You are currently viewing Μαρία Δριμή: ένα αφήγημα        

Μαρία Δριμή: ένα αφήγημα       

  ΑΧΩΡΙΣΤΕΣ                                      

 

Με την αδελφή μου μένουμε στο πατρικό μας, μια παλιά μονοκατοικία. Την κληρονομήσαμε εξ αδιαιρέτου, καθότι αδιαίρετες κι εμείς. Είμαστε σιαμαίες, πενήντα χρόνια αχώριστες, ενωμένες στο κεφάλι. Όταν γεννηθήκαμε, οι γονείς μας συμβουλεύτηκαν τους καλύτερους γιατρούς. Η απάντηση ήταν η ίδια: τα κορίτσια μοιράζονται εκτός από το κρανίο και τμήμα του εγκεφάλου. Μαζί θα ζήσουν ή θα πεθάνουν. Αποφασίστηκε το πρώτο.

Από τότε που έφυγαν εκείνοι από τη ζωή, κοιμόμαστε στο διπλό τους κρεβάτι. Ξυπνάμε την ίδια ώρα, τρώμε μαζί πρωινό, πάμε μαζί στην τουαλέτα, όμως εκεί καθεμιά κάνει μόνη της την ανάγκη της. Συνήθως περπατάμε αγκαλιασμένες, γιατί οι λαιμοί μας είναι πολύ κοντά, όμως καθεμιά με τα χέρια της μπορεί να κάνει ό, τι θέλει. Αυτό δεν ισχύει για το μυαλό. Πολλές φορές κάτι που σκέφτομαι εγώ το λέει η Άννα.

Δεν σας είπα τα ονόματά μας. Εγώ είμαι η Μαρία κι εκείνη η Άννα. Από τις πόρτες μπαίνουμε συνήθως με το πλάι. Αν εμφανιστώ εγώ πρώτη, μας φωνάζουν Μαριάννα· αν μπει η Άννα, Άννα-Μαρία. Γενικά, το όνομά μας μπερδεύεται. Κανένας όμως δεν λέει Μαρία ή Άννα σκέτο. Πάντα μας φωνάζουν μαζί. Μάλλον νομίζουν ότι είμαστε ένα.

Στην επιδημία, ο γιατρός μας ανακοίνωσε ότι ανήκουμε στις ευπαθείς ομάδες. Μα δεν έχουμε καμιά αρρώστια, διαμαρτυρήθηκα σε έντονο τόνο, τόσο που η Άννα μου έδωσε μια αγκωνιά. «Είναι η ίδια η κατάστασή σας…», απεφάνθη εκείνος με περισπούδαστο ύφος. Είμαστε οι ίδιες αρρώστια, ήθελε να πει. Έτσι άρχισε η καραντίνα. Η Άννα φοβάται πολύ. Έχει πάρει τοις μετρητοίς τα λόγια του. «Ανήκουμε σε ευπαθή ομάδα», λέει και ξαναλέει. Ποια ομάδα; Ο ίδιος έχει πει ότι δεν υπάρχει άλλη περίπτωση σαν τη δική μας στον κόσμο όλο. Εγώ πάντως δεν φοβάμαι. Η Άννα κι εγώ δεν έχουμε κανένα πρόβλημα υγείας. Πιθανόν ο γιατρός να θεωρεί πρόβλημα τα ενωμένα κεφάλια μας, αλλά μέχρι τώρα δεν έχουμε χρειαστεί ποτέ φάρμακα. Τρώμε υγιεινά, περπατάμε πολύ και δείχνουμε νεότερες από την ηλικία μας.

Τις πρώτες μέρες βγαίναμε κάπου-κάπου,  στον φούρνο, στο σούπερ-μάρκετ ή για περπάτημα. Παρόλο που καθεμιά έχει την ταυτότητά της, στέλναμε μόνο ένα sms στο 13033 με το όνομα Άννα-Μαρία ή Μαριάννα. Δεν μας έγινε ποτέ έλεγχος· ευτυχώς, γιατί είχαμε πρακτικά προβλήματα με την τήρηση των κανόνων. Ούτε την απόσταση του ενάμιση μέτρου ανάμεσά μας μπορούσαμε να τηρήσουμε, ούτε μάσκες που να ταιριάζουν στο διπλό μας κεφάλι μπορούσαμε να βρούμε. Τυλίγαμε ένα μεταξωτό μαντίλι της μητέρας γύρω από τα κάτω μέρος των προσώπων μας· μου φαινόταν ότι είχε ακόμα το άρωμά της επάνω του κι ας είχαν περάσει πάνω από δέκα χρόνια από την τελευταία φορά που το φόρεσε.

Η επίσκεψή μας στα καταστήματα προκαλούσε σύγχυση. Την τελευταία φορά που πήγαμε στο σούπερ-μάρκετ η ταμίας πανικοβλήθηκε, γούρλωσε τα μάτια της πάνω από τη μαύρη μάσκα και τσίριξε: «Μην έρχεστε δύο μαζί στο ταμείο». Δυστυχώς, δεν μπορούμε να είμαστε δύο χώρια, της είπα πειραχτικά. Όταν συνειδητοποίησε το λάθος της, ψέλλισε μια ξεψυχισμένη συγγνώμη. Έτσι, δεν ξαναπήγαμε στο σούπερ-μάρκετ και αρχίσαμε τις ηλεκτρονικές παραγγελίες. Την πρώτη φορά, στο άνοιγμα της πόρτας, ο υπάλληλος που μας παρέδωσε τα ψώνια έκανε λες και αντίκριζε φαντάσματα. Μας κοίταζε σύξυλος με τις σακούλες αραδιασμένες στα πόδια του. Όταν μάλιστα τις φορτωθήκαμε όλες μονομιάς στα τέσσερα χέρια μας, κατάφερε να χαμογελάσει και σχολίασε μουδιασμένα: «Η ισχύς εν τη ενώσει». Η φράση αυτή, ειπωμένη τόσο κομψά, μ’ έκανε σχεδόν να ντραπώ, καθώς αναλογίστηκα πόσα πτυχία και μεταπτυχιακά πρέπει να είχε ένας νεαρός που εκφραζόταν έτσι.

Το έχουμε πάρει πια απόφαση. Μένουμε στο σπίτι. Δεν είχα σκεφτεί ότι μπορούσαμε να είμαστε κλεισμένες τόσες μέρες εδώ μέσα. Έψαχνα πάντα αφορμή να βγαίνουμε. Σα να με καλούσε απέξω μια φωνή. Η Άννα αντιδρούσε, συνήθως χωρίς αποτέλεσμα. Τώρα όμως εμείς και το σπίτι έχουμε γίνει ένα (ή δύο, ανάλογα πώς το σκέφτεται κανείς). Έχουμε να βγούμε τέσσερις εβδομάδες. Σβήνω τις μέρες σε ένα ημερολόγιο στον τοίχο της κουζίνας. Κάθε απόγευμα στις έξι, με την ενημέρωση του καθηγητή στην τηλεόραση, τραβάω μια διαγώνια γραμμή στο ψηφίο, από πάνω δεξιά προς τα κάτω αριστερά, ποτέ αντίθετα. Αραιά και πού, βγαίνουμε κλεφτά στο μπαλκόνι, ίσα να ρίξουμε μια ματιά στον δρόμο. Η Άννα περιμένει ότι θα αντικρύσουμε ορδές από ασθενοφόρα και διασώστες ντυμένους σαν αστροναύτες να μεταφέρουν ετοιμοθάνατους στα νοσοκομεία.

Το σπίτι μας μεγάλωσε ξαφνικά, μοιάζει με πολιτεία. Έχει έναν κεντρικό δρόμο, τον μακρύ διάδρομο που ενώνει το καθιστικό με την κουζίνα, και πολλούς μικρούς παράδρομους που οδηγούν στα υπόλοιπα δωμάτια. Το παιδικό δωμάτιο είναι από καιρό βουβό. Στα κρεβάτια κοιμούνται οι ξεμαλλιασμένες κούκλες μας με τις μύτες τους μαυρισμένες από την πολυκαιρία. Μερικές έχουν χάσει το ένα τους μάτι. Όταν μπαίνουμε στο δωμάτιο, αποφεύγω να τις κοιτάξω· μου θυμίζουν νεκρά μωρά.

Στο διπλό κρεβάτι μας, η Άννα έχει τη μεριά του μπαμπά κι εγώ της μαμάς. Η μαμά ήθελε να κοιμάται από τη μεριά της πόρτας, να πετάγεται εύκολα για δουλειές, ν’ ανοίγει το πλυντήριο στο τέλος της πλύσης, να βγάζει κρέας ή κιμά από την κατάψυξη για την επόμενη μέρα, να φέρνει νερό στον μπαμπά για τα χάπια του. Μερικές φορές σκεφτόμουν ότι κοιμόταν με το ένα πόδι έξω από το κρεβάτι, έτοιμη να σηκωθεί για να μας υπηρετήσει. Εμείς τότε κοιμόμαστε στο διπλανό δωμάτιο, εκείνο που λεγόταν παιδικό, ακόμα κι όταν είχαμε σταματήσει να είμαστε παιδιά. Σταματήσαμε να είμαστε παιδιά όταν έφυγε κι εκείνη, αφού ο μπαμπάς είχε πεθάνει τη χρονιά που τελειώναμε το λύκειο.

Ανέφερα το λύκειο; Το σχολείο ήταν μια πονεμένη ιστορία. Σε όλες τις τάξεις ήμασταν το κέντρο του ενδιαφέροντος, ενός ενδιαφέροντος που μεταλλασσόταν από τον θαυμασμό και την περιέργεια στον τρόμο και την απέχθεια. Είχαμε γευθεί όλη τη γκάμα των αντιδράσεων. Η μαμά έλεγε πάντα: «Να θυμάστε ότι είστε δύο μαζί, αχώριστες. Είστε πιο δυνατές από αυτούς». Εγώ το θυμόμουν, η Άννα όμως δεν το πίστεψε ποτέ. Όλα τα χρόνια είμαστε πρώτες μαθήτριες, ανίκητες τόσο στα μαθηματικά όσο και στα αρχαία. Στα διαγωνίσματα δίναμε δύο γραπτά, πάντα τα καλύτερα της τάξης. Ακόμα και αυτά που δεν ήξερε η μία, τα έγραφε με το μυαλό της άλλης.

Εισαγωγικές εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο δεν μας επιτράπηκε να δώσουμε. Έγινε μείζον θέμα στο υπουργείο. Δεν προβλεπόταν να κάθονται δύο μαθητές στο ίδιο θρανίο, ούτε μπορούσε να γίνει προφορική εξέταση με δύο μαθητές παρόντες. Ήταν και οι διαφορετικές επιλογές: εγώ ήθελα Νομική, η Άννα Πολυτεχνείο. Ο μπαμπάς το κυνήγησε όσο μπορούσε, με δικηγόρους και βουλευτές, όμως δεν βρήκε άκρη. Αυτή η αποτυχία τον αποτελείωσε. Τις μέρες εκείνες, λίγο πριν πάθει την εγκεφαλική αιμορραγία, είχε ακατέβατη πίεση και τα μάτια του, μέχρι που έκλεισαν οριστικά, ήταν άδεια και παγωμένα.

Όσο μένουμε κλεισμένες εδώ μέσα, περνάει από μπροστά μου όλη η ζωή μας. Σα να έχουν φωλιάσει τα περασμένα στις γωνιές του σπιτιού και μας παραμονεύουν, έτοιμα να ξεπεταχτούν και να τα ξαναζήσουμε. Αν κρατήσει πολύ ετούτος ο εγκλεισμός, μου φαίνεται ότι θα ξαναζωντανέψουν και οι γονείς μας. Θα δούμε τον μπαμπά, νέο και όμορφο, να ξυρίζεται μπροστά στον νιπτήρα και τη μαμά με ένα μπολ στο χέρι να πλησιάζει για να μας ταΐσει φρουτοσαλάτα.

Μόνο τα βράδια καταφέρνω να ξεκολλήσω το μυαλό μας από την πορεία του νέου ιού· το αφήνω να δραπετεύει από τη μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα σε άλλους μακρινούς κόσμους. Βλέπουμε με την Άννα θεατρικές παραστάσεις στο διαδίκτυο. Είναι η αγαπημένη μου ώρα. Καθόμαστε στη διπλή πολυθρόνα με την έξυπνη τηλεόρασή μας ρυθμισμένη σε λειτουργία διαδικτύου. Πολλά θέατρα ανεβάζουν βιντεοσκοπημένες παραστάσεις. Οι μεγάλοι της παγκόσμιας δραματουργίας παρελαύνουν από το σαλόνι μας.

Τις προάλλες είδαμε μια παράσταση που με έκοψε στα δύο. Ήταν το έργο μιας νεαρής θεατρικής συγγραφέα ανεβασμένο από ένα πειραματικό θεατρικό σχήμα. Δύο μεσήλικες σιαμαίες αδελφές, ενωμένες στον γοφό, κάνουν μαθήματα πιάνου με έναν αρκετά νεότερο άνδρα.[1] Πρώτη φορά βλέπαμε έργο να μας αφορά. Έχουν γραφτεί έργα για ανθρώπους με αυτισμό, με κινητικά προβλήματα, για ομοφυλόφιλους, για μαύρους, κίτρινους και λευκούς, για Εβραίους και για ναζί, για κάθε ομάδα ανθρώπων εκτός από τη δική μας. Αλλά είπαμε, εμείς δεν αποτελούμε ομάδα. Ζήλεψα τις σιαμαίες του έργου. Κολλημένες κι αυτές, όμως καθεμιά με το μυαλό της, να σκέφτεται  και να θυμάται χώρια.

Η Άννα παρακολουθεί τις παραστάσεις μασουλώντας τσιπς. Εγώ της φωνάζω. Αν χοντρύνει, θα γίνουμε δυσκίνητες. Εκείνη ανησυχεί τι θα γίνει αν μία από τις δύο κολλήσει την ίωση· πώς θα μπορέσει να μπει σε καραντίνα για να μην κολλήσει η άλλη.

«Αυτό δεν είναι τίποτα», της λέω πειραχτικά. «Φαντάσου τι θα γίνει αν μία αρρωστήσει βαριά ή ακόμα χειρότερα, αν πεθάνει».

Μένει άφωνη. Τη νιώθω δίπλα μου πετρωμένη σαν άγαλμα. Κουνιέμαι αριστερά δεξιά όπως το μουλάρι που προσπαθεί να διώξει τη μύγα από πάνω του.

«Τι είναι αυτά που λες;» ρωτάει και βάζει τα κλάματα.

«Πρέπει όλα να τα σκεφτόμαστε», απαντάω σοβαρά. «Δεν είμαστε και μικρούλες».

«Δεν θέλω να με αφήσεις. Ποτέ», μου λέει με λυγμούς.

Παίρνω τα χέρια της στα δικά μου.

«Μην ανησυχείς. Δεν το είχαν πει οι γιατροί στη μαμά και τον μπαμπά; Εμείς είμαστε αχώριστες. Θα ζήσουμε και θα πεθάνουμε μαζί». Η δήλωσή μου την ηρεμεί, τουλάχιστον προς στιγμή.

Έτσι περνάνε οι μέρες μας. Καθώς τα κρούσματα λιγοστεύουν, ο καθηγητής εμφανίζεται χαμογελαστός στις ενημερώσεις. Το γκρίζο πυκνό μαλλί του έχει μεγαλώσει άτακτα και μια μακριά φράντζα πέφτει στο μέτωπό του. Θέλει κούρεμα. Το ίδιο κι εμείς. Εδώ και χρόνια η κομμώτρια έρχεται στο σπίτι. Όταν ακόμα πηγαίναμε στο κομμωτήριο, κάποιες πελάτισσες είχαν παραπονεθεί ότι δεν μπορούν να βλέπουν αυτό το θέαμα, ότι στο κομμωτήριο έρχονται για να χαλαρώσουν.

Έχω την αίσθηση ότι είμαστε χρόνια κλεισμένες εδώ μέσα. Φοβάμαι ότι όταν βγούμε έξω, δεν θα θυμάμαι πού είναι ο φούρνος και το καθαριστήριο, ότι θα έχω ξεχάσει να περπατάω. Η καμπύλη μετάδοσης του ιού έχει πάρει τον κατήφορο. Θέλω να βγούμε έξω. «Ποτέ, μέχρι να τελειώσει η επιδημία σε όλον τον κόσμο», λέει η Άννα. Την κοιτάζω στον καθρέφτη του μπάνιου, καθώς πλενόμαστε. Της πετάω σαπουνόνερο στα μάτια. Δεν προλαβαίνω να κλείσω τα δικά μου. Με τσούζουν πολύ. «Καλά να πάθω!» φωνάζω δακρυσμένη. Μα τι λέω; Τρελή είμαι και δίνω άδικο στον εαυτό μου;  Όχι, πάλι δική της σκέψη είναι· μπαίνει στο μυαλό μου, κατεβαίνει στα χείλη μου και γίνεται κουβέντα. Ώρες ώρες νομίζω πως θα τρελαθώ, μου έρχεται να τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα. Όμως σκέφτομαι ότι θα την πληρώσει κι εκείνη. Έχω αποδεχτεί ότι δεν δικαιούμαι ούτε λεπτό με τον εαυτό μου, ούτε έναν μικρό μοναχικό περίπατο.

Ας όριζα τουλάχιστον το μυαλό μου. Ας ήμουν εγώ, έστω για μία και μοναδική, δική μου σκέψη.

 

 

Βιογραφικό σημείωμα

Η Μαρία Δριμή γεννήθηκε στην Αθήνα το 1968. Είναι ιατρός Εντατικολόγος σε ΜΕΘ του ΕΣΥ και πτυχιούχος Φιλολογίας ΕΚΠΑ. Ασχολείται με την πεζογραφία και το θέατρο.

[1] Δέσποινα Αποστολίδου «Σχεδόν μαζί» (2020)

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.