Δεν είναι στη πρώτη τους νιότη, η εμφάνιση τους όμως κρύβει φιλάρεσκα κάποια χρόνια. Λένα και Βάσια. Στενές φίλες. Όχι από παλιά, πριν τρία χρόνια, από την πρώτη στιγμή που συναντήθηκαν στην εκπαιδευτική ομάδα ψυχολογίας «Ο Εαυτός», Επιπέδο 1, Κέντρο Δια Βίου Μάθησης. Όταν κλείνει ένας κύκλος ζωής πολλοί χάνουν τον δρόμο τους κι εγκαταλείπουν τον εαυτό τους σε μια χλιαρή αδράνεια νοσταλγίας και πλήξης. Η Λένα και η Βάσια ποτέ. Αρχή από την αρχή. Ψάχνουν, ψάχνονται, το βρίσκουν, όπως και τώρα. Ένας ακόμη χρόνος κι ολοκληρώνουν το πρώτο επίπεδο των εσωτερικών διαδρομών τους προς την αυτοπραγμάτωση .
Η πορεία του ανθρώπου προς την αυτοπραγμάτωση οδηγεί στην ατομική εξέλιξη και ολοκλήρωση του.
Δεν θα ακολουθήσουν τους άλλους. Τελευταίο εντατικό πρόγραμμα του χρόνου για την ομάδα, μια εβδομάδα του Δεκέμβρη στους Δελφούς, αυτό το πρωί ελεύθερο για όλους. Οι άλλοι πηγαίνουν Αράχωβα, χιονίζει ελαφρά. Εκείνες στρίβουν πιο πριν αριστερά, για Αγόριανη. Όχι τα ίδια και τα ίδια. Το κάτι άλλο. Πράγματι. Η διαδρομή πανέμορφη. Έλατα, παντού έλατα χιονισμένα κι όταν κατεβάζεις παράθυρο η μυρωδιά του ξαναμμένου κούτσουρου στο τζάκι από τα γύρω σπίτια που λίγο λίγο αραιώνουν καθώς αφήνουν πίσω τους το οροπέδιο. Η τέλεια επιλογή. Θαύμα! Δεν έχουν ξαναπεράσει από αυτή την άλλη πλαγιά του Παρνασσού, ανήλιαγη τον χειμώνα, χαμένη συχνά στη μυστικιστική ομίχλη των μύθων της.
Προϋπόθεση της αυτοπραγμάτωσης είναι το άνοιγμα του Εαυτού σε κάθε νέα πρόκληση και εμπειρία.
Μιλάνε ασταμάτητα. Οδηγεί η Λένα. Σε ένα εντατικό πρόγραμμα ψυχολογίας, αδυναμίες, αντοχές, φορτίσεις, προσεγγίσεις προβάλλονται, μεταβάλλονται και συγχωνεύονται, αλλά εύκολα δεν χωνεύονται. Χρειάζεται η απόσταση, η απομόνωση, η επιμέρους συζήτηση. Το χιόνι δυναμώνει, κολλάει στο τζάμι, οι καθαριστήρες δυσκολεύονται, η Λένα μειώνει ταχύτητα, ευτυχώς δεν έχει καθόλου κίνηση, η Βάσια με το κασκόλ της καθαρίζει το παρμπρίζ από μέσα αλλά να, η ορατότητα χάνεται ξαφνικά σε ένα τεράστιο γαλακτερό σύννεφο που σκεπάζει τα πάντα. Η Λένα ανάβει τα φώτα ομίχλης, μόλις που διακρίνει τον δρόμο, προσπαθεί να συνεχίσει, δεν γίνεται, κάνει δεξιά και σβήνει τη μηχανή. Τώρα, μάλιστα.
Η παρούσα στιγμή, το εδώ και τώρα, είναι η μόνη πραγματικότητα μας, πάντα κρίσιμη για να μας φέρνει πιο κοντά στην ουσία της ύπαρξης μας.
Η αλήθεια είναι ότι έφυγαν από τους Δελφούς με λαμπρό ήλιο, χωρίς υπόνοια κακοκαιρίας, καμία σκέψη για αλυσίδες που δεν είχαν. «Φτου σου γκίνια», μουρμουράει η Βάσια. Η Λένα δοκιμάζει το κινητό της, η Βάσια δοκιμάζει το δικό της, κανένα σήμα. Σιωπή. Η απόλυτη. Πού βρίσκονται, δεν είδαν τα χιλιόμετρα όταν ξεκίνησαν, πού στο καλό είναι η Αγόριανη, ούτε ένα αυτοκίνητο δεν έχει περάσει, λες να έκλεισε ο δρόμος… Ο φόβος είναι ένα συναίσθημα που έχουν δουλέψει πολύ στην ομάδα. Άλλο είναι όμως από μακριά, άλλο από κοντά. Τώρα η απειλή είναι παρούσα, ζωντανή. Τι κάνεις; Προπαντός ψυχραιμία, όχι πανικός αλίμονο. «Μια άσκηση χαλάρωσης θα βοηθήσει», λέει η Βάσια. Κλείνει τα μάτια, εισπνέει βαθιά, βαθύτερα, ανοίγει τα ματιά… « Τίποτα», λέει.
Ο φόβος μας ακολουθεί από τα παιδικά μας χρόνια σαν πρόκληση για επιλογές που μας αποκαλύπτουν νέους δρόμους.
Η Λένα τα έχει βάλει με τον εαυτό της. Δική της η ιδέα να ξεκόψουν από τους άλλους, δικής της η βλακεία να μη σκεφτεί τις αλυσίδες, δική της τώρα και η απόφαση. Κοιτάζει το ρολόι. Έχει περάσει πάνω από μια ώρα εκεί ακίνητες, ανάβει πάλι λίγο τη μηχανή, ξεπάγιασαν… Δεν πάει άλλο! Ή συνεχίζουν ή γυρίζουν πίσω. Χωρίς αλυσίδες; Ποιες επιλογές λοιπόν τώρα, ποιοι νέοι δρόμοι; Τάχα… Και η ομίχλη επίμονη εκεί στην αδιαφάνεια της να δοκιμάζει το ψυχικό τους απόθεμα. Μόνο ένας θεός θα μπορούσε να φανεί σε αυτή την ερημιά της απόγνωσης να τις σώσει. Δάκρυα θολώνουν το βλέμμα της, είναι και η ένταση και το κρύο… Τι περιμένουν, τι τους περιμένει; «Φώτα, φώτα, δες δυο φώτα, πλησιάζουν…» αλαλάζει ξαφνικά η Βάσια. «Φώτα…», τραυλίζει η Λένα βέβαιη για τον αντικατοπτρισμό. Ένας θεός όμως με χοντρό μπουφάν και σκούφο ως τα φρύδια στέκεται σε λίγο μπροστά τους.
Κι αν δεν μπορούμε να ελέγξουμε τα δεδομένα μιας συγκεκριμένης στιγμής, μπορούμε να ορίσουμε τη στάση μας απέναντι στα δεδομένα.
Κατεβάζουν το παράθυρο. «Τι πάθατε, κορίτσια;» ρωτά εκείνος με επιείκεια κυρίαρχου της κατάστασης. Λένα και Βάσια μιλάνε και οι δύο μαζί, προσπαθούν να εξηγήσουν, να δικαιολογήσουν, λένε και λένε… «Έι… σιγά! Ξεχάστε την Αγόριανη, ο καιρός βαραίνει. Εγώ πάω κατά κάτω. Αν θες», λέει στη Λένα, «σου γυρίζω τώρα το αυτοκίνητο κι έρχεσαι πίσω μου.» Η Λένα τον κοιτάζει χαζά. « Δεν κατάλαβες… θα πατάς στα πατήματα μου, εγώ θα το πηγαίνω αργά… μη σκιάζεσαι.» «Όχι… ναι… εντάξει.. εντάξει…», λέει η Λένα βγαίνοντας αμήχανα από το αυτοκίνητο. «Με λένε Γιώργη», λέει εκείνος. «Χαίρω πολύ», λέει η Λένα. «Κύριε Γιώργη», ρωτάει η Βάσια. «Σκέτο Γιώργη», λέει εκείνος. «Ναι…», λέει η Βάσια, «πέστε μας… πού είμαστε εδώ που είμαστε;». «Πες τρία χιλιόμετρα από Αγόριανη», λέει ο Γιώργης. Μόνο!
Ο Εαυτός μας δεν είναι αμετάβλητος. Εξελίσσεται μέσα από μια συνεχή διαδικασία αλλαγών.
Με οδηγό τα χοντρά λάστιχα το αγροτικού, ακολουθούν τον Γιώργη αμίλητες. « Μας είπε και ‘κορίτσια’», λέει η Βάσια, να σπάσει τη σιωπή. Η ορατότητα είναι καλύτερη τώρα, αλλά έχει μια σκοτεινιά γύρω χωρίς να έχει νυχτώσει. «Ζούμε το θρίιιλερ…» συνεχίζει η Βάσια χαχανίζοντας, «αθλητικός ο τύπος, βουνίσιος… και μάτι καρφί, ’εε…» Τι συμβαίνει πάλι, αναρωτιέται η Λένα βλέποντας τα μικρά φώτα της καρότσας μπροστά να αναβοσβήνουν και να σβήνουν. Έρχεται ο Γιώργης, ωχ! «Εγώ σταματάω εδώ», τους λέει. « Εδώ μένω, να σε κείνο το πέτρινο με τα φώτα, το ‘χω κάνει ξενώνα, παραδοσιακό…» «Τέλειο», ψιθυρίζει η Βάσια. «Ο δρόμος από δω και κάτω είναι ανοιχτός», συνεχίζει, «πέρασε το μηχάνημα… ελάτε μέσα να πιείτε κάνα τσίπουρο να ισιάσετε και πάτε…». Η Λένα αιφνιδιάζεται. «Δεν γίνεται ευχαριστούμε», λέει κοφτά, «θα με ψάχνουν τα παιδιά μου… το κινητό μου δεν πιάνει…» «Έχω σταθερό μέσα, να τα πάρεις», λέει ο Γιώργης. «Από κόσμο έχετε;» ρωτάει δειλά η Βάσια. «Μπα, κλειστό το χιονοδρομικό με την ομίχλη, κανείς δε φάνηκε… άιντε, βάλτε στην άκρια το αυτοκίνητο κι ελάτε μέσα… να δείτε και τα δωμάτια για όταν ξανάρθετε…»
Η γνωριμία με τον Εαυτό μας είναι ένα συναρπαστικό ταξίδι ζωής με όρο την περιπέτεια.
Όχι, όχι! Δεν έγινε αυτό που φοβήθηκαν ότι θα συνέβαινε. Ούτε όταν φούντωσε η φωτιά στο τζάκι, ούτε όταν έπιναν απανωτά τα τσίπουρα, ούτε όταν τους έδειχνε τα οχτώ δίκλινα με θέα τα έλατα… Καταλύτης ήταν ένα κορίτσι φρέσκο ζουμερό με μαύρα μάτια ξάστερα που είχε πλησιάσει στο αυτοκίνητο χωρίς να το προσέξουν. « ΄Αι, κι η Φωτεινή, η γυναίκα μου», λέει με καμάρι ο Γιώργης βλέποντας την. « Καλώς τις κυρίες, καλωσορίσατε, κοπιάστε, περάστε..…» λέει εκείνη πρόθυμα νομίζοντας πως ήτανε πελάτες.
Εξαιρετικό!!!!!!!!!!!!!!