Ένα σύγχρονο τουριστικό φυλλάδιο με φέρνει νοερά στο μικρό ορεινό χωριό Χάουορθ (Haworth) του Δυτικού Γιορκσάιρ της Αγγλίας. Ανηφορίζω τον κύριο δρόμο του, ακόμη λιθόστρωτος με αιωνόβια πέτρινα σπίτια δεξιά αριστερά. Οδηγεί στο άλλοτε Πρεσβυτέριο. ένα μεγάλο κτίριο γεωργιανού στυλ, σήμερα «Μουσείο Μπροντέ». Η πίσω πλευρά του βλέπει το παλαιό κοιμητήριο. Τα ονόματα χαραγμένα στους τάφους δεν διαβάζονται πια. Οι χρονολογίες τους είναι πολύ παλιές. Γυρίζουν τον χρόνο πίσω.
-
Ο Πάτρικ Μπροντέ έρχεται στο Πρεσβυτέριο με την οικογένεια του, διορισμένος πάστορας της εκκλησίας του Χάουορθ. Δεκαοχτώ μήνες αργότερα, η γυναίκα του πεθαίνει από καρκίνο. Την ακολουθούν από φυματίωση οι μεγαλύτερες κόρες, η εντεκάχρονη Μαίρη κι η δεκάχρονη Ελίζαμπεθ, καλοκαίρι 1825. Μένουν η Έμιλυ, η Σαρλότ, ο Μπράνγουελ και η Άννα. Ο αιδεσιμότατος αναλαμβάνει με αυστηρότητα την ανατροφή αλλά και την εκπαίδευση τους. Στον ελεύθερο χρόνο τους όμως τα τέσσερα αδέλφια έχουν την άδεια να τριγυρνούν έξω από το χωριό, στην άγρια φύση του. Οι μυστηριακοί βάλτοι, τα πυκνά ρείκια, τα χέρσα χωράφια, τα μοναχικά δέντρα, ο άγριος επίμονος βοριάς φορτίζουν τη φαντασία τους. Τα βράδια στο παλιό σαλόνι, στο φως μιας λάμπας πετρελαίου, γράφουν και οι τέσσερεις με πάθος. Οι πένες τους τρέχουν ευφάνταστα σε σελίδες ποίησης, ημερολογίων, ιστορημάτων, ηρωικών ταξιδιών…
Και οι τρεις αδελφές είναι ιδιαίτερα ευφυείς. Ο αδελφός τους Μπράνγουελ τις ξεπερνάει, γρήγορα όμως χάνεται στον αλκοολισμό. Από τα πολλά βιβλία του πατέρα τους διαβάζουν τη Βίβλο αλλά και Όμηρο, Αρχαίες τραγωδίες, Βιργίλιο, Σαίξπηρ, Μπάιρον, έγκυρα περιοδικά της εποχής… Δημοσιεύουν συγχρόνως τα ποιήματα και τα βιβλία τους, οι αδελφές με ανδρικό ψευδώνυμο. Η ιδιότητα του συγγραφέα είναι τότε κοινωνικά ανδρικό προνόμιο. Απόπειρες γυναικείας γραφής λογοκρίνονται και περνούν συνήθως στα αζήτητα. Οι γυναίκες ασχολούνται με τη ζωγραφική, το πιάνο, το κέντημα, τα οικιακά. Εργάζονται μόνο ως δασκάλες ή γκουβερνάντες. Το 1847, η Έμιλυ Μπροντέ δημοσιεύει το πρώτο και μοναδικό μυθιστόρημα της, Ανεμοδαρμένα Ύψη, με το ανδρικό ψευδώνυμο Έλις Μπελ. Πεθαίνει ένα χρόνο μετά από φυματίωση σε ηλικία 30 ετών. Η αποδοχή του βιβλίου της και της ίδιας ως συγγραφέας του συμβαίνουν μετά τον θάνατό της.
Κοιτάζω τα σκοτεινά παράθυρα του Πρεσβυτέριου στο φυλλάδιο που κρατώ. Η αναπάντεχη αναδρομή μου στα Ανεμοδαρμένα Ύψη με ξαφνιάζει. Πολύ περισσότερο βέβαια ξαφνιάζει τότε τη Βικτωριανή Αγγλία. Δεν είναι καθόλου έτοιμη να δεχθεί το νέο αυτό ανατρεπτικό μυθιστόρημα. Οι κριτικές για τον συγγραφέα είναι μόνο αρνητικές. Χαρακτηρίζεται κυνικός και μισάνθρωπος. Κανείς δεν διανοείται ότι μπορεί να το έγραψε γυναίκα. Αναζητώ το βιβλίο στη βιβλιοθήκη μου. Το ξαναδιαβάζω μετά από χρόνια. Επιστρέφω στον μικρόκοσμο του Χάουορθ, ως επισκέπτης στα μοιραία αρχοντικά των δύο γαιοκτημόνων Έρσον και Λίντον. Όμως αυτή τη φορά δεν ακολουθώ τη γραφική αφήγηση της Έλεν Ντιν, οικονόμου των Έρσον. Συνοδεύω στοχαστικά τη μοναχική ελεύθερη Έμιλυ στην περιπλάνηση της στα Ανεμοδαρμένα Ύψη ενός αιώνα που αλλάζει δραματικά τον κόσμο γύρω της.
Στο γοτθικό σκοτεινό τοπίο του αγγλικού βορρά, όπου ζει η Έμιλυ, γεννιέται και πεθαίνει ο καταραμένος έρωτας των κοινωνικά ασυμβίβαστων ηρώων της. Οι αναγνώστες και κριτικοί της εποχής σοκάρονται και αντιδρούν. Το έντονο στα όρια της τρέλας πάθος τους, η ζηλόφθονη βία τους, η αδίστακτη γλώσσα των συγκρούσεων τους προσβάλλουν την τότε κυρίαρχη ηθική ευπρέπεια. Αργότερα σχολιαστές, αναγνώστες και ιδιαίτερα ο κινηματογράφος, το προβάλλουν ως το απόλυτο ρομαντικό δράμα. Η ‘Εμιλυ όμως έχει ξεφύγει συνειδητά από τα μυθιστορήματα του 19ου αιώνα. Προτάσσοντας έντεχνα το ρομαντικό στοιχείο, τολμάει και εκθέτει τη την κοινωνική υποκρισία που επικρατεί, τους σαθρούς δεσμούς γάμου και οικογένειας, τη ρατσιστική απόρριψη της διαφορετικότητας. Οι ήρωες της, Κάθριν και Χίθκλιφ αντιτάσσουν με πάθος τη φυσική υπόστασης τους στην επίπλαστη ηθική της εποχής. Και γι αυτό στοιχειώνουν.
Η Έμιλυ είναι 27 ετών όταν τελειώνει το μυθιστόρημα της. Δεν έχει γνωρίσει τον έρωτα, δεν έχει παντρευτεί, αποφεύγει την κοινωνική ζωή, αφοσιώνεται στη μελέτη και συγγραφή. Διέξοδος, αναψυχή και απόλαυση της είναι η ελεύθερη φύση. Αυτό το ερημικό τοπίο που την υποδέχεται όταν αφήνει πίσω της το Πρεσβυτέριο και περπατά στα χερσοτόπια του, στους άγριους βάλτους, στη σκοτεινιά της ομίχλης, στο βουητό του βοριά… Αυτό το ίδιο τοπίο ανατρέφει και τους ήρωες της. Ελεύθερους, ανυπότακτους, τραχείς και βίαιους όταν κινδυνεύουν να αλλοτριωθούν από τις κυρίαρχες κοινωνικές συμβάσεις. Ο ρόλος της φύσης στο μυθιστόρημα της Έμιλυ είναι συνειδητά πρώτος και κύριος, όπως και στη ζωή της. Είναι ο ποιητικός τόπος της που απελευθερώνει ευφάνταστα το ένστικτο της ζωής.
Το μικρό ορεινό χωριό Χάουορθ, γνωστό και ως «χωριό Μπροντέ», είναι ένας από τους πιο δημοφιλείς λογοτεχνικούς προορισμούς της Αγγλίας. Στον ίδιο λιθόστρωτο κύριο δρόμο του, στα ίδια κτίσματα προβάλλουν μικρά καλόγουστα παμπ, καφενεία, καταστήματα…
Τίποτα δεν προσβάλλει την παλιά εικόνα του. Όλα επιβιώνουν αμετακίνητα, τα πιο πολλά μετονομασμένα «Μπροντέ»: το παλιό σχολείο, το Πρεσβυτέριο, η εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ και Πάντων Αγγέλων όπου οι τάφοι της οικογένειας, η Δημόσια γραμμή λεωφορείων για το γειτονικό χωριό, οι Καταρράκτες και η γέφυρα μετά το χωμάτινο μονοπάτι… Όμως να, τώρα βλέπω και την Έμιλυ να μάς κοιτάζει στοχαστικά από το τζαμωτό παράθυρό της. Σκέφτεται ίσως ότι σήμερα…