Όρσα
(Μετά τον θάνατό της, η Όρσα, ηρωίδα του βιβλίου/ ταινίας «Μικρά Αγγλία», βρίσκεται στο βασίλειο του Θανάτου, όπου κάνει την πιο κάτω εκ βαθέων εξομολόγηση)
Όλα για σένα ήταν, όλη για σένα ήμουν. Η ανάσα, το βλέμμα, το μυαλό, το δάκρυ. Πάνω από όλα το δάκρυ. Κρυφό και βουβό, καυτό, αλμυρό να τρέχει ασταμάτητο μες στη χαράδρα των μαστών μου, να ψάχνει να ενωθεί με τα σπλάχνα μου και στη διαδρομή να ποτίζει τη μορφή σου. Και αυτή ξανά να δίνει το επόμενο δάκρυ. Και ξανά η μορφή σου. Κι ο κύκλος να μη λέει να σπάσει. Για αυτό σου λέω, πιο πάνω το δάκρυ. Έτσι σε έζησα μέχρι πού χάθηκες. Μέχρι που το μαύρο κύμα, το ίδιο κύμα που σε κατάπιε, έσκασε πάνω μου και με κομμάτιασε και δεν έμεινε τίποτα ούτε από μένα ούτε από σένα.
Και τώρα εδώ στου θανάτου το βασίλειο να μην μπορώ ούτε να κλάψω για σένα, γιατί το δάκρυ είναι κάτι και η ύπαρξη εδώ δεν επιτρέπεται. Θυμάσαι τη μόνη φορά που σμίξαν τα κορμιά μας, μετά που πάνω στο στήθος μου έγραψες με το δάχτυλό σου Ζωές; Ήταν ο έρωτας μας που εκείνη την ώρα κατέλυε του θανάτου την εξουσία. Κερδίζαμε τις ζωές μας μέσα από τον έρωτα, τον μοναδικό μας έρωτα πάνω στα βράχια.
Μετά πάλι άρχισε το βασανιστήριο των αναμνήσεων και τούτη την ανάμνηση θα την ένιωθα ως τη μοναδική μου περιουσία πάνω στη γη. Αν μου λέγανε τι θες από αυτή τη ζωή, θα απαντούσα «Να θυμάμαι τη στιγμή που ήμασταν ένα». Μόνο για αυτήν αξίζει η ζωή μου.
Ζωή μου, εσύ ήσουν η ζωή μου. Εσύ έγινες η ζωή μου. Μου επιβλήθηκες σαν το γέλιο του μωρού, σαν τη μυρωδιά της Άνοιξης και εγώ παρέλυσα από σένα και χύθηκα μέσα σου. Έγινες το ζεστό παλτό του χειμώνα και η καυτή ανάσα στον αυχένα μου. Το χρυσάφι στη χούφτα μου. Αγάπη μου. Πώς λοιπόν να σε δώσω; Πώς να σε μοιραστώ;
Και όταν σε είδα στο πλευρό της αδερφής μου, καλύτερα να έπεφτα νεκρή. Χίλιες φορές. Εσύ κι η Μόσχα; Μα πώς; Γιατί; Τι θα κάναμε λοιπόν;
Κι εκείνη σε λάτρεψε, σε λαχταρούσε να γυρίσεις στο κρεβάτι της και όταν γυρνούσες εγώ θαβόμουν κάτω από τη γη. Αυτά τα καταραμένα σανίδια. Όλα τα άκουγα. Τα γέλια σας, τα ψιθυρίσματα, τα παπούτσια που βγάζατε, το σμίξιμο σας. Παρακαλούσα να πεθάνω, να σταματήσει το μαρτύριο. Κοιτούσα προς τα πάνω ικετευτικά, μια προσευχή στην Παναγία και το μόνο που έβλεπα ήταν το φως ανάμεσα στα σανίδια του πατώματος. Θαμμένη ζωντανή -νεκρή, χωρίς αέρα να ανασάνω και ελπίδα για σένα, να με σφραγίζουν τα καταραμένα σανίδια.
Όμως τούτη η αγάπη δεν λιγόστευε. Μια λαμπάδα που έκαιγε χωρίς να λιώνει. Ήξερα ότι και εσύ με αγαπάς. Το έβλεπα, το ένιωθα ακόμα και στον αέρα που άφηνες πίσω σου όταν περνούσες από δίπλα μου. Ήταν ένα βελούδινο χάδι στο μάγουλο μου που μου έλεγε: «Ορσούλα θα είμαι για πάντα δικός σου».
Πόσα είναι αυτά που έχω να σου πω! Και πόση σιωπή. Μέσα σε αυτή τη σιωπή ζούσα στο πλάι σου. Ήμουν η γυναίκα σου, ήταν τα παιδιά μας. Ώρες-ώρες φούντωνε η λαχτάρα μου για σένα, η εικόνα σου ξεπεταγόταν από μέσα μου και σε ένιωθα μέχρι το τελευταίο σημείο του κορμιού μου. Κι έμαθα όλα αυτά να τα κρατάω στη σιωπή.
Αυτή η σιωπή με γλίτωσε. Ήταν το ιερό τού ανεκπλήρωτου έρωτά μου και εγώ ιέρεια να αποσύρομαι μέσα της για να μετουσιώσω όλους τους ψεύτικους ρόλους που έπαιζα, σε λίγες στιγμές πραγματικής ζωής όπως την ένιωθα. Έτσι θα συνέχιζα ως το τέλος.
Αγάπη μου! Σπύρο! Αγάπη μου! Σπύρο!
Αυτή η κραυγή στο άκουσμα του χαμού σου, κατέλυσε τη σιωπή, έφερε στο φως την πραγματική μου ζωή και ανέτρεψε τα πάντα. Της Μόσχας το μένος κράτησε τρία χρόνια και ο Νίκος έφυγε για την Αμερική. Ο Σάββας μπάρκαρε, να συνεχίσει τη ζωή των ναυτικών της οικογένειας. Αδύναμη, αδιάφορη, απόμακρη, δεν ξόδεψα ούτε ένα λεπτό να τους αλλάξω γνώμη. Ο καθένας θα τραβούσε το δρόμο του. Ο δικός μου ο δρόμος είχε σταματήσει τη νύχτα που η Μικρά Αγγλία χάθηκε για πάντα στα μαύρα νερά, παίρνοντας μαζί της τον αγαπημένο μου. Εσένα.
Θάλασσα. Πάντα μου έπαιρνες στους άντρες της ζωής μου, μήνες και χρόνια μακριά μου. Μα τώρα μου έριχνες το πιο δηλητηριασμένο βέλος σου, με αποτελείωνες και ξεμπέρδευες μία και καλή με μένα. Θηλυκό ανίκητο, ό,τι κι αν κάναμε εμείς οι στεριανές, εσύ τους είχες. Μάγια τους έκανες, ώσπου στο τέλος τους κράταγες στην αγκαλιά σου. Και μέναμε εμείς, που δεν είχαμε ζήσει μαζί τους παρά δύο τρία χρόνια, να κλαίμε για έναν άντρα, πάνω από ένα τάφο αδειανό. Χαμένες από όλες τις μεριές.
Μα μπορείς να κρατήσεις έναν αετό σε κλουβί; Ούτε τον ναυτικό στη στεριά. Εγώ ζούσα με τριπλή προσευχή στον Αϊ Νικόλα, πατέρας, άντρας και αγαπημένος. Μέχρι που έγινε το κακό. Ένιωσα πως είχα τελειώσει, δεν ήθελα να ζήσω άλλο, παρακάλαγα να ’ρθει εκείνη η ώρα που θα φύγω, να ’ρθω και εγώ στη θάλασσα και να σε βρω. Η αγάπη μου για σένα είχε γίνει τώρα το σαράκι που με ξόδευε κάθε μέρα.
Η Μόσχα μαλάκωσε, με συγχώρεσε, με φρόντισε έως το τέλος. Πάντα ήταν πιο ατίθαση και πιο παρορμητική από μένα. Την αγαπούσα γι’ αυτό. Ούτε ποτέ μου της κράτησα κακία. Ήταν η μικρή μου αδερφή. Όμως οι αγάπες μας σταύρωσαν πάνω σου και βρεθήκαμε και οι τρεις σε μία βάρκα που τσάκισε σε μία άγρια ξέρα. Κανείς μας δεν το ’θελε και κανείς μας δεν μπορούσε να κάνει πίσω. Έρμαια μιας άδικης τύχης και ανάμεσά μας πάντα μία θάλασσα. Μόνο εκείνος ο χορός μαζί της στον ήχο του πιάνου, ήταν σαν τον χορό των εραστών που σε λίγο θα χωρίσουν. Ηδυπαθής και θλιμμένος. Λες και νιώθαμε.
Αγάπη μου μία και μόνη φορά γίναμε εραστές για μισή ώρα. Αυτό ήταν το μερτικό μας στον ήλιο. Μισή ώρα. Έφτανε όμως για να ζωγραφιστεί μέσα μου. Η ανάμνησή της ήταν το καταφύγιο μου από το κάθε μέρα. Πόσο τσιγκούνα υπήρξε η μοίρα για μας, πόσο άδικη.
Ήθελα να αγαπάω και να αγαπιέμαι. Έμαθα να σε αγαπώ από 12 χρονών Αυτό ήταν η ανάσα μου. Κι ο ήλιος μου. Και κόπηκε η ανάσα μου όταν η μάνα μου δεν μας άφησε να παντρευτούμε. Κι έσβησε ο ήλιος μου όταν παντρεύτηκες τη Μόσχα.
Όλα τούτα τα λόγια είναι όλα όσα δεν είπα σε κανέναν όλα αυτά τα χρόνια. Είναι ο κρυμμένος θησαυρός της καρδιάς μου και σου τον δίνω φυλαχτό.
Όλα για σένα
Όλη για σένα
358