Κάποιες φορές
Κάτι βγήκε
μεσ’ απ’ το σκοτάδι.
Δεν ήταν κάτι που είχα ξαναδεί.
Δεν ήταν ζώο
ούτε ανθός,
εκτός αν ήταν και τα δυο.
Κάτι βγήκε μεσ’ απ’ το νερό,
το κεφάλι του μεγάλο σαν γάτας
λασπωμένο όμως και δίχως αυτιά.
Δεν ξέρω τι είναι Θεός.
Δεν ξέρω τι είναι Θάνατος.
Πιστεύω όμως πως μεταξύ τους έχουν
μια ένθερμη και αναγκαία συμφωνία.
2.
Κάποιες φορές
Η μελαγχολία μου κόβει την ανάσα…
3.
Νερό απ’ τους ουρανούς! Ηλεκτρισμός κατευθείαν απ’ την πηγή!
Και τα δύο με το πάθος να δημιουργήσουν κάτι!
Η αστραπή φωτεινότερη κάθε ανθού.
Η βροντή χωρίς τη ραθυμία του οστού στη μάζα της.
4.
Οδηγίες: πώς να ζεις τη ζωή.
Δώσε προσοχή.
Μείνε έκπληκτος.
Μίλα μου για αυτό.
5.
Δυο-τρεις φορές στη ζωή μου ανακάλυψα την αγάπη.
Κάθε φορά έμοιαζε ν’ αποτελεί την απάντηση σε όλα.
Κάθε φορά απαντούσε σε πολλά
αλλά όχι στα πάντα.
Κι όμως μ’ άφηνε ευγνώμων θαρρείς πως σ’ όλα, και
βαθιά, είχε απαντήσει.
6.
Θεέ, ανάπαυσε την καρδιά μου
και ενδυνάμωσέ με,
πάρε την πείνα μου για απαντήσεις,
κι άσε τις ώρες να παίζουν πάνω στο σώμα μου.
σαν χέρια αγαπημένα,
Άσε τη γατοκεφαλή να εμφανιστεί ξανά –
το μικρότερο των μυστηρίων σου,
κάποιο άγριο ξαδέρφι του δικού μου ίσως αίματος –
κάποιο ξαδέρφι του δικού μου άγριου ίσως αίματος,
μες στη μαύρη σουπιέρα της λίμνης.
Ο θάνατος με περιμένει, το γνωρίζω, κάπου
σε μια γωνιά.
Αυτό δεν με διασκεδάζει.
Ούτε με τρομάζει.
Μετά τη βροχή, επέστρεψα σ’ ένα λιβάδι με ηλίανθους.
Δροσερά ήταν, και εγώ καθόλου νυσταγμένη.
Αργά βάδισα, κι αφουγκράστηκα.
Τις ρίζες τις τρελές, μες στη νοτισμένη γη, γελώντας, δυναμώνοντας.
Εκείνη που σφυρίζει
Ξάφνου εκείνη άρχισε να σφυρίζει. Με αυτό το ξάφνου
εννοώ ότι για πάνω από τριάντα χρόνια ποτέ δεν είχε
σφυρίξει. Ήταν συναρπαστικό. Στην αρχή αναρωτήθηκα, ποιος είναι
σπίτι, ποιος ξένος; Ήμουνα πάνω και διάβαζα και
εκείνη στο ισόγειο. Σαν από το λαρύγγι άγριου,
εύθυμου πουλιού, όχι αιχμάλωτου αλλά επισκέπτη, οι ήχοι έρρεαν
κελαηδιστοί και γύρναγαν πίσω, τιτιβίζαν κι υψιπετούσαν.
Τελικά ρώτησα, Εσύ είσαι; Εσύ σφυρίζεις; Ναι, απάντησε
εκείνη. Κάποτε σφύριζα, πολύ καιρό πριν. Και τώρα βλέπω ότι μπορώ
ακόμα. Και ρυθμό στο ρυθμό περνοδιάβαινε μες
στο σπίτι, σφυρίζοντας.
Την ξέρω τόσο καλά, σκέφτομαι. Έτσι νόμιζα. Απ’ την κορυφή ως τα νύχια –
Κάθε της σκέψη κι επιθυμία. Κάθε αγωνία και παιχνίδισμα. Και οργή.
Και προσηλώσεις. Παρόλ’ όλα αυτά, αρχίζουμε ποτέ
να γνωρίζουμε η μία την άλλη; Ποια είναι αυτή που μαζί της ζω
τριάντα χρόνια τώρα;
Αυτή η καθάρια, σκοτεινή ομορφιά που σφυρίζει;