της κυρίας Ελισάβετ
Λίγο να είχα καθυστερήσει, δεν θα το προλάβαινα, θα είχε πάρει τον δρόμο για τη χωματερή, το σκουπιδιάρικο περίμενε σταματημένο στο φανάρι. Κι απ’ τον φούρνο πάλι αν περνούσα, θα το έχανα, ευτυχώς που ο Νίκος μου είπε στο κινητό «μη φέρεις ψωμί, πήρε η Κλαίρη». Διπλή τύχη είχα και να, το πέτυχα, πεταμένο στη γωνιά του κάδου, το τραπεζομάντηλο της Πρωτοχρονιάς, έτσι το λέγαμε, διπλωμένο και ατσαλάκωτο, σίγουρα είχε μόλις βγει από τη ντουλάπα.
Θα το αναγνώριζα ανάμεσα σε χίλια άλλα από τη μικρή τρύπα σαν δάκρυ, που δεν μπορούσε με τίποτα να κρυφτεί με όποιο τρόπο κι αν δίπλωνε κανείς το ύφασμα, βρισκόταν πάντα σε περίοπτη θέση, σχεδόν πάντα στο μέσο της μιας όψης. Η μητέρα είχε δοκιμάσει όλους τους δυνατούς τρόπους, στο τέλος είχε σταματήσει να ασχολείται, το έστρωνε έτσι στο τραπέζι, με το τρύπιο δάκρυ να φαίνεται, εξάλλου γεμάτο τρύπες ήταν και το υπόλοιπο, κοφτό τραπεζομάντιλο ενός αιώνα, τι να περιμένει κανείς. Οι κανονικές από το σχέδιο τρύπες σχημάτιζαν μια μπορντούρα από κρινάκια που διέτρεχε όλη την περίμετρο του υφάσματος, ενώ στο κέντρο οι τρύπες έφτιαχναν μια ανθοδέσμη. Με τον καιρό, είχαν ανοίξει τρύπες και σε άλλα σημεία, αλλοιώνοντας την αρχική έμπνευση της υφάντριας. Μερικές από αυτές ήταν δικό μου κατόρθωμα. Όταν ήμουν μικρή, στα βαρετά οικογενειακά τραπέζια, καθώς περίμενα την ώρα του γλυκού, έχωνα τα δάχτυλά μου μέσα στις τρύπες και ξεχνιόμουν φτιάχνοντας ιστορίες και καινούργιες τρύπες. Είχα μικρό χέρι με λεπτά δάχτυλα, που μπαινόβγαιναν με ευρυχωρία, πότε γίνονταν παιδάκια που έπαιζαν κρυφτό, πότε αστυνομικοί που καταδίωκαν κλέφτες και άλλοτε γάτες που κυνηγούσαν ποντίκια.
Μεγάλη αργότερα, στο δικό μου σπίτι, έστρωνα το κοφτό τραπεζομάντιλο μόνο την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Πίστευα ότι έφερνε τύχη και ότι πάνω του ζούσαν με κάποιον τρόπο οι απόντες του τραπεζιού. Ανήμερα την Πρωτοχρονιά, το έπλενα, το άπλωνα να στεγνώσει, το σιδέρωνα και το ξαναέβαζα στην ντουλάπα. Είχα τρία συρτάρια γεμάτα με τραπεζομάντιλα, όμως η χρονιά άρχιζε πάντα με το κοφτό της γιαγιάς.
Μόλις ο Νίκος ανακοίνωσε ότι θα παντρευόταν την Κλαίρη, κάναμε ένα μεγάλο τραπέζι στο σπίτι. Ήταν Μάρτιος, παραμονές της εθνικής εορτής. Κατ’ εξαίρεση έστρωσα το κοφτό τραπεζομάντιλο, η περίσταση ήταν το ίδιο επίσημη με τα πιο λαμπερά ρεβεγιόν, η μέλλουσα νύφη μου ήταν εξαιρετική κοπέλα, ο Νίκος φαινόταν ευτυχισμένος, πετούσε στα σύννεφα. «Τι καταπληκτικό τραπεζομάντιλο» είπε η Κλαίρη μόλις κάθισε στο τραπέζι, το θυμάμαι έντονα, φορούσε ένα γαλάζιο φόρεμα που καθρεφτιζόταν στην κανάτα του κρασιού. Η γαλάζια αντανάκλαση κουνιόταν πέρα δώθε σαν μεθυσμένη, καθώς η Κλαίρη σέρβιρε στα πιάτα. Αυτή είναι γυναίκα για τον γιο μας, είχα πει στον άντρα μου το βράδυ. Στον γάμο τους, τοποθέτησα το τραπεζομάντιλο, φρεσκοπλυμένο και διπλωμένο, σε ένα καινούργιο χάρτινο κουτί που είχα ψάξει πολύ για να βρω, είχα γυρίσει τότε όλα τα πρατήρια συσκευασιών. Η Κλαίρη έδειξε τέτοια χαρά, με αγκάλιασε και με φίλησε, έδειχνε ξετρελαμένη, κι εγώ ήμουν πολύ χαρούμενη.
Δεν το είδα ποτέ στρωμένο στο τραπέζι τους, ούτε καμία Πρωτοχρονιά ούτε σε άλλη περίσταση. Κάποτε ρώτησα τον Νίκο, δεν ήξερε, οι άντρες δεν ασχολούνται με τέτοια – «είχαμε εμείς τραπεζομάντιλο με τρύπες;» – ούτε που το θυμόταν. Μ’ έτρωγε η περιέργεια, μια άλλη φορά ρώτησα την Κλαίρη. Δεν το έστρωνε, για να μην το χαλάσει. Της είπα ότι δεν χαλάει, όσες τρύπες κι αν ανοίξουν, παραμένει το ίδιο ωραίο, οι τρύπες είναι η ομορφιά του, οι τρύπες των κρίνων, τα τρύπια δάκρυα, οι τρύπες που είναι ζωές περασμένες. Με είχε κοιτάξει κάπως περίεργα, όμως δεν είχε πει τίποτα. Παρόλα αυτά, συνέχιζα να μη βλέπω ποτέ στρωμένο το τραπεζομάντιλο.
Χθες με κάλεσαν να φάμε μαζί στην καινούργια τους τραπεζαρία. Ήμουν σίγουρη ότι αυτή τη φορά θα το έβλεπα στο τραπέζι, αν όχι τώρα, πότε; Πού να φανταζόμουν ότι θα το έβρισκα στα σκουπίδια; Το καινούργιο τραπέζι ήταν μακρόστενο και καλυμμένο με χοντρό κρύσταλλο. Οι καρέκλες ήταν όλες διαφορετικές μεταξύ τους, αυτή ήταν η σύγχρονη τάση στη διακόσμηση, δεν τις καταλάβαινα αυτές τις τάσεις, μου φαίνονταν παραλογισμός. Τα πιάτα απλωμένα πάνω στο γυμνό κρύσταλλο, έτρωγες και σε κοίταζε ο μπουκωμένος εαυτός σου, τα ποτήρια άφηναν υγρούς κύκλους. Στο τέλος η Κλαίρη καθάρισε με Azax το τραπέζι και σβήστηκαν όλα, οι εαυτοί, οι κύκλοι, έμεινε πάλι το κρύσταλλο γυμνό και διάφανο, σαν παγωμένη λίμνη. Αυτή τη φορά δεν ρώτησα για το τραπεζομάντιλο, το είχα μαζί μου, διπλωμένο όπως όπως στην τσάντα μου, είχε καταλάβει πλήρως τη μεγάλη εξωτερική θήκη. «Τι κουβαλάς και είναι τόσο φουσκωμένη;» ρώτησε ο Νίκος. «Μια ζακέτα μην κρυώσω» -αλήθεια ήταν, κρύωνα εύκολα-όμως εκείνη τη μέρα δεν έκανε κρύο. Όταν βγήκα έξω στον δρόμο και είχα κάπως απομακρυνθεί από την πολυκατοικία τους, έριξα μια ματιά στο εσωτερικό της μεγάλης θήκης, στο πολύτιμο τραπεζομάντιλό μου, που ήταν εκεί σώο κι ασφαλές, διπλωμένο πολλές φορές για να χωρέσει, με το τρύπιο δάκρυ του στο κέντρο και άλλο ένα μικρότερο που είχε αρχίσει να ξεφυτρώνει ακριβώς δίπλα.
Ευαίσθητο, λιτό, υπαινικτικό, καλογραμμένο. Με συγκίνησε. Ευχαριστώ.
Τόσο ανθρώπινο και οικείο!