Ήπιε την τελευταία γουλιά απ’ τον καφέ της και ξεκίνησε για τη δουλειά με μελαγχολική διάθεση.
Ένιωθε το κεφάλι της βαρύ, τα μάτια της πρησμένα, κι όλο το σώμα της μουδιασμένο εκείνο το πρωινό. Πέντε μήνες ακριβώς…Τόσοι είχαν περάσει από τον χαμό του πατέρα της. Σ’ όλη τη διαδρομή ως το σχολείο, σαν να μην έφτασε όλη η προηγούμενη νύχτα, αναμάσησε για πολλοστή φορά στην σκέψη της, στιγμές από τη νοσηλεία του. Μνήμες που την έκαναν να νιώσει ακόμη περισσότερη θλίψη. Καθώς πλησίαζε στο προαύλιο, άρχισαν να φτάνουν στ’ αυτιά της οι πρώτες φωνούλες των παιδιών. Πολύ σύντομα, σίγουρα θα γινόταν αυτό το κάτι μαγικό που συμβαίνει καθώς περνάς την πόρτα της τάξης όπως λένε οι νηπιαγωγοί.
Θέλεις δε θέλεις, ξεχνάς σχεδόν τα προσωπικά σου.
Γονείς και παιδιά αρχίζουν, κι έτσι πρέπει, τα δικά τους. Σε καλημερίζουν απανωτά, σ’ αγκαλιάζουν, σου εκμυστηρεύονται τις ανησυχίες και τα παράπονά τους, σου λένε τα κατορθώματα και τις χαρές τους.
Έτσι ακριβώς όμως. Ξεχνάς…. σχεδόν.
Σε λίγη ώρα είχε αρχίσει πράγματι το γνωστό τιτίβισμα γονιών, παιδιών και νηπιαγωγού που διήρκησε κάποια λεπτά κι αφού οι γονείς αποχώρησαν, οι υπόλοιποι άρχισαν να ασχολούνται με τις ρουτίνες τους και τις δραστηριότητες όπως έκαναν πάντα. Τραγούδησαν το τραγούδι της καλημέρας, συμπλήρωσαν το ημερολόγιο, πήραν παρουσίες, είπαν τα νέα τους. Στη συνέχεια όπως είχαν προγραμματίσει την προηγούμενη μέρα, ολοκλήρωσαν την ομαδική εργασία για το καλοκαίρι που είχαν αφήσει μισοτελειωμένη. Με μεγάλη περηφάνια την τοποθέτησαν σε περίοπτη θέση στον πίνακα ανακοινώσεων, έτσι ώστε να τη βλέπουν και να τη θαυμάζουν σε κάθε ευκαιρία. Αισίως είχε ήδη φτάσει η ώρα του φαγητού.
Τα τιτιβίσματα των παιδιών συνέχισαν καθώς άρχιζε η καθιερωμένη παρέλαση των δεκατιανών και δεν σταμάτησαν ούτε μετά την προσευχή. Καλή όρεξη παιδιά τους ευχήθηκε καθώς όλα τα καλούδια είχαν πάρει πια τη θέση τους πάνω στις πετσετούλες.Τυρόπιτες, κουλούρια, βερίκοκα, σταφιδόψωμα, κέικ, κεράσια, γιαουρτάκια,κορόμηλα… Ιρίκια!… Λες και είχαν μαγνήτη τα συγκεκριμένα φρούτα και τα μάτια της δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν από πάνω τους.
”Σου αρέσουν τα κορόμηλά μου κυρία; ”τη ρώτησε ο Πασχάλης με μπουκωμένο στόμα, ”πάρε ένα, στο κερνάω” και όλο χαρά άπλωσε το αφράτο χεράκι του προσφέροντάς της το μεγαλύτερο.
”Ναι, πολύ μου αρέσουν τα ιρίκια Πασχάλη μου, σ’ ευχαριστώ πολύ”
”Κορόμηλα είναι κυρία΄΄
‘’Ναι, ναι κορόμηλα, αλλά…ιρίκια τα έλεγε ο πατέρας μου‘’ του απάντησε χαμογελώντας και αφού πήρε το ιρίκι στο χέρι της κατευθύνθηκε προς στη συνηθισμένη θέση της, απέναντι στα παιδιά, κοντά στο παράθυρο. Κοιτάζοντας αφηρημένα έξω στην αυλή, ένιωσε τις αναμνήσεις να την κατακλύζουν. Εν ριπή οφθαλμού άρχισαν να ξετυλίγονται και να στροβιλίζονται στην σκέψη της σαν να τις φύσηξε Βαρδάρης.
Ιρίκια, τα αγαπημένα του φρούτα.Με πόσο καμάρι τα έκοβε, σχεδόν άγουρα όπως της άρεσαν, από την κορομηλιά που είχε φυτέψει στην αυλή του πατρικού σπιτιού! Κάθε φορά τα μάτια του σπινθήριζαν από χαρά όταν της τα πρόσφερε μέσα στις τεράστιες χούφτες του. Ήξερε πως τρελαινόταν γι αυτά όσο κι εκείνος. Κληρονομικό χάρισμα είναι αυτό της έλεγε χαριτολογώντας.
Αχ βρε πατέρα.. Ναι, κληρονομικό χάρισμα είναι και η αγάπη μου για τη θάλασσα. Με πήγαινες τόσο συχνά σ’ αυτή , παιδάκι μικρό, κι ας παιδευόσουν σταματώντας κάθε λίγο και λιγάκι το μηχανάκι για να συμπληρώνεις λάδια. Η θάλασσα όμως, έκανε καλό στις αμυγδαλές όπως είχε πει ο γιατρός.
Αλλά και το μεράκι μου για την οδήγηση, κληρονομικό χάρισμα κι αυτό.
”Μαρία, ετοιμάσου γρήγορα και πήγαινέ με στη δουλειά. Άργησα κι έχασα το λεωφορείο”μου είπες αγχωμένος ένα χάραμα, ξυπνώντας με αιφνιδιαστικά. Πριν λίγο καιρό, είχα τρακάρει το αμάξι σου και από τότε επαναλάμβανα συνεχώς σε συζητήσεις που προκαλούσες, πως δεν ήθελα ούτε να σκεφτώ πως θα οδηγήσω ξανά. Μα πόσο ξεγελασμένη ένιωσα αλλά και πόσο γελάσαμε όταν διαπίστωσα παρκάροντας έξω από το εργοστάσιο ότι είχαμε φτάσει πρώτοι από όλους. Ήξερες πατέρα μου πως είχα πάθος με την οδήγηση και ότι θα το μετάνιωνα φρικτά αν την απαρνιόμουν.
Κληρονομικά χαρίσματα και το αισιόδοξο και παιχνιδιάρικο βλέμμα στη ζωή, η αγάπη για τις εκπλήξεις. η πίστη για το καλό και όμορφο που υπάρχει στον κόσμο, η αφοσίωση σε καθετί αγαπημένο…Όμως…άραγε θα είχαν ποτέ ξανά την ίδια νοστιμιά τα ιρίκια;
Με την τελευταία της σκέψη άρχισε να κάνει την εμφάνισή του το χαρακτηριστικότερο κληρονομικό χάρισμα όλων: το βουβό, ανεξέλεγκτο κλάμα με το οποίο ξεσπούσαν στις πίκρες και στις στενοχώριες, αλλά και στις μεγάλες συγκινήσεις και χαρές. Τα μάτια της θάμπωσαν και δάκρυα άρχισαν να κυλούν στα μάγουλά της με γοργό ρυθμό. Όχι! Όχι όμως τώρα, δεν έπρεπε! Τα παιδιά…
Με γρήγορες κινήσεις έβγαλε από την τσέπη του παντελονιού της ένα χαρτομάντηλο, έσκυψε το κεφάλι προς το πλάι και προσπάθησε να τα σκουπίσει, και να τα σταματήσει αν ήταν δυνατόν. Ήξερε πολύ καλά όμως πως δε θα τα κατάφερνε ούτε κι αυτή την φορά. Με βιαστικά βήματα κατευθύνθηκε προς τον πίνακα αναρτήσεων, θεωρώντας εκείνη την στιγμή πως ήταν το καταλληλότερο μέρος για να κρυφτεί από τα μάτια των παιδιών ώσπου να ξεπεράσει την ταραχή της. Εκεί θα μπορούσε να έχει στραμμένη την πλάτη προς αυτά και να παρατηρεί τάχα το κολλάζ που είχαν τελειώσει πριν λίγο. Και κει που νόμιζε πως σχεδόν τα είχε καταφέρει, άκουσε ακριβώς πίσω της μια τρεμάμενη κοριτσίστικη φωνούλα που την κεραυνοβόλησε:
”Μην κλαις κυρία γιατί θα σε βλέπει ο μπαμπάς σου από τον ουρανό και θα στενοχωριέται..”
Έμεινε εμβρόντητη για λίγα δευτερόλεπτα, κοιτάζοντας με μάτια γουρλωμένα όμως πια, την πανέμορφη εργασία τους. Γυρνώντας αποσβολωμένη, αντίκρυσε την Χαρά. Κρατούσε μια μισοφαγωμένη τυρόπιτα με τα λεπτεπίλεπτα δαχτυλάκια της και την κοίταζε με λυπημένο βλέμμα. Άρα, τσάμπα πήγε τόσων μηνών εξάσκηση στο κρυφτό. Την εξουδετέρωσαν με μιας η κουβέντα και το κοίταγμα ενός παιδιού. Στην τάξη επικρατούσε τώρα απόλυτη σιωπή. Ήταν σαν να είχε μεταμορφωθεί ολόκληρη σ’ ένα τεράστιο αυτί που περίμενε με ανυπομονησία την απόκριση της κυρίας.
Ψυχούλες μου, ποιος άλλος στενοχωριόταν ήταν ολοφάνερο. Έπρεπε να τα καθησυχάσει και γρήγορα μάλιστα.
”Είναι επειδή μου λείπει πολύ Χαρά μου της απάντησε. Μα ξέρεις, δεν πειράζει και να κλαίμε μερικές φορές, μας κάνει και καλό.”
Η Χαρά συνέχισε να την κοιτά με ακριβώς το ίδιο βλέμμα. Και όχι μόνο εκείνη.
” Στάσου να σου φτιάξω τα μαλλιά γλυκιά μου, έχουν χαλάσει. Πόσο όμορφο είναι το λαστιχάκι σου…”Κι ενώ τακτοποιούσε τα μαλλιά της Χαράς σκέφτηκε πως και λίγος αντιπερισπασμός θα αποδεικνυόταν χρήσιμος μάλλον εκείνη την στιγμή, έτσι όπως είχαν εξελιχθεί τα πράγματα.
”Και ξέρετε παιδιά ε; Όταν τελειώσετε όλοι το φαγητό σας τί θα κάνουμε; Θα βγούμε διάλειμμα!!!”συμπλήρωσε ελπίζοντας πως τα παιδιά θα συμμεριστούν τον ενθουσιασμό της, έστω και πλαστό.
Μα αντί για τις ζητωκραυγές που με αγωνία είχε την ελπίδα ν’ ακούσει, συνέβη κάτι αναπάντεχο. Ξαφνικά πετάχτηκε όλο ορμή όρθιος ο Πασχάλης, φωνάζοντας ως συνήθως, κι ας είχε παραγεμισμένο τώρα το στόμα του με μπουγάτσα:
”Έχω μια ιδέα!!!Και γιατί δεν πας κυρία με το αεροπλάνο να τον βρεις;”
‘’Χμμ… Ναι θα το κάνω βεβαίως… όταν έρθει η ώρα όμως Πασχάλη! Πολύ καλή η ιδέα σου! ‘’ του απάντησε και ξέσπασε σε ένα νευρικό γέλιο διαρκείας.
”Έτοιμη Χαρά μου,γύρνα να σ’ αγκαλιάσω” είπε γελώντας ακόμη. ”Όλα καλά. Μπορείς να γυρίσεις στη θέση σου και να συνεχίσεις το φαγητό σου…όταν όμως σταματήσεις να γελάς. Και παιδιά μην ξεχνάτε, μετά …”
-”Θα βγούμε διάλειμμα, Ναιαιαι!!!! Ζήτωωωω!!!!!” δόνησαν την αίθουσα επιτέλους οι ξέφρενοι αλαλαγμοί που τόσο επιθυμούσε εδώ και ώρα ν’ακούσει.
Αχ γλυκές παρηγοριές εσείς,αν ξέρατε, πόσα στ’ αλήθεια σας χρωστούσε….
Ναι, αγαπούσε τη ζωή! Ακριβώς όπως κι εκείνος. Κληρονομικό χάρισμα κι αυτό.