Πριν από δύο ημέρες χάζευα κάτι περιοδικά μαγειρικής και «ζήλεψα» βλέποντας ελκυστικές φωτογραφίες που απεικόνιζαν γιαγιάδες, μαμάδες και παιδάκια, σε στιγμές οικογενειακής ευτυχίας, να φτιάχνουν όλοι μαζί γλυκά, πίσω από ένα τραπέζι και μπροστά από ένα Χριστουγεννιάτικο δέντρο, με φόντο μια ωραία κουζίνα. Άκου τώρα, δέντρο μες την κουζίνα!
Θέλησα, λοιπόν, να μεταφέρω αυτό το ωραίο σκηνικό και στο δικό μου σπίτι. Μήπως να βάλω το δέντρο στην κουζίνα; σκέφτηκα προς στιγμή. Σε μια δεύτερη σκέψη όμως, το βρήκα λίγο χαζό. Ξανακοίταξα με θαυμασμό τη φωτογραφία. Όλοι με προκαλούσαν, γιατί εκεί μέσα φαίνονταν άψογοι. Οι γιαγιάδες μακιγιαρισμένες, καλοντυμένες με δαχτυλίδια στα χέρια και σκουλαρίκια στ’ αφτιά. Οι μαμάδες το ίδιο. Έπλαθαν σε πλήρη γαλήνη κουλουράκια, κουραμπιέδες ή μελομακάρονα μέσα στη λουξ αστραφτερή κουζίνα τους. Δίπλα, δύο-τρία καλοντυμένα, γελαστά παιδάκια βοηθούσαν με τα χεράκια τους γεμάτα ζύμες.
Γιατί όχι; Θα το κάνω και εγώ, μονολόγησα με χαρούμενη διάθεση -ώρες-ώρες είμαι πολύ αφελής, εντελώς παρορμητική και αιθεροβάμων- χωρίς να λάβω υπ’ όψιν τη σοβαρή παράμετρο του μάρκετινγκ, η οποία κυριαρχούσε και καπέλωνε με «χρυσόσκονη» την τέλεια εικόνα του περιοδικού. Λοιπόν, φέτος θα φτιάξω κουραμπιέδες μαζί με τις εγγονούλες μου, οι οποίες, όταν τις φώναξα να κατέβουν κάτω, ήρθαν ολόχαρες και ορεξάτες, με ένα πολλά υποσχόμενο χαμογελάκι και με ματάκια μπιρμπίλικα, που έδειχναν ύποπτους σκοπούς ζαβολιάς.
Το τι γλέντι ακολούθησε!
Η πρώτη έκπληξη ήταν ένας δυνατός καυγάς για το ποια θα πρωτοκρατήσει το μίξερ χειρός. Παρ’ ολίγον να κοπεί το καλώδιο από το τραβολόγημα, μα εγώ, ψύχραιμη, έδωσα τη λύση, προτείνοντας να κρατήσουν το μηχάνημα μία-μία με τη σειρά στο χεράκι τους, για να χτυπήσουν το βούτυρο. Βλέπετε, ήταν η αρχή της επιχείρησης και είχα ακόμα αντοχές, αλλά, κυρίως, είχα πλήρη άγνοια.
Ακολούθησαν ορμητικά πιτσιλίσματα βουτύρου, έξω από την πλαστική λεκάνη, τα οποία εκσφενδονίζονταν δυνατά πάνω σε πλακάκια, ρούχα, μαλλιά και τα στόλιζαν «υπέροχα», ομολογώ χωρίς διακρίσεις. Αργά-αργά και σταθερά, επεκτείνονταν προς το δάπεδο και στις γύρω καρέκλες. Μαγεία! Εγώ πάντοτε με το χαμόγελο στα χείλη, όπως στο περιοδικό!
Παράλληλα, σκεπτόμουν λύσεις ασφαλείας. Τα μύγδαλα μού φάνηκαν ακίνδυνα. Ανάθεσα στη μεγάλη να τα καθαρίσει, αφού ήταν ήδη μαλακωμένα στο νερό. Με το που άρχισα να καμαρώνω για τη φοβερή εξυπνάδα μου, διαπιστώνω ότι η μικρή δύο μύγδαλα έτρωγε κι ένα καθάριζε. Σε λίγο μου έφερε περήφανη μια χουφτίτσα με ελάχιστα καθαρισμένα μυγδαλάκια. Τώρα; Τι να πω στο παιδί; Γιατί τα έφαγες; Ξεμαλλιασμένη και βουτυρωμένη, ντράπηκα να την μαλώσω, γιατί η σούπερ γιαγιά στη φωτογραφία, που με κοίταζε αυστηρή, άψογη και μακιγιαρισμένη, θα με ειρωνευόταν ως άχρηστη, αποδυναμωμένη, με έλλειψη διοικητικών ικανοτήτων.
Δεν πειράζει, μονολόγησα, το πολύ-πολύ να μην έχουν οι κουραμπιέδες μύγδαλα.
Το χαμόγελο πάντοτε στα χείλη, όπως στο περιοδικό!
Τέλος πάντων, η επιχείρηση «κουραμπιέδες» προχωρούσε με βουτυράτους ρυθμούς, αλλά με βήμα σημειωτόν, μέχρι που, τελικά, καταφέραμε και πλάσαμε κάτι μπαλάκια, τα οποία ρίξαμε στον φούρνο και… Ω! του θαύματος, ψήθηκαν. Ήταν όλα κομπλέ. Είχαν ωραίο χρώμα και την απαραίτητη βουλίτσα στη μέση από το δυνατό ζούπηγμα. Εγώ πάντοτε με το χαμόγελο στα χείλη, όπως στο περιοδικό!
Ακολούθησε το μεγάλο φινάλε του ζαχαρώματος. Εδώ τα κοριτσάκια μου τα έδωσαν όλα. Η πρώτη φάση περιλάμβανε πιτσίλισμα στα μάτια με ροδόνερο από το γνωστό μπλε φιαλίδιο με το τριαντάφυλλο απ’ έξω, το οποίο έκανε χρέη νεροπίστολου. Το κυνηγητό διεξήχθη μέσα στην κουζίνα, με μεγαλύτερο θύμα του πολέμου εμένα να τρώω στα μούτρα τα περισσότερα αδέσποτα υγρά σκάγια. Ευτυχώς, που δεν φορούσα σκουλαρίκια, όπως η σούπερ γιαγιά του περιοδικού.
Στο τέλος το ροδόνερο κατασχέθηκε και τοποθετήθηκε στο πιο ψηλό ράφι της κουζίνας. Το θύμα (εγώ) επιτέλους, πήρε την εκδίκηση του. Μετά από αυτά, ένα σύννεφο άσπρης ζάχαρης άχνης κάλυψε τα πάντα. Το ζαχαρένιο σύννεφο αιωρείτο ευτυχισμένο πάνω από κόσκινα, τρυπητά, έπιπλα, μαλλιά, χέρια, μύτες, ψυγεία, κουζίνες, ράφια. Ορατότης μηδέν.
Παραδομένη και παραλυμένη από την κούραση, περιφερόμουν ασκόπως ανάμεσα στις καρέκλες σαν φιγούρα απροσδιορίστου σχήματος και μορφής, κάτι μεταξύ παλιάτσου και χιονάνθρωπου, ενώ οι μικρές, αποκαμωμένες από την πολλή ενέργεια που είχαν ξοδέψει σε φωνές και δράσεις, με παράτησαν σύξυλη κι έφυγαν ευτυχισμένες. Αυτή η έκφραση ευτυχίας στα μουτράκια τους, παρ’ όλη την πολύτιμη αξία της, θα αντικατασταθεί μελλοντικά με κάτι ισοδύναμο αλλά… εντελώς ανώδυνο.
Α! πα πα πα πα! Δεν την ξαναπατάω. Ποτέ ξανά ζαχαροπλαστική από κοινού στο εγγύς μέλλον, σκεπτόμουν, όταν επιτέλους έμεινα μόνη χαμογελώντας ηλιθιωδώς για να μην ουρλιάξω. Βλέπετε τηρούσα πιστά την εικόνα της γιαγιάς στο περιοδικό. Όμως, ακολούθησε και κάτι ακόμα, που ολοκλήρωσε αυτή την υπέροχη ιεροτελεστία. Το κερασάκι στην τούρτα, το οποίο με αποτελείωσε.
Την ώρα που άρχισαν όλα να ηρεμούν στην πυρπολημένη κουζίνα, μπαίνει μέσα ο σύζυγος μου. Επειδή η εικόνα που αντίκρισε του προκάλεσε βαθύ οίκτο, και ίσως τραυματικό σοκ, αποφάσισε να βοηθήσει. Ενώ λοιπόν βρισκόμουν στο νεροχύτη με την πλάτη γυρισμένη, άρχισε να καθαρίζει τις ξύλινες επιφάνειες, τις χιονισμένες από την άχνη με ένα βρεγμένο σφουγγάρι. Ε, ακόμα κολλάμε σιρόπι, διώχνουμε μύγες, σφήκες και μυρμήγκια!
Μετά από αυτό έσκισα το περιοδικό! Τα μελομακάρονα θα τα φτιάξω μεσάνυχτα και κρυφά.