Φλώρινα, Αύγουστος 1987
Κανείς μας δεν ήταν ιδιαίτερα θεοσεβούμενος. Ούτε ο Βαγγέλης ούτε εγώ και νιώσαμε το λιγότερο έκπληξη, όταν γύρω στα τέλη Αυγούστου ο παπα-Γιώργης μας φώναξε στην εκκλησία. Ετοιμαζόμασταν να φύγουμε για σπουδές στα γειτονικά Γιάννινα και δεν μας ικανοποιούσε ακριβώς ούτε η σχολή ούτε ο τόπος σπουδών. Ονειρευόμασταν την μεγάλη πόλη, το ανώνυμο πλήθος και τις ατελείωτες πιθανότητες ενός μητροπολιτικού κέντρου. Για την τοπική κοινωνία της πόλης μας, πάλι, είχαμε ήδη εξαντλήσει τις δυνατότητές μας. Από αποδεκατισμένες οικογένειες, στα όρια της βιοπάλης, απόγονοι κομμουνιστών που ανέβηκαν στα βουνά και με συγγενείς που έζησαν για χρόνια πίσω από το Παραπέτασμα. Κυκλοφορούσαμε επίσημα μαζί εδώ και δύο-τρία χρόνια χωρίς να μας νοιάζουν οι φήμες και τριγυρνούσαμε σε κάθε κακόφημο μέρος.
Με λίγα λόγια, ήμασταν χαμένη υπόθεση. Οπότε πάλι καλά να λέγαμε!
Τον συναντήσαμε στο προαύλιο του ναού της ενορίας. Έκανε ακόμη πολλή ζέστη στον απόηχο του φονικού καύσωνα του Ιουνίου. Φορούσα ένα κοντό τζιν παντελόνι με ξέφτια στα μπατζάκια, αντιγραφή από μία φωτογραφία περιοδικού μόδας για τις ενδυματολογικές τάσεις των νέων στο εξωτερικό. Είχα δέσει κόμπο μία μπλούζα με τιράντες λίγο πάνω από τον αφαλό και ήμουν σίγουρη πως δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα.
-Σκεπάσου, καημένη! Θα σε αφορίσει ο Καντιώτης!
Ήταν γνωστό πως ο παπα-Γιώργης ήταν άνθρωπος με χιούμορ, αλλά δεν μας είχε απασχολήσει ποτέ το θέμα και λόγω οικογενειακού παρελθόντος δεν πατούσαμε ποτέ σε εκκλησίες.
Έκανα πως γέλασα.
-Τώρα που θα φύγετε, έχετε κάπου να μείνετε;
Κοιταχτήκαμε αμήχανοι σαν να μας είχαν αιφνιδιάσει.
-Αν πάτε στα Γιάννινα, πού θα μείνετε; Έχετε βρει σπίτι; Θα σας φιλοξενήσουν κάπου;
-Και σας τι σας ενδιαφέρει , πάτερ; Έτσι κι αλλιώς δεν μας είδατε, δεν μας ξέρετε. Δεν ερχόμαστε στην εκκλησία σας και ούτε πρόκειται!
Ο Βαγγέλης είπε στα ίσα αυτά που σκεφτόμασταν και είχαμε την ελπίδα πως θα μας βοηθούσε να ξεμπερδέψουμε άμεσα.
-Ναι, σιγά, την κάψα σας είχα! Μου έστειλαν αυτό και σκέφτηκα να σας το δώσω.
Μου έδωσε ένα γράμμα και μπήκε ξανά στο ναό.
Πήραμε ξανά το δρόμο για το σπίτι. Κρατιόμασταν από το χέρι και συχνά σταματούσαμε έκπληκτοι με όσα διαβάζαμε. Όλα μας τα προβλήματα έμοιαζαν να λύνονται με τον πιο ανέφελο τρόπο και το μόνο που έμενε ήταν αν θα δεχόμασταν ή όχι.
Γιάννινα, Σεπτέμβριος 1987
Έπρεπε να κάνουμε ό,τι έγραφε το γράμμα χωρίς την παραμικρή ερώτηση και αμφισβήτηση. Ακολουθήσαμε πιστά τις οδηγίες. Δεν ειδοποιήσαμε για την άφιξή μας και πήραμε μαζί μόνο δυο αλλαξιές ρούχα. Φτάνοντας στην πόλη, περπατήσαμε από τον σταθμό των λεωφορείων ως το Κάστρο και δεν ρωτήσαμε κανέναν για κατευθύνσεις. Δε ήταν δύσκολο να βρούμε το σπίτι . Ένα παλιό αρχοντικό παραδοσιακής γιαννιώτικης αρχιτεκτονικής στο μέσο του συνοικισμού εντός. Είχαμε ειδοποιηθεί για το πού θα βρίσκαμε το κλειδί. Σηκώσαμε την γλάστρα με το ξερό γεράνι, πήραμε το κλειδί και μπήκαμε σαν κύριοι και αφέντες. Κάποια παραθυρόφυλλα έτριξαν από τα διπλανά σπίτια, αλλά ήμασταν ειδοποιημένοι και γι’ αυτό.
Το χολ ήταν δροσερό και σκοτεινό. Απέπνεε μία ατμόσφαιρα τακτικότητας και αφοσίωσης. Ακριβώς απέναντι στον τοίχο ήταν κρεμασμένο ένα κάδρο με ένα μπερδεμένο σύμπλεγμα αριθμών. Ακολουθούσε την αισθητική της μοντέρνας τέχνης, γεγονός που το έφερνε σε πλήρη αντίθεση με το υπόλοιπο εσωτερικό και την παλιά του επίπλωση.
Μέσα ήταν σαν κάποιος να μας περίμενε. Το τραπέζι ήταν στρωμένο, το φαγητό είχε σερβιριστεί και έμεινε να επιλέξουμε το κρασί που θα το συνοδεύαμε. Αυτή τελευταία συνθήκη έκανε την κατάσταση λίγο παραπάνω από μυστήρια. Αν και το σπίτι φαινόταν να είχε παραμείνει για χρόνια ερμητικά κλειστό, τώρα το παραμικρό δεν μαρτυρούσε αυτή την μακροχρόνια αποχή του από την ζωή.
Ο Βαγγέλης σε ρόλο μεταμοντέρνου καβαλιέρου ανέλαβε το σερβίρισμα του κρασιού. Σίγουρα ήταν πολύ καλύτερο από αυτά που πίναμε στις ταβέρνες της πόλης μας, αλλά δεν μπορούσαμε να εκτιμήσουμε με ακρίβεια πόσο. Το φαγητό ήταν μία συνταγή άγνωστη σε μας, ωστόσο, πολύ νόστιμη και χορταστική. Φάγαμε τόσο που το μόνο που θέλαμε ήταν ένας μεσημεριανός ύπνος.
Μόλις σηκωθήκαμε από το τραπέζι, ακούστηκαν δυνατά χτυπήματα στην πόρτα. Ο Βαγγέλης δυσαρεστήθηκε:
-Ωχ, ποιος να ‘ναι τώρα;
Ανασήκωσα τους ώμους και πήγα να ανοίξω την πόρτα. Στο κατώφλι στεκόταν ένας κουστουμαρισμένος μεσήλικας που κρατούσε ένα δερμάτινο χαρτοφύλακα.
-Νούσιας, συμβολαιογράφος, συστήθηκε. Να περάσω;
Ένευσα θετικά. Ο Βαγγέλης με κοίταξε με την ίδια απορία. Ούτε που ξέραμε τι γινόταν! Καθίσαμε ξανά στο τραπέζι και ο συμβολαιογράφος άνοιξε τον χαρτοφύλακα. Έβγαλε μία δεσμίδα χαρτιά και την ακούμπησε στο τραπέζι.
-Σας άρεσε το φαγητό; είπε.
-Ναι, ήταν πολύ νόστιμο, αν και ασυνήθιστο, απάντησα.
-Είναι παραδοσιακή εβραϊκή συνταγή. Γι’ αυτό.
Έπειτα άρχισε ν’ ανακατεύει τα χαρτιά του για αρκετή ώρα.
-Συγνώμη, μήπως έχετε κάποια εξήγηση για όλα αυτά; Ρώτησα.
-Έχω, αν έχετε κι εσείς λίγο χρόνο.
Του κάναμε νόημα να προχωρήσει.
Ξεκίνησε την ανάγνωση ενός εγγράφου με δυνατή και σταθερή φωνή:
«Εγώ, η Ιουδήθ Ελιγιά, έχουσα σώας τα φρένας και μη έχοντας βιολογικούς απογόνους ή συγγενείς πρώτου βαθμού εν ζωή, κληροδοτώ σε ένα ζευγάρι νέων ηλικίας 18 ετών από την πόλη της Φλώρινας την κινητή και ακίνητη περιουσία μου στην πόλη των Ιωαννίνων στην μνήμη του Φλωρινιώτη ήρωα και πατριώτη που μου την παρέδωσε χωρίς δεύτερη κουβέντα, όταν επέστρεψα σε αθλία κατάσταση από το κολαστήριο του Άουσβιτς-Μπίρκεναου. Η επιλογή επιθυμώ να γίνει από τον εφημέριο του ιερού ναού της πτωχότερης συνοικίας της πόλης, αρκεί να αποδεχτούν οι δύο νέοι τις αρχικές οδηγίες χωρίς να φέρουν αντιρρήσεις και να έχουν την καλοσύνη να ακούσουν την ιστορία μου»:
Κανένας δεν πόνεσε, ούτε ένα δάκρυ. Τι τους κάναμε; Δεν τράβηξε κανείς γείτονας το κουρτινάκι να δει να μας σέρνουν στους δρόμους.
Φτωχοί άνθρωποι ήμασταν, κύριε, στη μεγάλη πλειοψηφία, νοικοκυραίοι, δεν είχαμε πειράξει κανέναν, αιώνες ολόκληρους ζούσαμε στα Γιάννενα. Δεν μας αγάπησε κανείς…
Όρμησαν στα σοκάκια ουρλιάζοντας και πυροβολώντας, χτυπώντας πόρτες και σπάζοντας τζάμια… Πάρτε από έναν μπόγο και σε μια ώρα να είστε όλοι στην πλατεία. Τι να πρωτοκάνουμε σε μια ώρα; Ήμασταν εφτά αδέρφια και οι γονείς μου. Η νύφη μου ήταν έγκυος στον όγδοο μήνα, ήταν μία τρέλα. Η μητέρα μου δεν μπορούσε να καταλάβει πως ήταν δυνατόν, να μην πάει ημέρα Σάββατο να προσκυνήσει στην συναγωγή. Φέρε παιδί μου τα παπούτσια να πάω να προσκυνήσω. Μαμά, το καταλαβαίνεις πρέπει να φύγουμε, μας πιάνουν. Εγώ θα προσκυνήσω τον θεό και θα γυρίσω. Τραβώντας την σέρνουμε και την πάμε στην πλατεία του Μαβί. Ο ένας πίσω από τον άλλον, άλλος με παντόφλες, άλλος ξυπόλυτος, άλλος με πυτζάμες, τα μωρά να σκούζουν. Μια κουρτίνα κύριε, καταλαβαίνετε, να την τραβήξουν, να δω ένα δάκρυ, κανένας δεν πόνεσε, λυπούμαι που το λέω. Υποφέρω πιο πολύ, που πήγα στη Γερμανία από αυτούς. Γιατί παρακαλέσαμε πολλούς να μείνουμε κάπου εκτός των εβραϊκών συνοικιών μέχρι να περάσει η μπόρα αλλά δεν μας δέχτηκαν. Θα είχαμε γλιτώσει…
Πέθαναν μωρά και μεγάλοι στο χάνι. Δεν είχαμε τίποτα. Τρεις φορές την ημέρα με τα όπλα στα χέρια στην γραμμή όλοι να μας κάνουν έρευνα. Καθένας κάτι είχε κρύψει για μια δύσκολη ώρα. Στα κοφίνια για τα καρπούζια έβαζαν οι Γερμανοί και οι χωροφύλακες τα χρυσαφικά. Αυτοί που ερχόντουσαν και καθάριζαν του καμπινέδες πρέπει να έγιναν βαθύπλουτοι. Γιατί από πείσμα ρίχναμε τα χρήματα και τα χρυσαφικά στον καμπινέ να τα βρουν οι Έλληνες και να μην τα πάρουν οι Γερμανοί. Μας ‘βαλαν στα τρένα. Εκεί που χωρούσαν δυο άλογα, έβαλαν εβδομήντα πέντε άτομα. Χωρίς φως στο βαγόνι, χωρίς νερό, γέροι, νέοι. Έντεκα μέρες ταξίδι χωρίς φαγητό, νερό, στα παγωμένα βαγόνια.
Τους έβαλαν σε μεγάλα αυτοκίνητα, όσα παιδιά πρόλαβαν και σκαρφάλωσαν τα φόρτωσαν και εκείνα. Κοριτσάκι εγώ, μικρό, πως μπορούσα ν ανέβω; Εκείνη την ώρα είδα την μητέρα μου όρθια στο αυτοκίνητο… Καθώς απομακρυνόταν μας φωνάζει: “προσέξτε, είστε κορίτσια, την τιμή σας”.
Άκουγες Θεέ μου… κλάματα, έβλεπες γέρους με άσπρα μαλλιά να τρέχουν… Με παρατεταμένα τα όπλα άρχισαν να ψάχνουν τις γυναίκες και τους άνδρες και πήραμε το δρόμο της καταστροφής.. Γιατί Θεέ μου, γιατί; Γιατί μας πονάς τόσο πολύ; Από τότε δεν έχω κανέναν. Ούτε τη μάνα μου, ούτε τα αδέρφια μου ούτε κανέναν.
Μείναμε άφωνες, δεν έβγαινε φωνή, είχε κολλήσει η γλώσσα, δεν ήξερες τι να πεις. Μας βάλανε στην γραμμή και εκεί μας έκαναν το τατουάζ στο χέρι. Να εδώ είναι το νούμερο: 77102. Το είχα μάθει και γερμανικά και το φώναζα σε κάθε προσκλητήριο. Δεν ήμουν πλέον ένας άνθρωπος, ήμουν ένα νούμερο. Δεν είχα όνομα, δεν με είχε γεννήσει μάνα, δεν είχα οικογένεια πλέον. Τελείωσε. Από εκεί μας πήγαν να μας κόψουν τα μαλλιά.
Εκεί ήταν πολλές Θεσσαλονικιές όμηροι, που είχαν πάει γρηγορότερα. Κομμώτριες, δήλωσαν.. Σε παρακαλώ, είπα σε μια κοπέλα που με κούρευε, που μπορεί να πήγαν τους γονείς μου; Θέλεις τόσο γρήγορα να μάθεις; μου είπε. Ναι θέλω, σε παρακαλώ, της απάντησα και μου δείχνει απέναντι.
Βλέπεις αυτή τη φλόγα; – Βλέπω. – Εκεί καίνε την μάνα σου και την οικογένειά σου. Λιποθύμησα. Με συνέφεραν, κακήν κακώς με τράβηξαν και ξημέρωσα σ’ ένα μπλοκ που ήτανε σαν το κοτέτσι. Και το πρωί σηκωνόμασταν η ώρα τέσσερις και κάναμε προσκλητήριο και καταμέτρηση στην βροχή.
Φώναζαν τα νούμερα. Έβρεχε, χιόνιζε, εσύ ήσουν ‘Απελ’, όλα τα μπλοκ. Μας έβαναν στην δουλειά. Τι κάναμε; Σπάζαμε πέτρες, τις φορτώναμε σ ένα βαγονάκι. Γεμάτο το βαγονάκι και εμείς κάναμε την μηχανή. Πέντε κορίτσια αφού το γεμίζαμε το σπρώχναμε να το πάμε ένα χιλιόμετρο και τι να το κάνουμε; Να το αδειάσουμε.
[Επιστρέφοντας πήγα να βρω το σπίτι μου.]** Όταν έκανα να μπω μέσα εμφανίστηκε στο πρώτο σκαλοπάτι ένας άγνωστος και μου είπε που πας; ‘Στο σπίτι μου’, του απάντησα. Μου λέει, μην προχωρείς, θα σου πω κάτι. Λέω ορίστε. Ξέρεις αν η μαμά σου είχε φούρνο στην κουζίνα; Όλο χαρά εγώ, απάντησα: βέβαια ψήναμε το ψωμί, δεν ξέρω το σπίτι μου;
[Δεν ασχολήθηκα ποτέ ξανά, ώσπου λίγους μήνες μετά με πλησίασε ένας ηλικιωμένος άγνωστος άντρας. Με ρώτησε το όνομά μου και μετά μου είπε πως μπορώ να τα πάρω όλα πίσω νόμιμα. Πήγα την επόμενη μέρα στις ανάλογες κρατικές υπηρεσίες και με διαβεβαίωσαν προς έκπληξή μου πως όλα ήταν εντάξει. Δεν μπόρεσα ποτέ να μάθω το όνομά του. Μόνο πως ήταν αντιστασιακός από την Φλώρινα].**
Τελικά ο συμβολαιογράφος έμεινε όλο το βράδυ. Ήπιαμε το υπόλοιπο κρασί σκουπίζοντας τα δάκρυα μας. Κανείς μας δεν ήξερε…
Μόνο το 77102 του κάδρου.