Αδιαφορώντας για την αυξανόμενη απογευματινή κίνηση στον δρόμο, ο ταξιτζής γύρισε ξαφνικά και μου είπε με ένταση στην φωνή του:
«Εσύ ήσουνα!»
«Τι θέλετε να πείτε;» τον ρώτησα ενώ ταυτόχρονα αυτός έλεγε:
«Εσύ ήσουνα το πρωί στη στάση! Όλοι, όσοι περιμέναμε το λεωφορείο, παγώσαμε από τον τρόμο και ξεχάσαμε να ανέβουμε στο όχημα. Όλοι, εκτός από σένα!»
— * —
Ριπές ανέμου σκόρπιζαν το πρωινό ψιλοβρόχι. Η Πάτρα ήταν γνωστή για τον επίμονα βροχερό καιρό της και γι’ αυτό οι περισσότεροι δρόμοι της είχαν στεγασμένα τα πεζοδρόμιά τους, σαν στοές. Πήγα στην στάση κοντά στην Μπύρα του Μαράτου και περίμενα το λεωφορείο.
Η ώρα του δεν ήταν σίγουρη. Προβλέπονταν στο πρόγραμμα του σταθμάρχη έξι αναχωρήσεις την ώρα, δηλαδή ένα λεωφορείο κάθε δέκα λεπτά. Καμία σχέση με την πραγματικότητα. Το συνηθισμένο ήταν να περνάνε έξι λεωφορεία στις οχτώ και πέντε, και πάλι έξι στις εννιά και πέντε. Οι οδηγοί φαίνεται ότι προτιμούσαν να μετακινούνται σε παρέες. Οι αγανακτισμένοι επιβάτες γέμιζαν ασφυκτικά τα πρώτα δυο – τρία, με αποτέλεσμα τα υπόλοιπα να πηγαίνουν σχεδόν άδεια. Σίγουρα έκαναν οικονομία στα καύσιμα, αφού τα εισιτήρια πήγαιναν στο Κοινό Ταμείο Εισπρακτόρων και Λεωφορειούχων.
Όταν έφτασα στην στάση, βρίσκονταν ήδη εκεί πέντε άτομα. Οι τέσσερις γυναίκες είχαν επηρεαστεί από διάφορα ρεύματα της μόδας και ο κύριος μελετούσε ένα βιβλιαράκι για ιπποδρομίες. Για να φυλαχτούν από τις κρύες ψιχάλες, αφού δεν υπήρχε στέγαστρο, ακουμπούσαν τις πλάτες τους στο παλιό τριώροφο, στο οποίο γίνονταν κάποιες εργασίες στον τέταρτο, όπως μαρτυρούσαν τα καλουπωμένα μαδέρια. Εγώ στάθηκα στην άκρη του πεζοδρομίου, προσέχοντας να μην πατάνε τα πόδια μου στις διαχωριστικές γραμμές των πλακών και του ρείθρου, και έψαχνα την Κορίνθου με ματιές αγωνίας για να δω το λεωφορείο να έρχεται. Οι άλλοι πέντε, που προφανώς κανένας τους δεν ήταν φοιτητής, θα κατέβαιναν σε ενδιάμεσες στάσεις και εγώ θα πήγαινα τέρμα Πανεπιστήμιο.
Στο μυαλό μου αναδεύονταν σαν ζωντανές οι εξισώσεις των φίλτρων Κάλμαν που απειλούνταν με εξαφάνιση από τα πιο εξελιγμένα φίλτρα Λαϊνιώτη. Τα περιοδικά του Άιτριπλί (IEEE) φιλοξενούσαν εκτενείς παρουσιάσεις των πρώτων που δούλευαν σε καρτεσιανές συντεταγμένες και μόνο μία περιληπτική αναφορά των δεύτερων, σαν να επρόκειτο για απόρρητο στρατιωτικό μυστικό. Μπορεί και να ίσχυε αυτό, μάλλον, αφού τα φίλτρα χρησιμοποιούνταν στο λογισμικό των αυτόματων πιλότων των αεροσκαφών. Αν τα στρατιωτικά αεροπλάνα χρησιμοποιούσαν φίλτρα Λαϊνιώτη κατά την προσγείωση ή την προσνήωση τους, ήταν πολύ συνετό που έκρυβαν τις εξισώσεις. Ήταν όμως σχεδόν προφανές ότι η κυκλική τροχιά αναμονής επάνω από το κατειλημμένο αεροδρόμιο, που γινόταν ελικοειδής καθοδική τροχιά και τελικά ευθεία πάνω στον διάδρομο προσγείωσης, θα έπρεπε να περιγράφεται σε σφαιρικές συντεταγμένες. Έτσι θα ήσαν οι πράξεις λιγότερες, οι υπολογισμοί ταχύτεροι, ο απαιτούμενος εξοπλισμός μικρότερος και ελαφρύτερος και η τοποθέτησή του σε μονοθέσια πολεμικά ευχερέστερη. Τα φίλτρα Λαϊνιώτη και οι σφαιρικές συντεταγμένες πρέπει να είχαν πολύ στενή σχέση.
Έστρωσα τα μαλλιά μου με το δεξί χέρι. Το βρόχινο νερό τα κατσάρωνε και μου άρεσε αυτό. Είδα το λεωφορείο να έρχεται. Σήκωσα το χέρι οριζόντια μπροστά μου για να κάνω σήμα στον οδηγό και το κατέβασα πάλι. Την ώρα που το λεωφορείο έφτανε κοντά ελαττώνοντας ταχύτητα, ένιωσα μια κίνηση αέρα στο δεξί μου μάγουλο και ένα άγγιγμα στο δεξί μανίκι μου και αμέσως άκουσα έναν τρομακτικά δυνατό θόρυβο δίπλα μου.
Κοίταξα κάτω. Είδα έναν τενεκέ από ελιές Καλαμών χωρίς καπάκι με καρφωμένο ξύλινο πιάσιμο για να τον σηκώνουν εύκολα οι μπετατζήδες. Ο τενεκές ήταν γεμάτος γκριζοπράσινο φρέσκο τσιμέντο και ήταν ελαφρά γερτός γιατί είχε σπάσει το πεζοδρόμιο πέφτοντας. Απείχε το πολύ δέκα πόντους από το πόδι μου. Κανείς δεν ήταν κοντά μου. Κοίταξα ψηλά, αλλά δεν είχε εμφανιστεί κανένας για να αναζητήσει τον τενεκέ του.
Δεν ασχολήθηκα άλλο και μπήκα στην πόρτα του λεωφορείου που ήταν ορθάνοιχτη μπροστά μου.
— ** —
Χωρίς να το καταλάβω πέρασε η ημέρα και δεν θυμάμαι αν προχώρησα τις εργασίες μου. Θυμάμαι όμως ότι το απόγευμα ξαφνιάστηκα όταν αντιλήφθηκα ότι είχα καθίσει έχοντας τα πόδια πάνω στο γραφείο μου και παρατηρούσα τα σύννεφα που περνούσαν με δυσκολία την κορυφή του γειτονικού βουνού και κυλούσαν στην από εδώ πλαγιά αλλάζοντας με την τυρβώδη ροή τους πάμπολλα σχήματα. Τα πουλάκια που είχαν τις φωλιές τους στο κτήριο τιτίβιζαν ασταμάτητα και εγώ σκεφτόμουν πόσο υπέροχη είναι η ζωή.
Δεν συνήθιζα να κάθομαι με αυτόν τον τρόπο, ούτε συνήθιζα να αναπολώ, οπότε συνειδητοποίησα ότι σκεφτόμουν την ζωή επειδή είχα φτάσει το πρωί πολύ κοντά στον θάνατο. Αποφάσισα να γυρίσω στην πόλη και περάσω μια ευχάριστη βραδιά με τους φίλους μου. Πήρα το λεωφορείο και όταν έφτασα στην Πάτρα, πήγα στο σπίτι, φρόντισα λίγο τον εαυτό μου, και μετά πήρα ένα ταξί από την πιάτσα της Μανωλιάσσης για τα Ψηλαλώνια.
— *** —
Ήρεμα απάντησα στον ταξιτζή που ευτυχώς είχε γυρίσει μπροστά του: «Είχα σκοτούρες στο μυαλό μου και δεν κατάλαβα καλά τι έγινε εκείνη την στιγμή. Αφού ήμουνα ζωντανός, θα μπορούσα να είμαι και ευχαριστημένος. Εσείς πρέπει να είσαστε ο κύριος που διάβαζε για ιπποδρομίες, ναι;»
«Πότε με είδες; Αφού είχες γυρισμένη την πλάτη!»
«Όταν ερχόμουνα προς την στάση σάς παρατήρησα. Κατέβηκε κάποιος να μαζέψει τον τενεκέ με το τσιμέντο;»
«Μόλις έφυγες κάναμε μεγάλη φασαρία. Χτυπήσαμε κουδούνια, φωνάξαμε. Τίποτε. Προφανώς φύγανε σκαστοί από το πίσω μέρος. Όταν ανέβηκε ο ιδιοκτήτης, δεν βρήκε κανέναν στο γιαπί. Θα μπορούσαμε εμείς να ήμασταν εκεί που έπεσε ο τενεκές αν δεν ψιλόβρεχε».
«Ίσως να μην γλιστρούσε ο τενεκές στα μαδέρια αν δεν ψιλόβρεχε. Όλοι τυχεροί ήμασταν» του είπα και άρχισα να αναλογίζομαι το πώς δημιουργήθηκαν κατάλληλες συνθήκες για να πέσει ο τενεκές και κάποιες άλλες περίεργες συμπτώσεις.
Όπως τότε που πήγα να κατέβω από το λεωφορείο στις Ιτιές και ένα επερχόμενο μηχανάκι αντί να περάσει φυσιολογικά από αριστερά το λεωφορείο, πέρασε από δεξιά ανεβαίνοντας στο πεζοδρόμιο, μια στιγμή προτού πατήσω εκεί. Δεν είχε αριθμό κυκλοφορίας και χάθηκε σαν να το κυνηγούσαν προς το Μιντιλόγλι.
Άλλες τρεις φορές την γλίτωσα από τρελά φορτηγά, μία στην Γεωργική Σχολή που άκουσα τα καλάμια να σπάνε και έκανα ενστικτωδώς δεξιά στην άκρη, μία στην Οβριά που έφυγα με πράσινο αλλά φρενάρησα απρόσμενα και απέφυγα ένα που πέρασε με κόκκινο, και μία στο παλιό Νοσοκομείο με τα κομμένα σωληνάκια των φρένων. Αν σας έλεγα τις λεπτομέρειες, θα σας φαίνονταν τόσο απίθανες, σαν να τις είχα επινοήσει.
– **** —
Με άπειρο χρόνο στην διάθεσή μας, όλες οι απόψεις μπορούν να αλλάξουν, όλα τα απίστευτα μπορούν να γίνουν εξηγήσιμα, και πάλι να θεωρηθούν απίθανα και μη πραγματοποιήσιμα. Η ροή των εννοιών στροβιλίζεται προς ένα απρόσιτο ακόμη μήνυμα.
Έτσι βρεθήκαμε σε χώρο με πυκνότερα νοήματα
για όσα απαρτίζουν την Ζωή
(Συναρπαστικές Ιδέες, Ωραίες Περιπέτειες, Ηδονισμός, Λαμπρές Εξελίξεις)
για όσα συμβολίζουν τον Θάνατο
(Τρόμος, Απελπισία, Φρίκη Εξωπραγματική),
για όσα ακροθιγώς περιγράφουν το Επέκεινα
(Σύμπλοκες Οριοθετήσεις Ύλης)
και για όσα φαίνονται απλώς ακατανόητα
(Ξενηλασίες Ενεργειακών Φάσεων, Υπερβάσεις Γαλαξιακών Άκρων).
Συστηματικά καλύπτει τις φράσεις μια νοηματική επίστρωση που έχει την σημασία και την θέση της για να στηρίξει μια πολυεπίπεδη ανταλλαγή επιχειρημάτων, για την οποία απαιτούνται πολλοί ικανοί συζητητές απαλλαγμένοι από άλλες ευθύνες.
Η συζήτηση ρέει διάχυτη σε πολλές προσωπικότητες χλωρίδας ή πανίδας ή άλλων κυριοτήτων, που προσφέρουν την εμπειρία τους από διάφορους κόσμους, με στόχο την διατύπωση της υπέρτατης αλήθειας.
— ***** —
Το τελευταίο επεισόδιο έγινε πριν από ένα έτος, μα δεν μπορώ να υπολογίσω σωστά, αν και ο χρόνος δεν έχει σημασία.
Έμεινε σχεδόν άγνωστο, και παρά το ότι είχα την ευκαιρία να το υπονοήσω, δεν είναι σίγουρο ότι θα λάβετε το μήνυμα.
Λυτρώθηκε η πόλη από μένα, που λιγόστευα την εντροπία της, αν και δεν ήμουν σε θέση να καταπολεμήσω την γενικότερη τάση διάλυσης.
Όμοια αλλοτριώθηκαν πολλοί που σκέφτονταν και δημιουργούσαν, αν και πάντοτε ελπίζουμε ότι οι νέοι θα αλλάξουν τον κόσμο.
Συνήθως επικρατεί σιγή, αν και ενίοτε προτείνονται θεωρίες συνωμοσιών για να εξηγήσουν τις απρόσμενες απώλειες, αλλά η αλήθεια είναι άλλη, που δεν επιτρέπεται να αποκαλυφθεί.
— ****** —