ΧΙΛΙΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΛΕΞΕΙΣ
Στον κόσμο δε χώρεσα
Πάντοτε ξένη απέναντί σας
Τα μανίκια σας μου πέφτανε μακριά,
τα βήματά σας κουρασμένα
Ανοικονόμητη ύλη η τόλμη να πετάω
στα μάτια σας τα όχι μου
μα ξέφτισαν τα όνειρα
– χρόνια μπαλώνω κλωστίτσες
Το μεγάλο έργο της ζωής μου,
τα γεράνια στο μπαλκόνι,
κανείς δεν άντεξε να το διαβάσει
Ακόμη κι εγώ η ίδια το τιμωρώ που υπάρχει
Τ’ αφήνω απότιστο βδομάδες
– πότε θα μαραθεί;
Ύστερα να, το λυπάμαι,
αρπάζω το λάστιχο – Το πνίγω
Κάπως θα γίνει να πεθάνεις, φωνάζω
Μα δεν πεθαίνει
(πείσμα κι αυτό! να στέκουμε βδομάδες
ρημαγμένοι)
Τίποτα δε μου χρωστάει κανείς
Ευτυχώς
Απ’ τον κόσμο θα φύγω αχρείαστη
και αχρησιμοποίητη
Θα φύγω και το μεγάλο έργο της ζωής μου
θα στέκει κόκκινο να μου γνέφει
Τρεις γλάστρες γεράνια,
χίλιες σελίδες λέξεις
και
δυο βιβλιοθήκες ψέματα
Σ Τ Ο Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Τ Η
Όταν χτυπάει ο ήλιος τούς τοίχους
οι δρόμοι αποκτούν τη μορφή σου
Εισπνέεις με δυσκολία
Εκπνέεις λέξεις
Μια ριπή απ’ την ανάσα σου η ποίηση
Κρεμασμένη πασχαλιά να περιμένει ανάσταση
Μυρίζει Απρίλη ο Μάρτης
Μα εσύ στον λαιμό κουβαλάς καλοκαίρι
– το ξέρω, το ένοιωσα
(πώς μπερδεύουν οι μυρωδιές τις αγάπες)
Όταν χτυπάει ο ήλιος τούς τοίχους
οι προδομένοι ανοίγουνε κουρτίνες και παράθυρα
Μια ευκαιρία να μπει μέσα το φως, η ποίηση
– μια ακόμη είναι ευκαιρία
Ό,τι δικό σου αγγίζω πονάει
Μ’ έναν πόνο αμετάβατο κι οριστικό
Μ’ αυτό που μοιράζεσαι δίνει νόημα στα αύριο
Να τις γιορτάζεις τις αρνήσεις σου, ναι
Σημαίνουν μέσα ζωή
Μα μη μ’ αρνηθείς
(Μη με φοβηθείς)
Τ Α Ρ Ο Λ Ό Γ Ι Α
Πρέπει να βρούμε έναν τρόπο
να σταματήσουμε το χρόνο, είπες
Άρχισα να σπάω ρολόγια
Μάταιο:
για κάθε τσακισμένο ρολόι,
ο χρόνος γεννούσε άλλη μιαν ώρα
Δε σταματά, τι να κάνω; φώναζα
Τικ τακ τίποτα
Τώρα
μ’ άδεια χέρια τη ζωή μου την άδεια κοιτάζω
Δεν είσ’ εδώ
Χούφτες γεμάτες ραγίσματα
γυαλιά και λεπτά μπηγμένα κατάσαρκα
κι ο χρόνος στραγγίζει στο πάτωμα
Δεν κατάφερα να τον σταματήσω
όσο ήμασταν μαζί
Μόνο το μαζί κατάφερα να
Και τότε
σταμάτησε κι ο χρόνος