You are currently viewing Μαρία Τσάτσου: ένα αφήγημα 

Μαρία Τσάτσου: ένα αφήγημα 

Χίντεμπουργκ κλπ

 

        Περπατάω. Βλέπω το λόφο από την πίσω μεριά και ξέρω πως έχω φτάσει. Περνάω το νταμάρι. Την κατηφόρα. Και μπαίνω απ’ το πλάϊ. Ανεβαίνω τα σκαλιά. Η πόρτα ανοιχτή. Διασχίζω το χωλ. Και τον βλέπω. Στέκεται στην πόρτα του πρώην γραφείου του λες και με περιμένει. Φοράει το αμπέχωνό του, το παλιό παντελόνι, και τα παπούτσια του κήπου. Πλέουνε στα πόδια του. «Ήρθα», λέω. «Τι κάνετε; Θα ΄χετε ησυχία τώρα που λείπω». Δεν περιμένω απάντηση. Κάνω μεταβολή, περνάω και το άλλο χωλ, και τη βλέπω. Είναι με το νυχτικό της, ο κότσος της χαλασμένος. Κρατάει ένα πινέλο στο ένα χέρι. Όρθιο, σαν κερί. «Ήρθα», της λέω. «Σε σκεπτόμουνα συνέχεια». Πάνω απ’ τον ώμο της βλέπω μέσα στο δωμάτιό της. Στο καβαλέτο ένας πίνακας με ξεραμένο χρώμα. Θρυμματισμένο. Πάω προς την κουζίνα. Τη νοιώθω που έρχεται πίσω μου. Τα πόδια της γυμνά, δεν ακούγονται στο μωσαϊκό. Η κουζίνα είναι γεμάτη όρθια τελάρα ζωγραφικής. Η μπογιά ξεραμένη έχει σπάσει σε κομματάκια. Παντού πίνακες. Έχει έρθει κι εκείνος τώρα. Τους κοιτάζω. «Πού τρώτε;» λέω. «Δεν τρώμε», μου απαντάνε σχεδόν ταυτόχρονα. «Οι γάτες μου τι κάνουνε;» ρωτάω. «Πεθάνανε», μού λένε, πάλι μ’ ένα στόμα. Πάω και κοιτάζω απ’ το παράθυρο της κουζίνας. Βλέπω μόνο ξερά χόρτα. Στρέφομαι προς εκείνον. «Θυμάσαι που μ’ έλεγες Χίντεμπουργκ;» τού λέω. «Με τις γάτες, θυμάσαι;» Δεν απαντάει. Κάνει να μετακινηθεί λίγο προς το μέρος μου, αλλά πάει πάλι πίσω στη γραμμή του. Με κοιτάζει μ’ εκείνη την πικρία που ξέρω τόσο καλά. Μα εγώ τον ακούω να φωνάζει (σαν να ΄ταν χτες) από πάνω: «Έρχεται ο Χίντεμπουργκ. Βγες να τη δεις. Πάει αυτή μπροστά με τα φαγιά κι από πίσω ένας λόχος γάτες με όρθια την ουρά σαν Πρώσοι στρατιώτες». Εκείνη δε μπορεί να με δει, με κρύβει η μανταρινιά, αλλά ξέρει. Κολλάω το πρόσωπό μου στο τζάμι της κουζίνας. Μόνο ξερά χόρτα. Γυρνάω. Τους βλέπω τώρα τον έναν δίπλα στον άλλον. Με κοιτάζουνε με απορία, σχεδόν έκθαμβοι. «Βρήκες δουλειά;» τον ακούω να μού λέει σέρνοντας τις συλλαβές. «Έγινες ανεξάρτητη;» Δε λέω τίποτα. Κοιτάω πάλι επίμονα απ’ το παράθυρο – ούτε μουστάκι γάτας – και νιώθω να φουσκώνει μέσα μου η παλιά οργή. «Με καταστρέψατε», είμαι έτοιμη να φωνάξω. Αλλά δεν το λέω. Δε μπορώ. «Πώς γέρασες έτσι;» μου λέει εκείνη. «Πάντα γριά ήτανε» λέει εκείνος. Τον κοιτάζω και μετανιώνω που κουβαλήθηκα. Πάντα αχάριστοι, πάντα έτσι. Αλλά δε λέω τίποτα, η πίκρα του με σταματάει. Εκείν’ η πίκρα που χύνεται στα μούτρα του απ’ τις άκρες των ματιών, σέρνεται στα μάγουλά του στρίβει και γαντζώνεται στα ρουθούνια του και κατηφορίζει απ’ το πηγούνι στο λαιμό. Μυρίζονται τη στεναχώρια μου, κοιτάζονται, και χαμογελάνε σαν άτακτα παιδιά που έχουν κάνει μια ανοησία. Κι εκείνη την ώρα αρχίζει να τρέμει το σπίτι. Απ’ τα θεμέλιά του βγαίνει ένα τρέμουλο κι ένα βογγητό. Ένας καημός ανεβαίνει. Τρέμουν τα πόδια του πατέρα μου και το πινέλο στο χέρι της μάνας μου τ’ όρθιο σαν κερί κι η φούστα μου ανεμίζει ανεμοδαρμένη. Στέκουμε κει και τρέμουμε κι οι τρεις μας κάτω απ’ τις αψίδες του χωλ μας ενώ πέφτει το σούρουπο και μάς τυλίγει. Μέσ’ απ’ τους ανοιχτούς μας τοίχους και τα παράθυρα. Και λιώνουμε κει σαν κόκκαλα που βράζουνε και ξεχωρίζουνε ένα-ένα σ’ ένα μεγάλο καζάνι, μια μεγάλη πυροστιά.

 

 

 

 

Το κείμενο αυτό είναι μέρος της συλλογής με ποιητικά πεζά «ΤΑ ΕΝΘΕΤΑ» η οποία κυκλοφόρησε από τις ηλεκτρονικές εκδόσεις «exitirion» στις 14 Ιανουαρίου 2022, και είναι διαθέσιμη στο public domain.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.