Από τη μέρα που έμαθα για το φευγιό σου, στα σύννεφα δε βλέπω παρά τέρατα αιμοδιψή και σκυλιά της Κόλασης. Να προσέχεις. Να προσέχεις τον δρόμο σου, γιατί εκεί που πας είσαι μόνη. Πού πας κορίτσι μου; Γιατί τόση βιασύνη; Ποιος τροβαδούρος από κείνους που ανάστησες σε ζήτησε κοντά του; Κι εσύ; Έτσι έφυγες χωρίς καν ένα γεια; Αλλά είπαμε, αλλιώς περπατάμε στη γη κι αλλιώς στον ουρανό.
Με προσοχή. Ναι, να περπατάς με προσοχή. Και προσευχή για ένα τόπο φωτεινό, σαν τα πρωινά της Άνοιξης στο βουνό. Εκεί να πας. Να ξαπλώσεις στο χορτάρι κι ο ήλιος να μπαίνει μέσα σου από όλες τις μεριές. Τρυφερός εραστής που εσύ του παραδίνεσαι χωρίς δισταγμό. Κι εκεί να μείνεις. Κοίτα μην αρχίσεις τα σούρτα-φέρτα με διαφόρους από τα παλιά. Δεν είναι αυτοί που ήξερες. Όσο καλές προθέσεις κι αν έχουν, βασικός τους στόχος είναι να σου κλέψουν την αθωότητα το ταχύτερο δυνατό. Ώσπου να φτάσεις να γυρίζεις σαν κι αυτούς, σαν σκιά. Φυλάξου από δαύτους.
Κι όταν ρίξεις τη μαύρη πέτρα πίσω σου και ξεχάσεις όλα όσα έζησες πριν, κράτα με το ένα χέρι την καρδιά σου και με το άλλο το κεφάλι σου. Να κλείσει το κύκλωμα, να τρέχει το ρεύμα, να νιώθεις ποια είσαι. Κράτα τα γερά, να μη χαθείς στα σκοτάδια και κυρίως μη χαθείς για πάντα.
Βλέπεις, τα ταξίδια στην πατρίδα μου, στην πατρίδα σου, στο Πήλιο, δεν τα κάναμε όταν έπρεπε. Ούτε τις συναντήσεις με αξιοσημείωτους ανθρώπους. Μας έφαγε η Ανάγκη και η υπακοή μας σε αυτή. Σε τσιτσίριζε η Ανάγκη, τι είναι και τι είναι. Πού να ξέρω τι είναι; Ίσως να είναι η force κίνηση στο σκάκι, που σε οδηγεί είτε να σώσεις την παρτίδα, είτε να την χάσεις ολοκληρωτικά. Όλα εξαρτώνται από την στιγμή, τη θέση πάνω στη σκακιέρα και την ικανότητα του παίκτη. Πολυπαραγοντικό ζήτημα, όπως όλα τα μεγάλα ζητήματα του κόσμου τούτου.
Πού να ’σαι απόψε; Σε κρύο, σε ζέστη, σε φως, σε σκοτάδι; Κι εκείνο το μόνιμο μειδίαμα στο πρόσωπό σου, η απόδειξη της ματαιότητας των επίγειων Παραδείσων και Κολάσεων, θα ’ναι άραγε μαζί σου; Δεν μπορώ να ξέρω. Δεν γνωρίζω τίποτα, παρά μόνο την πίκρα για τον αποχωρισμό κι έναν αποχαιρετισμό που δεν ήρθε ποτέ. Αλλά δεν είμαι εγώ το θέμα της συζήτησης.
Το πέρασες το ποτάμι οριστικά. Και μείναμε πίσω με δάκρυα στα μάγουλα. Πού πάνε τόσα δάκρυα, τόσων ανθρώπων, τόσους αιώνες; Να φτιάχναμε λέει μια μηχανή που να δουλεύει με αυτά τα δάκρυα, να μπορούμε να δούμε τους φευγάτους. Όχι τίποτα άλλο, να πιάσουν τόπο, να μη μείνει το πουκάμισο αδειανό και η Ελένη ψέμα.
Το μόνο που έχω είναι λόγια και ταυτόχρονα δεν έχω λόγια. Κι έτσι, τούτη η προσευχή βυθίζεται στο μαύρο της σιωπής. Ας είναι. Να πας στο καλό φίλη αγαπημένη. Και να προσέχεις.