωνα του;»
Γύρισα σπίτι με το καυτό σημείωμα στην τσάντα. Ο Θανάσης άρχισε τη γκρίνια για το τι τράβηξε μόνος με τα παιδιά. Θα στρώσουν μωρέ του έλεγα, ενώ μέσα μου έπαιζε το δίλημμα γράμμα ή τηλέφωνο. Καλύτερα γράμμα. Με το που το άρχισα, σταμάτησα. Εγώ που είχα γράψει γράμματα και γράμματα και στους τρεις σε άριστα ιταλικά, τώρα δεν τολμούσα να συντάξω μια πρόταση. Αλλά και αν τολμούσα, τι θα έγραφα; Είκοσι χρόνια μετά… Τίποτα από τα τότε υποσχόμενα δεν είχε συμβεί. Μια τρύπα στο νερό!
Την άλλη μέρα τηλεφώνησα. Απάντησε ο ίδιος. Η φωνή του βραχνή, φορτισμένη ίσως… Ταράχτηκα, είχα όμως προετοιμάσει τα λόγια. Τι κάνεις; Είμαι η… «Σε περίμενα» με πρόλαβε. Του είχε μιλήσει ο φίλος του; «Ναι μου μίλησε, αλλά εγώ σε περίμενα από τότε!… Εσύ χάθηκες!». Ξαφνιάστηκα, άρχισα αμέσως τις ερωτήσεις για την καριέρα του, την οικογένεια του, είχε χωρίσει, είχε μια κόρη… Μίλαγα και για τα δικά μου, τάκα τάκα η καρδιά μου… «Έλα στη Ρώμη τώρα, καλεσμένη μου» είπε ξαφνικά. Τά ‘χασα!. Τι λέει; Για δευτερόλεπτα φαντασιώθηκα αυτή τη συνάντηση μας… Ξύπνησα. Ω, Εντουάρντο, χίλια ευχαριστώ, ψέλλισα, πόσο χάρηκα που βρεθήκαμε… σαν ψέμα… θα τα ξαναπούμε, αλλά… «Είναι στο κάρμα μας, να το ξέρεις!» με διέκοψε. « Σε περιμένω! Το εννοώ! Αrrivederci!». Αrrivederci…
__________________________________