ΤΟ ΚΟΥΤΙ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ
Α΄
Έσφαλεs Κύριε μου / και έπλασες άνομο πλάσμα /για πλάσμα της φύσης/ η μαγεία στα σχέδια των ανθρώπων/ ένα μήλο δαγκωμένο από τις δύο πλευρές /
οι ορδές κατηφόρισαν και έσκισαν τα χαρτιά / δεν έχω λόγο πια/ ούτε σκοπό/ μόνο άφησε εμένα/ να γείρω κοντά σου/ άφησε να δω το πρόσωπο αυτό/ του κατακλυσμού/ άφησε τα χέρια μου/ να γυρέψουν τα δικά σου /
το δένδρο της γνώσης στέρεψε /ούτε ένας καρπός δεν έμεινε / σημείο αναφοράς μιας στιγμής θεϊκής
άφησε με λοιπόν να γείρω στο πλευρό σου/ σιαμαίοι μια νέας εποχής /πλευρό με πλευρό δεν σμίγουν / λέει ο λαός
πόσο μετράει που δεν άκουσες τον λαό/
αυτόν τον άνδρα που μου φύτεψες κάποτε /στο λέω σε εσένα Κύριε/ θέλω να μας ενώσεις και πάλι/ από την αρχή/ δυο ξεχωριστές μπάλες πηλού /
από αιγαιοπελαγίτικη λάσπη / μούχλα κι’ αλμυρίκια /
κλαίω και κλαίω/ και το δάκρυ μου γεμίζει τις θάλασσες και τα ποτάμια γεμίζει με αίμα τα κορμιά που χάθηκαν πρόωρα / χάθηκαν με βάσανο και οσμή θανάτου/ πριν ακόμη γεννηθούν/ φωνάζω και φωνάζω το όνομα σου / έχω ξεχάσει κάθε άλλο όνομα/ μόνο εσύ με στεφανώνεις/ δεν με φτάνει τίποτα πια/ ίσως / μια προσευχή.
Β΄
Θαυμάζω Κύριε/ μεγάλα τα έργα σου / άφησε να θυσιάσω και εγώ μαζί με το υιό σου/
το άβολο τούτο σώμα/ για μια καλύτερη μέρα
ας είναι και μια γυναίκα πλάι του ισότιμα/ να ριγήσει η πλάση με τους δυο/ μαζί/
κοιτάζομαι στη απέναντι βιτρίνα/ δεν με αναγνωρίζω/
και εσύ και εγώ Κύριε μου/ ξεγελάμε τον κόσμο/ αφού με έκανες αόρατη /
άφησες πίσω μια μορφή δική μου αλλοιωμένη από το χρόνο / για να ξεγελά/
να φέρνει γέλιο και καθησυχασμό / έχω καιρό να δω άνθρωπο να κοκκινίζει/
πέρασε ένας τυφώνας και τα σάρωσε όλα/ κάποιες εστίες έμεινα αναλλοίωτες/
σαν φωτογραφίες του 1970/η μνήμη της γης θα με ακολουθεί πέρα από τον χρόνο/
μια άσκηση αδιάκοπη αδιάστατη αδιάσπαστη/ σε κάθε στιγμή /
τοποθετεί με ευλάβεια τα σημάδια/ στον κορμό της μνήμης.
Γ΄
Και σε είδα μια μέρα χειμωνιάτικη σε ένα δρόμο αγαπημένο /
Ήμουν άσκεπη και το ρούχο μου φτηνό και λίγο / Το κοριτσάκι με τα σπίρτα θυμήθηκα και γέλασα
Όχι εγώ δεν ήμουν αυτή /
Στις πόλεις που βρέθηκα το πουλί στο στήθος μου / δεν σταμάτησε να φτερουγίζει /
πιστεύω σε έναν θεό πατέρα παντοκράτορα / σε ένα άνθρωπο μοναδικό και ατελή /
σε μια αμαρτία άγια σε μια στιγμή που πέταξε σε θάνατο
σταθερό/ αμετάκλητο /εκεί που είσαι θε ναρθώ /κι εδώ που είμαι, ήσουν /
αυτό το τραγούδι ας το μάθουν τα πουλιά ας το μάθουν τα άγρια θηρία/
ας το μάθει το τριζόνι που την πόρτα εκλιπαρεί /
γράφω για να στεφανώσω την δόξα/ όχι/
το πεπρωμένο των ανθρώπων υμνώ / την ομορφιά της φύσης
Κάθε άνθρωπο άνομο και θλιβερό/
βρίσκομαι στο κουτί της Πανδώρας/
έφερα και εγώ ένα κουτί να χαρίσω σε όποιον με πλησιάσει άφοβα
δεν έχω άλλες επιθυμίες/ παρά μια προσευχή/
το πουλί που δεν σταμάτησε να φτερουγίζει στο στέρνο μου/
μιλάει για μια γέφυρα /έλα εσύ γέφυρα και έρχομαι και εγώ σε σένα.