Κατέβηκα στην Αγορά. Την ψυχή της πόλης. Εκεί που μπορείς να βρεις όλων των ειδών τα τρόφιμα, τα ρούχα, τα εργαλεία. Ένας δρόμος γεμάτος κόσμο, που πάει, που έρχεται, που μιλάει, που χειρονομεί. Ένας τόπος ύπαρξης της ανθρωπινότητας.
Περπατούσα μαγεμένη. Η κρεαταγορά, με όλων των λογιών τα κρέατα, που κρέμονται σαν τρύπιες, ματωμένες σημαίες ενός αναίτιου πολέμου. Το πιο τρομακτικό είναι τα κεφαλάκια των αρνιών, γδαρμένα, κατακόκκινα, να σε ‘κοιτάνε’ με γυάλινα μάτια. Έπειτα, από ένα μικρό στενάκι που μου το είχε μάθει η μάνα μου όταν ήμουν παιδί, διαφαίνεται η ψαραγορά. Νερά σε όλη της την επιφάνεια απειλούν να με λερώσουν. Και παντού ψάρια. Διάλεξε άσχετε αστέ φρέσκο ψάρι και να έχεις το φόβο του ψαρά μη σε γελάσει! Τα ψώνια σου να έχουν οσμή ψαρίλας ανακατεμένης με άγχος, έτσι για να μην ξεχνάς πού ζεις.
Βγαίνοντας από εκεί, κατηφορίζω προς Μοναστηράκι. Ξανά κόσμος που περπατά, γρήγορα τώρα. Κοιτάω όλη τούτη τη μυρμηγκοφωλιά. Ένα αλλόκοτο πλήθος μυρμηγκιών, με το καθένα να έχει τους στόχους και τα συμφέροντά του. Που, αντίθετα με τα κανονικά μυρμήγκια, το μόνο που το ενδιαφέρει είναι η ατομικότητά του. Η πάρτη του κοινώς.
Κι εκεί, στη μέση της οδού Αθηνάς, στο δεξί πεζοδρόμιο με κατεύθυνση προς την αρχαία καρδιά της πόλης, εγώ, μια μικρή κουκκίδα στην ευθεία των ανθρώπων ανά τους αιώνες, μια κουκκίδα που σε λίγο θα αφήσει τη γραμμή, συνειδητοποιώ ότι με όλους αυτούς τους ανθρώπους δε με συνδέει απολύτως τίποτα. Καθένας από εμάς ένας αδιάστατος άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Συνυπάρχει με όλους τους υπόλοιπους στο ίδιο σημείο του χωροχρόνου. Και τίποτα παραπάνω. Την αμέσως επόμενη στιγμή, σβήνουμε όπως το κύμα που υψώθηκε για λίγο από την επιφάνεια της θάλασσας.
Όλα είναι αυτονόητα. Όλοι κυκλοφορούν χωρίς να νοιάζονται για την απέραντη μοναξιά μέσα στο πλήθος. Η Κόλαση επί της γης. Στον ουρανό, στον Παράδεισο, όλοι γνωρίζονται με όλους.
Συχνά αναρωτιέμαι, πού πάνε όλα τα δάκρυα, πού πάει ο πόνος αυτών των ανθρώπων; Έτσι χάνονται; Τότε γιατί τρέχουν τα μάτια μας ποτάμια; Καθένας μέσα στο σαρκίο του κάνει την εμφάνισή του πάνω στη γη και μετά τέλος; Τι γίνεται επιτέλους;
Ξέρω ότι δε θα βρω απόκριση. Ίσως μόνο κάποια φιλοσοφικά μισόλογα, κούφια, ανίκανα να ικανοποιήσουν τη λαχτάρα μου. Εδώ όμως, στην αγαπημένη μου οδό Αθηνάς, στις μυρωδιές, τα χρώματα και τις φωνές του κόσμου ένιωσα τη μοναξιά του φυλακισμένου. Του φυλακισμένου στη φυλακή της ύπαρξης.