Πρώτος έφυγε ο πατέρας μου. Καθώς όμως πέθανε η μάνα μου, όλα τελείωσαν και η ζωή μου πήρε άλλη στροφή. Το σώμα μου ήταν τρομοκρατημένο από την απώλεια. Έπρεπε να περάσει κάμποσος καιρός μέχρι να ισορροπήσω και να δω τι θα έκανα με τα πράγματά τους. Και ήταν αυτό το «τους» που με αποσυντόνιζε. Έμπαινα στο σπίτι τους, καθόμουν στον καναπέ τους, συγύριζα το κρεβάτι τους, έστρωνα το τραπέζι τους, έπλενα τα σεντόνια τους. Μονάχα τα ρούχα τους κρατούσαν ακόμα τις αντωνυμίες τού καθενός ξεχωριστά. Και σα ν’ απολάμβανα τη διδυμότητά τους, σηκωνόμουν, ξανάκλεινα την πόρτα κι έφευγα. Μέχρι την επόμενη φορά. Υπήρξαν πολλές επόμενες φορές, ώσπου μια μέρα νόμισα ότι τους άκουσα να μου λένε «φτάνει πια, εντάξει πεθάναμε!». Τότε πήρα την απόφαση για τα ρούχα τους. Της μάνας μου πρώτα. Ήταν πιο εύκολα. Πάντα τα γυναικεία ρούχα είναι πιο εύκολα. Απλώνονται, είναι πιο ευέλικτα, προσαρμοστικά, μ’ εκείνο το δέλτα τους που τα κάνει κυρίαρχα, σαγηνευτικά, προκλητικά, να ορίζουν και να ορίζονται, να καθορίζουν και να καθορίζονται, να πλένονται, να ξαναφοριούνται κι ανάλογα με το σώμα, να ποτίζονται αρώματα, σχήματα, ν’ αναδίδουν διάφορους ιδρώτες, παιδικούς, ερωτικούς. Μία σειρά από αστράγγιστες δυνατότητες. Ενώ τα ανδρικά ρούχα τι είναι; Σαν το κορμό του δέντρου είναι. Αν δεν υπάρχει, πού να στηριχτούν τα κλαδιά και τα φύλλα;
Αυτά σκεφτόμουν καθώς τα έβγαζα από τις ντουλάπες και τα γυρόφερνα αναποφάσιστη. Μέχρι που γέμισαν σκόνη που μου ερέθιζε τα δάχτυλα και την αναπνοή. Τα έβαλα λοιπόν σε μία σακούλα πλαστική, έφτιαξα έναν ωραίο φιόγκο στο δέσιμο και τ’ άφησα στην άκρη.
Όταν άνοιξα τη ντουλάπα του πατέρα μου ένοιωσα ότι κάποιος με εμπαίζει. Έμοιαζε με δωρικό κίονα. Χωρισμένη σε επαναλαμβανόμενα τρίγλυφαˑ σακάκι, παντελόνι και στον ρόλο της μετόπης κατ’ αντιστοιχία οι κατάλληλες γραβάτες. Ζαλίστηκα ως άλλος οινόφλυξ και τ’ άρπαξα όπως ήσαν με τις κρεμάστρες, άνοιξα τη σακούλα και τα έβαλα μέσα έτσι, χωρίς σειρά. Το οικοδόμημα που είχαν στηρίξει, δεν υπήρχε πλέον. Τότε κάτι τράβηξε την προσοχή μου. Ήταν ένα ζευγάρι χρυσά μανικετόκουμπα, με τα αρχικά του πατέρα μου, περίτεχνα σκαλισμέναˑ το μοναδικό χρυσό κόσμημα που είχε στην κατοχή του, εκτός από τη βέρα του. Τα πήρα, τα έβαλα σ’ ένα μικρό τραυματισμένο από το χρόνο κουτί και τα έκρυψα στην τσέπη μου. Ήταν μία απότιση φόρου τιμής που ακύρωνε οποιασδήποτε μορφής εμπαιγμό, όσο σκληρός κι αν ήταν.