Η ΓΑΤΑ
Ό, τι είχε απομείνει από την άλλοτε σε ανθοφορία Σταθούλα Ξερή κατηφόριζε την Αριστοτέλους εκείνο το σκοτεινό απόγευμα ενώ φυσούσε διαπεραστικά ένας μικρός προκαταρκτικός Βαρδάρης. Το αποστεωμενο πρόσωπο της δεν φαινότανε, χωμένο καθώς ήτανε στα πέτα του τριμμένου της παλτού. Πρόσεχε να μην πέσει σε λακκούβες γιατί τα παπούτσια της περνούσανε την τελευταία φάση του στραπατσαρίσματος τους. Πού πήγαινε; Ίσως στην προβλήτα να χαζέψει τις καλές αστές που σίγουρα θα βγαίνανε να ταΐσουνε τίποτα γάτες ακόμα και σήμερα, μέρα γιορτής. Εκείνη πια δεν τάιζε, δεν είχε ούτε να φάει, στα σκουπίδια έψαχνε, κι από τις εκκλησίες μακριά με τις μαιανδρικές δολοπλοκίες τους. Έτσι τραβούσε, κι όπου την έβγαζε η άκρη, κανένα πρόβλημα πια, οι μέρες της ήτανε μετρημένες. Αποτυχία, επιτυχία, ήτανε λέξεις κενές. Το ίδιο και η λέξη επιβίωση. Τι έμενε; Μόνον η συνήθεια και μερικά ψωραλέα όνειρα. Μερικές φορές ο νους της πήγαινε σε ξεθωριασμένες οπτασίες του παρελθόντος, σκιές ονείρου που περάσανε απ’ τη ζωή ίσα ίσα για να καπνίσουνε, να πιούνε καφέδες, να κάνουνε κάποιες υποτίθεται ερωτικές κινήσεις, ν’ αγοράσουνε εισιτήρια. Οι μυστήριοι δρόμοι τους συναντηθήκανε κάποτε. Τι απόμεινε; Τίποτα. Έτσι σκεφτότανε, αν αυτά τα ξεσκλίδια λέγονται σκέψεις, όταν τα μάτια της πέσανε σ’ έναν ανθρώπινο όγκο που καθότανε στην “Ωραία Ερμούπολη” έξω στο πεζοδρόμιο μ’ ένα βιβλίο ανοιχτό μπροστά του. Κάτι της θύμισε και αθέλητα σήκωσε το χέρι της στα μαλλιά της, υποτίθεται να στρώσει τις ατίθασες τούφες. Άσκοπη προσπάθεια είχε σχεδόν φαλακρέψει τελείως. Ξανακοίταξε όμως προς την κατεύθυνση του ανθρώπινου όγκου και σαν από σύμπτωση ένα κεφάλι ανασηκώθηκε και κοίταξε θολά προς το μέρος της. Μετά ξανάσκυψε εμβριθώς στο ανάγνωσμα.” Ο Νίκος Γαλαντόμος” αναφώνησε μέσα της η Σταθούλα.” Ο αθεόφοβος ζει ακόμη” , πρόσθεσε πάλι στον αόρατο συνομιλητή-εγώ της. Και θυμήθηκε το γεύμα στο “Selection” με τον πλουσιότατο τότε Νίκο και τον δικηγόρο εκείνον που προσπαθούσε να λύσει τα άλυτα νομικά της προβλήματα, τον Δεντρή, τον Χαρη Δεντρή, που είχε από χρόνια εγκαταλείψει την Ελληνική αθλιότητα για ένα φιόρδ της Νορβηγίας με την επίσης Νορβηγίδα γυναίκα του. Μα τι την έβαλε να θυμηθεί τώρα το απολίθωμα της πλειστοκαίνου Νίκος Γαλαντομος! Εποχές που έτρεχε, είχε λεφτά να ταΐζει γάτες, να τις πηγαίνει στον κτηνίατρο και να γράφει άρθρα για το παράνομο εμπόριο γουναρικών και τομαριών από σκυλιά στην Γερμανία και την Αυστρία, αιτία εν πολλοίς της κακοδαιμονίας της. Αλλά τώρα τίποτα. Η ροή του κόσμου ήτανε αυτή που ήτανε, τίποτα δεν μπορούσε να την αναχαιτίσει. Καμιά επανάσταση δεν επέτυχε ποτέ. Μόνον η τεχνολογία κάτι κατάφερε, και αυτή αναλόγως οπτικής γωνίας. Αν μιλούσε στον Νίκο Γαλαντόμο; Αλλά γιατί; Είχε πτωχεύσει, δεν μπορούσε να του ζητήσει δανεικά, και φαγητό έτρωγε ελάχιστο, ούτως η άλλως. Παλι θα μπορούσανε να συνάψουνε μια φιλική σχέση, να βλέπονται, έτσι, μια-δυο φορές το μήνα. Είχε φαίνεται επιβραδύνει το βάδισμα της και κάτι γνώριμο θα φάνηκε στο πρόσωπο της γιατί έξαφνα μια φωνή αρκετά δυνατή και καθαρή ακούστηκε: “Σταθούλα, η Σταθούλα δεν είσαι; Η Σταθούλα Ξερή”; Και ένοιωσε έτοιμη εκείνη τη στιγμη ν’ απαντήσει, ν’ αρχίσει τις αστικές ευγένειες, το αναμάσημα των παλαιών ημερών της σαν τσιχλόφουσκα μπαζούκας, αλλά ακριβώς τότε, με τρόπο μυστηριώδη, μέσα από τα καθίσματα της “Ωραίας Ερμούπολης” ξεπρόβαλε μια γάτα τυλίγοντας την ουρά της στα πόδια των καθισμάτων και νιαούρισε προς το μέρος της. Και η Σταθούλα την ακολούθησε, χωρίς σκέψη, χωρίς σχέδιο, όπως ακολουθεί κανείς τελικά την ειμαρμένη του.
Δεκέμβριος 2021