Εξαρχής οφείλω να ομολογήσω ότι η Έλενα Μαρούτσου είναι μια συγγραφέας την οποία παρακολουθώ με αμείωτο ενδιαφέρον από βιβλίο σε βιβλίο. Το τελευταίο της μυθιστόρημα ξαφνιάζει τον αναγνώστη ήδη από το εξώφυλλο. Το λογοπαίγνιο «εξιλαστήριο θαύμα» στον τίτλο σε συνδυασμό με τον υπότιτλο «μια ιστορία σε πενήντα μία βαλίτσες» παραπέμπει άμεσα στη μυθοπλαστική ευφυΐα που έχουμε συναντήσει στα προηγούμενα βιβλία της συγγραφέως.
Το «Εξιλαστήριο θαύμα» είναι η ιστορία μιας σύγχρονης αθηναϊκής οικογένειας με ζωή εκ πρώτης όψεως τακτοποιημένη και άνετη, τόσο ώστε να μπορούν να υποδεχθούν ένα ασυνόδευτο προσφυγόπουλο από τη Σομαλία. Η Μαρούτσου στήνει με την πένα της χαρακτήρες ζωντανούς, πιστευτούς, και επιδίδεται σε μια ενδοσκοπική παρατήρηση σε βάθος χρόνου. Η αφήγηση προχωράει στέρεα, γνωρίζουμε το ζευγάρι Ραχήλ-Νίκος και τις δύο κόρες τους, την Κάλλια και τη Σκεύη, εισχωρεί στη ζωή τους ο Μουσά φέρνοντας μαζί την ψυχολόγο Φαίδρα, που έχει υπάρξει ερωμένη του Νίκου στο νεανικό του παρελθόν. Εκ παραλλήλου μαθαίνουμε αναδρομικά για τη σχέση της Ραχήλ με τον Ρίχαρντ, τον μεγάλο της έρωτα που δεν ευδοκίμησε, νεανικό τραύμα που της άφησε μόνιμη, ευδιάκριτη ουλή. Οι δύσκολες ερωτικές σχέσεις, με τη φθορά και τη μέχρις αδιαφορίας εξοικείωση, θεματική της ευρύτερης εργογραφίας της Μαρούτσου, προβάλλονται εδώ σε ένα ιδιότυπο πλαίσιο, διαποτισμένο από τα δεινά της προσφυγιάς, τις μνήμες πολέμου και θανάτου, τη μοναξιά, τις δυσκολίες προσαρμογής και ένταξης, ένα ειρωνικό chiaroscuro που δυνητικά υποβαθμίζει στα μάτια του αναγνώστη την ένταση των ερωτικών δραμάτων των κύριων χαρακτήρων. Χωρίς να υπονομεύει την εντέλεια των ηρώων της , η Μαρούτσου τους τοποθετεί απέναντι σε μια πραγματικότητα που πόρρω απέχει από τη δική τους, εξωθώντας τους έτσι να ασχοληθούν με τους δικούς τους ανοιχτούς από το παρελθόν λογαριασμούς.
Αυτό που ζήλεψα στο «Εξιλαστήριο θαύμα» είναι η αρχιτεκτονική της αφήγησης. Το εύρημα της βαλίτσας απαρτιώνει τις διαφορετικές ιστορίες σε ένα ενιαίο αφηγηματικό σώμα, στέρεο και αύταρκες, ακριβώς όπως μια βαλίτσα χωράει τακτοποιημένο μέσα της ένα συγκεκριμένο, τοπικά και χρονικά, κομμάτι ζωής του κατόχου της. Η Μαρούτσου εγκλείει τις επιμέρους ιστορίες μέσα σε πενήντα μία βαλίτσες, άλλοτε επιμελημένες, ασφαλισμένες και σεσημασμένες με ένδειξη προορισμού και άλλοτε μισάνοιχτες και διαλυμένες, άδειες ή γεμάτες με λείψανα, μικρές σαν σακίδια ή μεγάλες σαν μπαούλα, κομψές τσάντες ή σακούλες σκουπιδιών. Οι ίδιες οι ανθρώπινες σχέσεις, σαν βαλίτσες ξέχειλες από μνήμες, σκέψεις και γεγονότα, συχνά μπερδεύονται, αλλάζουν χέρια και κατόχους και οι ζωές ανακατεύονται ανεπιστρεπτί. Είναι τόσο συνεκτική η έννοια της βαλίτσας-τσάντας-μπαούλου στη δομή του μυθιστορήματος, που επιτρέπει στη συγγραφέα να μετακινεί το νήμα της αφήγησης σε τόπο και χρόνο χωρίς ο αναγνώστης να αισθάνεται κενά ή ελλείψεις. Κάθε βαλίτσα περιέχει τους δικούς της αφηγηματικούς θησαυρούς, μερικοί είναι αυτοτελή αριστουργήματα μικρής φόρμας, όπως η εισαγωγική ιστορία «Η βαλίτσα και το βαλιτσάκι» και η ένατη ιστορία του δεύτερου μέρους «Μία βαλίτσα μόνη σε περιστρεφόμενο ιμάντα και μία βαλίτσα με κόκαλα».
Η Μαρούτσου στέκεται δίπλα στους ήρωές της χωρίς να τους κρίνει, αντίθετα εξασφαλίζει με ακρίβεια τα πατήματα για την εξέλιξη της πλοκής: ο ερχομός του Μουσά, η επανεμφάνιση της Φαίδρας στη ζωή του Νίκου, η διαφορετική στάση των δυο κοριτσιών απέναντι στον Μουσά, ένας γάτος με το βαρύ όνομα Μιαούλης (άραγε από τον ήρωα ή από το «μιάου»;), ένας μικρός αλλά θαυματουργός καταλύτης, η εμφάνιση του Χάρη στη ζωή της Ραχήλ, όλα είναι σοφά σχεδιασμένα.
Με την ολοκλήρωση της ανάγνωσης συνειδητοποιεί κανείς επίσης την ακρίβεια του τίτλου. Κατά τη συγγραφέα το όνομα Μουσά σημαίνει θαυματουργός και όντως ο μικρός πρόσφυγας με την παρουσία του γίνεται καταλύτης για σημαντικές εσωτερικές αλλαγές των ηρώων, διαταράσσει την επιφανειακή κανονικότητά τους, αποσταθεροποιεί κεκτημένες συνήθειες και τους φέρνει αντιμέτωπους με τους προσωπικούς τους δαίμονες. Είναι ένας σεισμός που μετακινεί και ραγίζει αντικείμενα και ζωές, ένα παγόβουνο πάνω στο οποίο προσκρούει ο Τιτανικός της οικογένειας. Ο Νίκος και η Ραχήλ υφίστανται ένα αποφασιστικό πλήγμα στη σχέση τους και οδηγούνται σε χωρισμό, κάτι που σηματοδοτεί μια καινούργια αρχή για όλα τα μέλη της οικογένειας. Τελικά, ο Μουσά, ο ασυνόδευτος ξεριζωμένος έφηβος, αποδεικνύεται αληθινό δώρο για τις «τακτοποιημένες» ζωές των μελών της οικογένειας, ένα θαύμα που τους οδηγεί στην εξιλέωση του εαυτού. Ο ίδιος εξαφανίζεται χωρίς να αφήσει ίχνη, εκτός ίσως από μια είδηση που περνά στα ψιλά του διαδικτύου: την ανεύρεση ενός νεαρού πρόσφυγα μέσα σε μια παρατημένη αποσκευή στην αποβάθρα σιδηροδρομικού σταθμού κάποιας ευρωπαϊκής πόλης· μια ασυνόδευτη ζωή που προσπαθεί να χωρέσει κάπου, έστω και στο σκοτεινό και στενόχωρο εσωτερικό μιας βαλίτσας.
Το «Εξιλαστήριο θαύμα» είναι ένα βιβλίο με υψηλή θερμοκρασία και πλούσια διακειμενικότητα, βαθιά συγκινητικό χωρίς συναισθηματικές ευκολίες ή λυρισμούς, με στιγμές χιουμοριστικές και άλλες έντονα τραγικές, ένας ιμάντας πάνω στον οποίο κινούνται πενήντα μία βαλίτσες προς παραλαβή από τους κατόχους τους, όλες πλην μίας που παραμένει ασυνόδευτη εσαεί.