Η ζωή του θείο Βλάντο ήταν πολυτάραχη, ακριβώς όπως η ιστορία της Βαλκανικής χερσονήσου, που την είχε σεργιανίσει από άκρη σε άκρη. Μας έλεγε πως είχε γεννηθεί κάπου κοντά στο Βελιγράδι, αλλά στα ογδόντα πέντε του πια δεν ήταν σίγουρος ούτε για τον τόπο ούτε για το χρόνο, και μάλλον δεν πολυενδιαφερόταν πια.
Οι πρώτες μνήμες του από την αυστροουγγρική κατοχή της Σερβίας ήταν για τους απέραντους αγρούς έξω από το χωριό του όπου κατά την εποχή του θερισμού οι ευγενείς κυρίες της αυτοκρατορίας είχαν έρθει κάποτε να επιθεωρήσουν τη νέα σοδειά στηριζόμενες στα μπράτσα των αγέρωχων συζύγων τους, με τα μεταξωτά καλοϋφασμένα φουστάνια τους να χαϊδεύουν τις φρεσκοκομμένες καλαμιές. Από την εικόνα αυτή των καλοντυμένων, ολόλευκων κυριών της αριστοκρατίας και τη σύγκριση με τα τριμμένα φουστάνια της μάνας του, των αδελφών του και των γυναικών της γειτονιάς, ξεκίνησε η περιφρόνησή του για κάθε σύμβολο εξουσίας.
Όταν, μετά από μια σειρά ευνοΐκών συγκυριών της τύχης, βρέθηκε να φοιτά στην Αυτοκρατορική Σχολή Αξιωματικών της Βιέννης χρειάστηκε μόλις ένα εξάμηνο για να τον αποβάλλουν οριστικά. Όταν γύρισε πίσω, ο πατέρας του τον έδιωξε από το σπίτι γιατί πέταξε τη μοναδική ευκαιρία που παρουσιάστηκε επί σειρές γενεών να ανέβει επιτέλους κοινωνικά η οικογένεια.
Τότε άρχισε να γυρνάει άσκοπα από πόλη σε πόλη κι από χωριό σε χωριό, δουλεύοντας όπου έβρισκε, ίσα για τον άρτο τον επιούσιο, και μένοντας σχεδόν πάντα άφραγκος μέχρι το επόμενο πρωί. Ένα απόβραδο στα μέσα του δρόμου για τη Λουμπλιάνα ήταν που συνάντησε το μπουλούκι. Η συντροφιά είχε κατασκηνώσει στην άκρη της κεντρικής δημοσιάς για να περάσει τη νύχτα, που τότε δεν ήταν παρά ένας χωματόδρομος με πέτρες και χαλίκια.
Ο θείος Βλάντο, ελαφρώς μεθυσμένος, πλησίασε και ζήτησε φωτιά από μια γεροδεμένη, όπως του φάνηκε, κοπελιά. Όταν γύρισε προς το μέρος του, με έκπληξη διαπίστωσε πως δεν ήταν παρά κάποιου είδους παλιάτσος που ξεβαφόταν.
Ασυναίσθητα έκανε ένα βήμα πίσω.
«Τι έπαθες;» τον ρώτησε ο παλιάτσος.
Ο θείος Βλάντο παρέμεινε σιωπηλός να τον κοιτάζει.
«Μη μου πεις πως δεν έχεις ξαναδεί ποτέ στη ζωή σου ηθοποιό;!»
Ο θείος Βλάντο, φυσικά, και είχε ξαναδεί θέατρο και πολλές φορές μάλιστα όταν αλήτευε με τους άλλους δόκιμους αξιωματικούς στη Βιέννη. Είχε συνάψει και πολλές σχέσεις της μιας βραδιάς με δυο-τρεις θεατρίνες ποτέ, όμως, δεν είχε μπορέσει να δει πέρα από αυτό. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβε πως θα μπορούσε να περάσει τη ζωή του χωρίς να γίνει ποτέ του κάτι άλλο πέρα από αυτό που είχε γεννηθεί και μάλιστα από δική του επιλογή και επιθυμία.
Ο θεατρώνης τον προσέλαβε χωρίς δισταγμό, προκαλώντας την ελαφρά θυμηδία του πρωταγωνιστή του θιάσου. Πού να φανταζόταν πως σε λίγο καιρό ο ίδιος θα περνούσε στα αζήτητα και ο θείος θα εμφανιζόταν στα μεγαλύτερα θέατρα της αυτοκρατορίας και θα εμψύχωνε τους Σέρβους στρατιώτες στους Βαλκανικούς πολέμους και τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Ο χρόνος μέχρι τον επόμενο καταστροφικό πόλεμο πέρασε ανάμεσα σε θριαμβικές παραστάσεις, ερωτικά σκάνδαλα, κερδισμένα και χαμένα καλλιτεχνικά στοιχήματα και με μια σειρά αλλεπάλληλων γάμων που έληγαν ευτυχώς χωρίς παιδιά.
Η προσχώρηση του θείου στο αντιστασιακό παρτιζάνικο κίνημα του Τίτο κόντεψε να του στοιχίσει τη ζωή αρκετές φορές, αλλά πάντα τον γλίτωναν οι συμπολεμιστές του, που το θεωρούσαν τιμή να πολεμούν πλάι του.
«Ε, καημένε Βλάντο, εδώ δεν παίζουμε θέατρο!» του έλεγε κάθε τρεις και λίγο ο επικεφαλής αξιωματικός.
Το καλοκαίρι του ’44 βρέθηκε για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη. Η πόλη ήταν μισοκατεστραμμένη από τον πόλεμο, αλλά ο ήλιος, το τοπίο και η θάλασσα που στραφτάλιζε στο βάθος του στενού προς την Αριστοτέλους τον έκαναν να πιστέψει πως βρήκε το καταφύγιό του.
Με το τέλος των παραστάσεων δήλωσε την παραίτησή του και έδωσε τη θέση του θιασάρχη με κλήρο, ενώ υποσχέθηκε να τον υποστηρίξει οικονομικά για τα επόμενα δύο χρόνια. Έκτοτε, κανείς δεν τον ενόχλησε, ώσπου στα βαθιά του γεράματα η μάνα μου ανέλαβε να τον φροντίζει και να του πηγαίνει ένα πιάτο φαί. Στη γειτονιά κανείς δεν ήξερε πως ήταν ξένος και έλεγαν πως το Βλάντο μάλλον ήταν παρατσούκλι εξαιτίας του ιδιόρρυθμου χαρακτήρα του που ήθελε να παριστάνει τον ξένο.
Ένα απόγευμα, όταν ήμουν δεκατριών, με ρώτησε, όσο του κρατούσα συντροφιά, αν θα ήθελα να τον βοηθήσω να γράψει τα απομνημονεύματά του περισσότερο για να δικαιολογεί στη μάνα μου το χαρτζιλίκι που ήθελε να μου δίνει γιατί καταλάβαινε πως τα βγάζαμε δύσκολα πέρα.
Τον επισκεπτόμουν καθημερινά επί πολλές εβδομάδες. Έγραφα όσο βαστούσε το χέρι μου. Από μπροστά μου περνούσαν πρόσωπα, ονόματα, τόποι και αμέτρητα γεγονότα, αντίστοιχα των προσώπων και-πολύ συχνότερα-μεγαλύτερα από τα πρόσωπα που τα υποκινούσαν.
«Δεν μπορεί να συνέβαιναν όλ’ αυτά και κανείς να μην τα έβλεπε εκτός από σένα, θείε Βλάντο!» είπα εντελώς αυθόρμητα το γιόμα μιας ζεστής ημέρας. «Για μένα δεν είναι τίποτα άλλο παρά δημιουργήματα της φαντασίας σου!»
Η μητέρα μου, που δούλευε στην κουζίνα ξερόβηξε με νόημα. Ήξερα πολύ καλά πόσο ανάγκη είχαμε ο ένας τον άλλον για να επιβιώσουμε.
Ο θείος Βλάντο σηκώθηκε βαριεστημένα από την πολυθρόνα του και διάβασε με εμβρίθεια τις τελευταίες σελίδες που γράψαμε όλο το πρωί. Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης το πρόσωπό του συνοφρυώθηκε πολλές φορές και άλλες τόσες συσπάστηκε με προβληματισμό. Περίμενα με αγωνία τα συμπεράσματά του, αλλά δεν καταδεχόμουν να δείξω την παραμικρή ανησυχία.
«Ναι, έχεις δίκιο!» αναφώνησε ξαφνικά.
Ασυνείδητα τινάχτηκα όρθιος. Η μητέρα μου άφησε στην άκρη την κουτάλα και την κατσαρόλα ξεσκέπαστη περιμένοντας να ακούσει.
«Αυτά δεν είναι τα γεγονότα της ζωής μου, όπως σου τα περιέγραψα…»
Παγώσαμε και οι δύο. Μπορούσαμε να ακούσουμε την ανεπαίσθητη βουή που έφερνε το δροσερό αεράκι από το Θερμαϊκό-ακόμη και το θρόισμα των φτερών των σπουργιτιών πάνω στα καλώδια του ηλεκτρικού.
«Αυτά είναι τα γεγονότα, όπως πέρασαν από το δικό σου χέρι. Βλέπεις, εγώ εξιστορώ κι εσύ διαμορφώνεις. Αυτό είναι που δεν κατάλαβε ποτέ εκείνη η κοπέλα στη γειτονιά, η Ράικα, η ανιψιά του φίλου και συνονόματού μου, Βλάντο. Είναι άλλο πράγμα να συνοψίζεις και άλλο να ζεις. Κι όταν το κάνεις, δεν μπορείς να αποφύγεις τις απώλειες, όπως η δική μου διήγηση θα ήταν ασήμαντη χωρίς τη δική σου παρέμβαση».