Η ΠΡΙΜΑΝΤΟΝΑ
Βγήκε στο μπαλκόνι.
Έριξε μια κλεφτή ματιά στο κοινό της. Χαμογέλασε.
Κοίταξε μπροστά και κάρφωσε την κορυφή του απέναντι λόφου,
για νά´χει ένα σταθερό σημείο αναφοράς.
Πήρε ανάσα και ξεκίνησε να τραγουδάει.
A Capella.
Η λαοθάλασσα από κάτω την άκουγε
προσηλωμένη και αμίλητη σαν μαγεμένη.
Ολοκλήρωσε το τραγούδι της.
Οι κόρνες άρχισαν τότε ξαφνικά να βαράνε.
Έσκυψε και είδε έναν φορτηγό που είχε κλείσει τον δρόμο.
«-Τι βαράς;» Φώναξε στον φορτηγατζή. «Μου χαλάς το χειροκρότημα.»
Το πλήθος διαλύθηκε ήσυχα καθώς άρχισε να ποτίζει τις γλάστρες της.
Τρυφερό και γλυκό, αφήνει μια γεύση σαν
νερατζάκι Κ γλυκό του κουταλιού!