Σε βλέπω. Κινείσαι ανάλαφρα, η μύτη σου σε συνεχή εγρήγορση κι η μακριά σου ουρά οδοδείκτης. Έχω απεριόριστη υπομονή και μπορώ να σε περιμένω ώρες χωρίς να πιάνεται η πλάτη μου ή τα πόδια μου. Έχω μάτι κοφτερό και βλέμμα προσηλωμένο. Είμαι ένας αίλουρος, χαρισματικός από τη φύση. Εσύ αυτό φυσικά το γνωρίζεις γιατί έχεις αισθανθεί την παρουσία μου, το βλέμμα μου να διαπερνά το σκοτάδι της περιπλάνησής σου∙ και καθώς ο κόσμος σου, αυτός που νόμισες ότι θα μπορούσες να κατακτήσεις ανόητα, επιπόλαια περιπλανώμενος άσκοπα πάνω κάτω, όλο και θα μικραίνει, αφού θα πολλαπλασιάζεται η μονοτονία του επειδή θα πέφτεις συνεχώς πάνω στα ίδια και τα ίδια ντουβάρια, τότε θα αναζητήσεις έναν τρόπο διαφυγής· κι όσο θα αντιλαμβάνεσαι ότι αυτός δεν υπάρχει, η αγωνία σου θα κορυφωθεί, θ’ αρχίσεις να ψάχνεις κάπου να κρυφτείς. Στην αρχή από το οπτικό μου πεδίο κι ύστερα από την αβυσσαλέα μου όρεξη να σε εξολοθρεύσω. Θα νοιώσεις ότι τα ντουβάρια όλο και περισσότερο σε πλησιάζουν σαν μεσαιωνικό βασανιστήριο, ξέρεις εσύ, έχεις παρευρεθεί πολλές φορές σε τέτοια, θα θέλουν να συνθλίψουν τις αντιστάσεις σου∙ και τότε, μόνο τότε, κουρασμένος, απογοητευμένος, παραιτημένος θα χωθείς στη γωνιά σου, εκείνη που απέχει μία στιγμή από τα νύχια μου∙ και τότε, ακριβώς τότε θα χώσω τα σουβλερά μου δόντια στον λαιμό σου σε μια κίνηση λύτρωσης. Δεν είμαι σαδιστής. Το ξέρεις. Δεν θέλω να παρατείνω βασανιστικά το αναπόφευκτο τέλος σου!