Οι «Έντεκα καλοκαιρινές ιστορίες» είναι το πρώτο βιβλίο του Νίκου Λυγγούρη και κυκλοφόρησε μέσα στο καλοκαίρι από τις εκδόσεις «Το Ροδακιό». Ο Νίκος Λυγγούρης μέχρι τώρα ήταν γνωστός για το σκηνοθετικό του έργο. Έχει σκηνοθετήσει ταινίες μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ: “Ομίχλη κάτω απ´ τον ήλιο” (1979, Έπαινος στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1980), “Έρεβος” (1988), “Καρδιά από πέτρα” (1994, Βραβείο καλύτερου σεναρίου μαζί με τον Claus Wilbrandt στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1995), “Καλοκαιρινές αστραπές” (2004, Πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 2004, Καλύτερη Μεσογειακή ταινία στο Ecocinema Ρόδου, Ιδιαίτερη μνεία στο Φεστιβάλ Μεσογειακού Κινηματογράφου του Montpellier), “Οι εραστές της Αξού” (2007, Βραβείο Fipresci, Βραβείο ΕΚΚ και Βραβείο ΕΡΤ 3 στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 2008, Βραβείο καλύτερου ντοκιμαντέρ στο Los Angeles Greek Film Festival 2008), “Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος γυρίζει την «Σκόνη του χρόνου»” (2008), “Ξύπνησε ο Σουλτάν Αχμέτ” (2012), “Ο διάλογος του Βερολίνου“ (2017). Ζει και εργάζεται στο Βερολίνο.
Ένα σταθερό συνεκτικό χαρακτηριστικό που συναντάμε στις «Έντεκα καλοκαιρινές ιστορίες», πέρα από το ελληνικό καλοκαίρι που είναι περισσότερο ή λιγότερο παρόν, είναι η κινηματογραφική ακρίβεια στις περιγραφές. Είναι αρκούντως ζωντανές, χωρίς να απλώνονται σε έκταση ή να εξαντλούνται σε σχήματα λόγου: λιτές, ουσιαστικές και αποτελεσματικές, σαν να έχουν καταγραφεί από περιφερόμενη κάμερα, εν προκειμένω το μάτι του έμπειρου κινηματογραφιστή-συγγραφέα. Όλες οι περιγραφές, των προσώπων, των τοπίων, του κλίματος και γενικότερα, δίνονται με ακρίβεια, όπως θα είχαν παρατεθεί μέσα σε ένα σενάριο: […] «Ήλιος θερμός έως καυτός, αεράκι γλυκό και χαϊδευτικό, ουρανός ασύννεφος, θάλασσα μπλε, κυματάκι ελαφρό» (σ. 8). Συνήθως προσπερνώ ανάλογα χωρία όταν είναι εκτεταμένα –ομολογώ την αμαρτία μου, κάτι τέτοιο το κάνω ακόμα και στον Στάινμπεκ. Ο Λυγγούρης καταφέρνει να περιγράφει το τοπίο και τον χώρο με στακάτες πινελιές και παρατακτικά συνδεδεμένες φράσεις που οργανώνονται σε άκρως λειτουργικά χωρία μέσα στο κείμενο.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της αφήγησης του Λυγγούρη είναι ότι διατηρεί αμείωτη την πλοκή· πάντα κάτι συμβαίνει στις ιστορίες, απρόοπτο, ενδιαφέρον. Κάποιες από τις ιστορίες, κατά τη γνώμη οι πιο άρτιες της συλλογής, είναι έτοιμα σενάρια για ταινίες μικρού ή μεγαλύτερου μήκους: «Το μπλε καρχαριάκι», «Το ξεχασμένο παιχνίδι με τους βόλους», «Ο ανεκπλήρωτος γυρισμός», «Ο ωραίος αυτοέγκλειστος». Πρόκειται για διηγήματα που ξεκινούν συνηθισμένα και εξελίσσονται απρόσμενα, συχνά αποκτώντας σουρεαλιστικές προεκτάσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το διήγημα «Ο ανεκπλήρωτος γυρισμός», όπου μια κοπέλα που υποβάλλεται σε παρθενορραφή μετά την πρώτη της σεξουαλική επαφή, ονειρεύεται ότι τον παρθενικό της υμένα τον ράβει ο πατέρας της με τις χορδές του μπουζουκιού του και έκτοτε, όποτε επιχειρεί να έχει σεξουαλική επαφή, ακούει πενιές μπουζουκιού. Αυτό μου θύμισε το επινοημένο μουσικό όργανο υμενοπαρθένιο του Ανδρέα Εμπειρίκου, ένα έγχορδο σε μορφή αρχαίας λύρας, στο οποίο ο ήχος θα παραγόταν από χορδές μεγάλου αθροίσματος παρθενικών υμένων [Δραγούμης Μάρκος. Το Υμενοπαρθένιο. Ένα έγχορδο εμπειρίκειας εμπνεύσεως. Χάρτης, τ. 17-18, Νοέμβριος 1985, σ. 553-558].
Γενικότερα, σε όλες τις ιστορίες είναι εμφανής η ευρυμάθεια του συγγραφέα, ο οποίος εμπλουτίζει την αφήγηση με στοιχεία φιλοσοφίας, μουσικής και διακειμενικές αναφορές σε μεγάλα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνικής παραγωγής. Παρόν σε όλες τις ιστορίες είναι το ελληνικό καλοκαίρι, φωτεινό και ζεστό, που χρωματίζει ανάγλυφα τις ιστορίες, λειαίνοντας τις αλλόκοτες ή και, κάποιες φορές, μακάβριες πτυχές τους.
Αυτό που κρατάω από τις «Έντεκα καλοκαιρινές ιστορίες» του Νίκου Λυγγούρη, όπως προανέφερα, είναι η κινηματογραφική τους καθαρότητα. Σαν να τις παρακολούθησα σε θερινό σινεμά ελληνικού νησιού, καθισμένη απέναντι από τη μεγάλη οθόνη, με φόντο το ζεστό και λαμπερό ηλιοβασίλεμα.