ΕΥΤΥΧΙΑ
Αυτό ένιωσε όταν πήρε το μαντάτο. Καπετάνιε, κόρη! Είναι κόρη, κόρηηη, του φώναζε το ναυτόπαιδό από την προκυμαία. Μέγας είσαι Κύριε!… Δεν το πίστευε. Μετά από τρεις γιούς κι ενώ λέγανε πως δεν κάνουν πια παιδιά, ήρθε η κόρη. Θυγατέρα του, μοναδική του… Άφησε το καράβι σαστισμένος, έφτασε σχεδόν τρέχοντας στο σπίτι, την σήκωσε μες στις φασκιές στα δυο του χέρια. Ευτυχία θα τη βαφτίσουμε, είπε.
Να ξέρεις πως παράγγειλα στην Πόλη τα χρυσά σου, στη Βενετιά τα ρούχα σου και τα διαμαντικά σου… Της έταζε τραγουδιστά στην κούνια, Το έκανε και πράξη. Καραβοκύρης χρόνια, ταξίδευε από Ανατολή σε Δύση κι η Ευτυχία μεγάλωνε με τη λαχτάρα του ερχομού του. Και για τα δώρα του, μα πιο πολύ για την αγκαλιά του. Κι εκείνος, αχ… Την λάτρευε πάνω από όλους κι όλα! Τον έφαγαν οι τύψεις γι αυτό, μετά την τρικυμισμένη εκείνη νύχτα όταν ο μεγάλος γιός, κοντά του στο καράβι δυο χρόνια κιόλας, γλίστρησε παλεύοντας τα πανιά και χτύπησε στο Δόξα πατρί. Ξεψύχησε στα χέρια του. Μέγας είσαι Κύριε! Γιατί;
Ερώτημα ρητορικό. H ζωή συνεχίζεται. Η Ευτυχία μεγάλωνε κι ομόρφαινε. Τελειώνοντας το Σχολαρχείο, έτοιμα και τα προικιά. Λινά και μεταξωτά κεντημένα στο χέρι, δαντέλες δουλεμένες με το βελονάκι, κιλίμια υφαντά και στρωσίδια, ως και το σκέπασμα κι οι μαξιλαροθήκες με κεντητό μονόγραμμα για το νυφικό κρεβάτι και τις παντόφλες της νύφης. Κι ο γαμπρός δεν άργησε. Χωρίς προξενήτρες. Πήγε ο ίδιος στον πατέρα της και την ζήτησε. Την είχε ξεχωρίσει, την ήθελε. Όχι για τα πλούτη της, μα για την ομορφιά και την ευγένεια της. Είχε κι αυτός καλή σειρά. Μόρφωση και δικό του σπίτι κι εμπορικό μαγαζί στην αγορά με τ’ όνομα.
Ο γάμος έγινε Κυριακή πριν τον εσπερινό. Προτού φτάσει ο γαμπρός με τα όργανα να πάρει τη νύφη από το σπίτι της για την εκκλησία, προσκύνησε εκείνη τους γονείς να ζητήσει την ευχή τους. Ευτυχία σε λένε κι ευτυχία σου πρέπει, είπε ο καπετάνιος. Ευτυχισμένη και με πολλά παιδιά, είπε η μάνα. Κι αλήθεια, ο γάμος στέριωσε. Αγάπησε τον Νικόλα για την καλοσύνη και τη σεμνή εξυπνάδα του. Ήταν κι όμορφος κι ο καλύτερος πατέρας για τα τρία παιδιά τους. Έτσι ωραία και καλά τα είχαν όλα. Και θα συνέχιζαν να τα έχουν, αν δεν ζούσαν σ αυτή τη εύφορη γη του Αιγαίου, στη μικρή πανέμορφη πόλη τους με το ιστορικό λιμάνι.
Κρήνη την έλεγαν οι λόγιοι, Τσεσμέ ο λαός. Ήταν που ο Βενιζέλος έχασε τις εκλογές, οι Μεγάλες Δυνάμεις πήγαν με τον Κεμάλ, ο στρατός μας υποχωρούσε, το όνειρο της μεγάλης Ελλάδας έσβηνε… Όλοι έτρεχαν προς τη θάλασσα, στο λιμάνι. Να σωθούν… Ο Νικόλας πρόλαβε και πήρε όσα χρήματα υπήρχαν, η Ευτυχία όσα ρούχα χωρούσαν σ’ ένα μπαούλο μαζί και τα κοσμήματα της και μια λάμπα των γονιών της. Τους είχε πάρει ο Θεός, γλύτωσαν… Παιδιά, βιαστείτε!…Γρήγορα… Φεύγουμε!… Με τη μικρή στην αγκαλιά και τους άλλους δυο από κοντά, μπήκαν στο καΐκι για τη Χίο απέναντι. Όλα τους πίσω στάχτη και καημός.
Ρίζωσαν στη Χίο. Έμποροι γνωστοί βοήθησαν τον Νικόλα να ξαναστήσει τη δουλειά του. Η Ευτυχία πρώτη νοικοκυρά άνοιξε ένα δεύτερο σπίτι, τα παιδιά γράφτηκαν στο σχολείο. Αλί στον καλομάθητο ώσπου να κακομάθει… Αλίμονο! Έκλαιγε μόνο όταν έπεφταν όλοι να κοιμηθούν το βράδυ, κρυφά κι απ’ τον Νικόλα. Πρόφταινε όμως μέσα της η δύναμη και η καπατσοσύνη του πατέρα της. Αγάντα!… Δεν το έβαζε κάτω. Μόνο που τα βραδάκια στη βόλτα της προκυμαίας, έβλεπε απέναντι τα φώτα του Τσεσμέ όλο και πιο πολλά κάθε χρόνο… Πώς ν’ αγαλλιάσει η ψυχή στο κρίμα κι άδικο.
Είναι που τα παιδιά μεγαλώνουν γρήγορα. Η πρώτη κόρη τέλειωσε κιόλας το γυμνάσιο. Η ομορφιά κι η καλοσύνη της περίσσευαν. Η Ευτυχία τής είχε αδυναμία. Της καλομάνας το παιδί, το πρώτο να ‘ν’ κορίτσι , λένε. Κι εκείνη καμάρωνε. Δεν το έδειχνε. Έπρεπε να φαίνεται αυστηρή για τον γιό της σαν αγόρι που ήταν. Και για τη μικρή τους, πεισματάρα κι άτακτη… Όλα έδειχναν σα να είχαν πάρει μια σειρά και πήγαιναν. Μέχρι που έφτασε το γράμμα της εξαδέλφης από την Αθήνα. Να φιλοξενήσουν, έλεγε, τον ανιψιό του άντρα της που ερχόταν στη Χίο για δουλειές.
Η Ευτυχία θύμωσε. Τα έβαλε με τον Νικόλα. Δική του ήταν η εξαδέλφη. Πως θα κοιμίσουμε, σπίτι μας έναν άντρα, με κόρη της παντρειάς… Τι θα πει κι ο κόσμος! Ο Νικόλας τα βόλεψε όπως πάντα. Καλοδέχτηκε τον ανιψιό ξημερώματα που έδεσε το καράβι. Τον πήγε στο ξενοδοχείο. Όλη νύχτα ταξίδι, καλύτερα να ξεκουραστείς … Θα ’ρθω μεσημεράκι να πάμε σπίτι για φαί. Αυτό ήταν! Έρωτας με την πρώτη ματιά! Του ανιψιού. Η κόρη τους ούτε που πονηρεύτηκε. Η εξαδέλφη επέμενε. Εξαιρετικό παιδί, σπουδασμένο! Στη δουλειά του πατέρα του… Έμποροι με περιουσία!… Μεγάλη τύχη!
Δυο μέρες έκανε η Ευτυχία να μιλήσει στον Νικόλα, Την τρίτη δεν άντεξε. Συμφωνημένο από πριν με την εξαδέλφη λοιπόν; Να στείλουμε το παιδί μας στο άγνωστο, στην Αθήνα; Χάθηκαν οι γαμπροί στη Χίο; Τόσοι κι άλλοι τόσοι την θέλουν, και… Ο εξάψαλμος της ποτέ δεν ήταν σύντομος. Ο Νικόλας είχε τον τρόπο του. Όταν εκείνη φουρτούνιαζε, εκείνος μουγκός. Είχε όμως πάρει και τις πληροφορίες του από την Αθήνα για τον ανιψιό. Πολύ καλή οικογένεια, από την Πόλη, κοσμοπολίτες… Ε, και η Αθήνα, πόσο μακριά πια με τα καράβια… Είναι και τυχερά αυτά… Κι ούτε που βιαζόμαστε…
Βιαζόταν όμως ο ανιψιός. Πανέξυπνος κι αποφασισμένος, ερχόταν και ξαναρχόταν στη Χίο για δουλειές. Ο Νικόλας τον έφερνε τα μεσημέρια για φαγητό, η Ευτυχία μαγείρευε εξαιρετικά, ήθελε δεν ήθελε. Η κόρη άρχιζε να τον κοιτάζει. Ούτε όμορφος ούτε άσχημος… Ο λόγος του όμως σε κέρδιζε. Πόσα ήξερε, πότε τά ‘μαθε, τι ωραία τα λέει… Τον άκουγε κι η Ευτυχία κι έτρεμε. Μη την καταφέρει… Θεέ μου βόηθα! Αν ήταν όμως θέλημα Θεού… Ο γάμος έγινε στη Χίο λαμπρότατος. Ήρθαν και τα σόγια από την Αθήνα, γέμισαν τη νύφη χρυσαφικά, οι ντόπιοι είχαν να το λένε. Μεγάλη τύχη!
Δεν το συγχώρησε ποτέ του γαμπρού της. Ούτε του άντρας της. Παρηγοριά της μόνο ο ταχυδρόμος. Κάθε ‘βδομάδα ο φάκελος γεμάτος. Μια, δυο, τρείς, τέσσερις σελίδες, μπρος πίσω. Η κόρη πέρναγε καλά, φαινόταν από τα γραφόμενα. Η μάνα όμως πόναγε κι ο πόνος δε σταμάταγε. Έλα στα συγκαλά σου! Έχεις άλλα δυο παιδιά, της έλεγε ο Νικόλας. Λες και δεν το ξέρω, δεν τα γνοιάζομαι… Ο γιός της στα δεκαεφτά παλληκαράκι, είχε αρχίσει να ξεπορτίζει. Η μικρή πάλι ανεξάρτητη από κούνια, πιο πολύ μες στη θάλασσα την έβρισκες παρά στην στεριά. Γράφτηκε και στον Όμιλο για κολύμβηση. Θά ‘φτανε τα περαστικά καράβια κολυμπώντας, έλεγε.
Κι ο Αύγουστος τελείωνε. Η μεγάλη κόρη με τον άντρα της και τα δυο παιδιά τους, έτοιμοι για την επιστροφή. Έρχονταν κάθε καλοκαίρι στη Χίο κι έμεναν ένα μήνα στο πατρικό. Δεν τους χόρταινε η Ευτυχία. Ιδιαίτερα τα εγγονάκια. Τεσσάρων η μεγάλη, ενός χρόνου το αγόρι. Του παιδιού μου το παιδί είναι δυο φορές παιδί μου… Οικογενειακά τους συνόδεψαν μέχρι το καράβι. Αφού ανέβηκαν όλοι οι ταξιδιώτες τη σκάλα, εκείνοι κάθισαν στο πιο καλό ζαχαροπλαστείο της προκυμαίας με τα ονομαστά χιώτικα γλυκά. Να βλέπουν το καράβι μέχρι να στρίψει από το λιμάνι.
Ήταν δέκα του Φλεβάρη του Αγίου Χαραλάμπους. Ο Νικόλας γύριζε σπίτι από τη δουλειά. Θυμήθηκε τη Μητρόπολη τους στον Τσεσμέ με τ’ όνομα του Άγιου. Μεγάλη η χάρη Σου, σταυροκοπήθηκε. Η μεγαλύτερη εκκλησιά της Ανατολής μετά την Αγιά Σοφιά!… Πάνε πια αυτά… Όλα…Για πάντα!… Ένα σφίξιμο στο στήθος τον ακολούθησε ως την πόρτα του σπιτιού. Με το που μπήκε, σωριάστηκε. Αγκάλιασε τα μαύρα η Ευτυχία, κατάδικα της. Ούτε τα έβγαλε ποτέ. Να μη σού δώσει ο Θεός όσα μπορείς να σηκώσεις… Το έλεγε κι αυτό.
Η μεγάλη κόρη ήταν ετοιμόγεννη στο τρίτο παιδί της, όταν αρρώστησε η αδελφή της στη Χίο. Μια γρίπη είπαν στην αρχή. Πυρετός, πονοκέφαλος, ναυτία… Ήταν μηνιγγίτιδα. Στα εικοσιένα της. Αστροπελέκι!… Η Ευτυχία κατέρρευσε. Την έφεραν σε νοσοκομείο στην Αθήνα να ξαναβρεί τον εαυτό της. Να μπορέσει να γυρίσει σπίτι της, να σταθεί στον γιό της. Και στάθηκε. Όχι για πολύ. Σ’ ένα χρόνο τον κάλεσαν στρατιώτη για την Αλβανία. Έτος 1940. Η μεγάλη κόρη ήρθε μόνη στη Χίο, μάζεψαν με τη μάνα το σπίτι, το κλείδωσαν και γύρισαν μαζί στην Αθήνα.
Στην κάμαρη που της είχε ετοιμάσει, ήταν στημένο και το κρεβατάκι της μικρούλας εγγονής. Σε παρακαλώ να την αναλάβεις, είπε η κόρη. Να γίνεις και νονά της. Έτσι κι αλλιώς δε χωράνε τρία παιδιά στο ίδιο δωμάτιο… Η Ευτυχία δεν αποκρίθηκε. Άρχισε μόνο να ταχτοποιεί τα λίγα πράγματα της, όσα χώρεσαν σ’ ένα μπαούλο. Όπως τότε… Ανέλαβε την μαγειρική του σπιτιού και τη μικρή εγγονή. Γράμματα του γιού της έφταναν αραιά και πού από το μέτωπο, μέχρι που σταμάτησαν. Τέλειωσε κι ο πόλεμος, μα εκείνος δεν γύρισε. Αγνοούμενος! Όπως και άλλοι. Για πάντα.
Η Ευτυχία δεν ξαναπήγε στη Χίο. Ούτε που έβγαινε από το σπίτι της Αθήνας. Μόνο για την εκκλησία τις Κυριακές, στους Χαιρετισμούς και στον Επιτάφιο. Έγνοιες της το νοικοκυριό, η μαγειρική και πάνω απ’ όλα η Αργυρώ, η μικρή εγγονή με τ’ όνομα της θείας που δεν γνώρισε. Τι βρέχει ο ουρανός και δεν το πίνει η γη! Όχι όμως και κατακλυσμούς… Ο γαμπρός της, καλός οικογενειάρχης, επιχειρηματίας πια γνωστός, με δικό του αυτοκίνητο, σπάνιο για την εποχή, όμως για τον ίδιον μοιραίο. Σε μια διασταύρωση μ’ ένα ταξί, λες και τυφλώθηκε ο ταξιτζής…
Φόρεσε και η κόρη την πλερέζα. Ό,τι μέλλει δεν ξεμέλλει… Δυο γυναίκες μοναχές, τρία παιδιά ανήλικα. Να μαυρίζει η ψυχή. Όμως ανασκουμπώθηκαν. Η κόρη πήγε στη δουλειά του άντρα της. Θα τα κατάφερνε. Η Ευτυχία ανέλαβε όλες τις φροντίδες σπιτιού και οικογένειας. Και τα χρόνια έρχονταν κι έφευγαν ορφανά. Έφτασε η Αργυρώ να σβήνει δεκαπέντε κεράκια. Στενή οικογενειακή γιορτή. Από μικρό αυτό το παιδί ήταν πρόσχαρο, γελαστό. Ήθελε όμως και τους άλλους γύρω να γελούν. Κι όλο σκάρωνε ξεκαρδιστικές φάρσες κι αστεία.
Εκείνο το βράδυ, αφού έκοψαν την τούρτα, η Αργυρώ ανακοίνωσε ότι αφιέρωνε αυτά της τα γενέθλια στην Εξοχότατη Γιαγιά και Νονά της. Και σαν θεατρίνα στο σανίδι, άρχισε να μιμείται την Ευτυχία, όπως ανακατεύει τις αχνιστές κατσαρόλες ή κυνηγάει τη σκόνη ή νανουρίζει με παραμύθια ή ορμηνεύει με παραβολές και τελειωμό δεν είχε… Γέλαγαν όλοι με τα καμώματά της. Γελούσε και η Ευτυχία. Για πρώτη φορά με την καρδιά της… Ύστερα από τόσα χρόνια… Γελούσε!
Δεν βάσταξε άλλο ο Καπετάνιος στον Ουρανό. Σηκώθηκε με βιάση απ’ τη θέση του και πήγε ο ίδιος στον Θεό μπροστά. Μέγας είσαι Κύριε, είπε με τη βροντερή φωνή του. Πάρε την τώρα που γελά! Εε… Φτάνει πια!.
……………………………………