Το δωμάτιο μύριζε μούχλα και ασβέστη με πλαστικό χρώμα καθώς χρειαζόταν κάθε τρεις και λίγο μικροεπισκευές και μερεμέτια από ετερόκλιτα υλικά. Ήταν μια θανάσιμη μίξη οσμών που δύσκολα συνήθιζε κανείς αλλά σε μας δεν προκαλούσε την παραμικρή ενόχληση γιατί απλά το θεωρούσαμε μία ανεπαίσθητη παρενέργεια του παραδείσου.
Το ραντεβού μας (με τη μοίρα) είχε οριστεί για αργά το ξημέρωμα, στο λυκαυγές μεταξύ νύχτας και σούρουπου. Ήταν μάλλον αργά να σηκωθούμε για να κάνουμε επίσημη προετοιμασία ή να υποκριθούμε πως μάλλον κάπως έτσι το βλέπαμε. Προσπάθησα να ανασηκώσω το κεφάλι μου για να δω την ώρα στο ρολόι του απέναντι τοίχου αλλά οι λοξές ακτίνες του ήλιου που έδυε χτύπησαν κατευθείαν τα μάτια μου. Τράβηξα ενστικτωδώς το κεφάλι μου και εκείνο έσκασε μ’ έναν ελαφρύ γδούπο στον φρεσκοσοβατισμένο τοίχο ακριβώς πίσω με το σοβά να πέφτει πάνω μας. Άρχισε να γελάει με την καρδιά της ακουμπώντας το κεφάλι της στο στήθος μου ενώ προσπαθούσα να ξαναβρώ την ανθρώπινη μου υπόσταση έχοντας υποπέσει στο εξελικτικό στάδιο του χιονάνθρωπου.
Αν έκανα μία ακόμη απότομη κίνηση θα αρκούσε για να αποτελειώσει την επαπειλούμενη καταστροφή. Αλλά μάλλον δεν χρειαζόμασταν άλλη από αυτή που έτσι κι αλλιώς προδιαγραφόταν.
Το σύμπαν έδινε πάντα την εντύπωση πως κοιμόταν. Κλειστές πόρτες, κλειστά παράθυρα, αθώα χωριάτικα μάτια που κοιτούσαν τη δουλειά τους και σε χαιρετούσαν καλοσυνάτα. Η αλήθεια όμως είναι πως υπέγραφε κανείς την καταδίκη του από τη στιγμή που ερχόταν. Η κοινωνική σου ακτινογραφία πολύ σύντομα θα σου αποστελλόταν με την ενδεδειγμένη κοινωνική κριτική-γνωμάτευση. Όμως, όσο ήσυχο και να ‘δειχνε δεν θα πίστευα ποτέ ότι θα ήταν πιο ξύπνιο από το σημερινό βράδυ…