Οι χρήσεις της θλίψης
(στον ύπνο μου ονειρεύτηκα αυτό το ποίημα)
Κάποιος που αγαπούσα μου’ δωσε κάποτε
ένα κουτί όλο σκοτάδι
Μου πήρε χρόνια να καταλάβω
Ότι κι αυτό ήτανε δώρο.
Αγριόχηνες
Δεν χρειάζεται να είσαι καλός.
Δεν χρειάζεται να περπατάς γονατιστός
εκατοντάδες μίλια στην έρημο, μετανοώντας.
Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι ν’ αφήσεις το απαλό ζώο του σώματός σου
να αγαπήσει ό,τι αγαπά.
Πες μου για την απελπισία, τη δική σου, και θα σου πω κι εγώ για τη δική μου.
Στο μεταξύ ο κόσμος προχωρά.
Στο μεταξύ ο ήλιος και τα καθάρια βότσαλα της βροχής
διασχίζουν τον ορίζοντα,
πάνω από λιβάδια και δέντρα βαθιά,
πάνω από βουνά και ποτάμια.
Στο μεταξύ οι αγριόχηνες, ψηλά στον καταγάλανο ουρανό,
τραβούν πάλι για την πατρίδα.
Όποιος κι αν είσαι, όσο μόνος κι αν είσαι,
ο κόσμος προσφέρεται στη φαντασία σου,
σε καλεί όπως οι αγριόχηνες, τραχύς και συναρπαστικός –
ξανά και ξανά αναγγέλλοντας τη θέση σου
στην οικογένεια των πλασμάτων.
Πώς πηγαίνω στο δάσος
Συνήθως, πηγαίνω μόνη στο δάσος, χωρίς ούτε έναν
φίλο, γιατί όλοι αυτοί χαμογελούν και μιλούν, άρα είναι
ακατάλληλοι.
Δεν θέλω να με βλέπουν να μιλάω στα πουλιά,
να αγκαλιάζω τη μαύρη γέρικη βελανιδιά. Έχω κι εγώ τον δικό μου τρόπο
να προσεύχομαι, όπως κι εσύ ασφαλώς έχεις το δικό σου.
Άλλωστε, όταν είμαι μόνη μπορώ να γίνω αόρατη. Μπορώ να καθίσω
στην κορυφή ενός αμμόλοφου, ακίνητη σαν τα ψηλά χορτάρια,
ώσπου οι αλεπούδες να προσπερνούν αμέριμνες. Μπορώ ν’ ακούω τον σχεδόν
αδιόρατο ήχο των ρόδων που τραγουδούν.
Αν ήρθες ποτέ μαζί μου στο δάσος, πρέπει να σ’ αγαπώ πολύ.
Ο ποιητής με το πρόσωπο στα χέρια του
Θέλεις να κλάψεις δυνατά για τα
λάθη σου. Αλλά, μα την αλήθεια, ο κόσμος
δεν έχει πια ανάγκη τον ήχο αυτόν.
Αν λοιπόν πρόκειται να το κάνεις και δεν μπορείς
να κρατηθείς, αν το όμορφο στόμα σου δεν μπορεί
να το βαστήξει εντός του, πέρνα τουλάχιστον αντίκρυ μόνος σου
τους σαράντα αγρούς και τις μαύρες ανηφόρες
με τα βράχια και το νερό, ως τον τόπο όπου
οι καταρράκτες εκτοξεύουν τα λευκά σεντόνια τους
σαν τρελοί˚ εκεί υπάρχει μια σπηλιά πίσω απ’ όλους αυτούς
τους πανηγυρισμούς και τα παιχνίδια του νερού, και εκεί από κάτω
μπορείς να σταθείς, και να ουρλιάξεις όσο
θες και τίποτα δεν θα ενοχληθεί˚ κι εσύ μπορείς
να σταλάζεις απελπισία όλο το απόβραδο, κι όμως,
πάνω σ΄ ένα πράσινο κλαρί, που τα φτερά της μόλις να τα αγγίζει
το φευγαλέο έλασμα του νερού, η κίχλη,
φουσκώνοντας το πιτσιλωτό στηθάκι της, θα κελαηδήσει
για την τέλεια, σκληρή σαν πέτρα ομορφιά των πάντων.
Μέρη Όλιβερ.
10 Σεπτεμβρίου, 1935 – 17 Ιανουαρίου, 2019). Αμερικανίδα ποιήτρια που κέρδισε το National Book Award και το Pulitzer Prize. Το 2007 οι New York Times έγραψαν ότι είναι «μακράν η δημοφιλέστερη ποιήτρια της χώρας».
Η γλώσσα της είναι απλή, χωρίς φτιασίδια, τα θέματά της συνδέουν τον άνθρωπο με τη φύση. Επιρροές: Whitman και Thoreau καθώς επίσης Rumi, Hafez, Ralph Waldo Emerson, Percy Bysshe Shelley and John Keats. O εσωτερικός μονόλογος, η μοναξιά συνδέει την ποίησή της με αυτή της Έμιλυ Ντίκινσον.