Όταν περνάει κανείς μπροστά από το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, πρώην Εργοστάσιο Ζυθοποιίας Φιξ, του έρχονται στο μυαλό διάφορα ερωτήματα. Φαίνεται ότι από την στιγμή που ανακοινώθηκε το γκρέμισμα του κτιρίου που πολλές χώρες θα το θεωρούσαν εθνική κληρονομιά, κάποιες φωνές, μέσα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό μίλησαν για διατήρηση και αναπαλαίωσή του, τίποτα όμως δεν κατορθώθηκε.
Ίσως η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να παίξει κάποιον ρόλο, με κάποιον τρόπο, αλλά περιορίζεται να συγκαλύπτει την Ελλάδα και η Ελλάδα συγκαλύπτει εκείνην, ειδικά σε ό,τι αφορά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Έτσι όλοι οι σκελετοί που έχει ο κόσμος στα ντουλάπια του μένουν εκεί που είναι. Αυτό ενδιαφέρει, όχι η αισθητική στη μικρή χώρα όπου, λένε, ότι γεννήθηκε η δημοκρατία.
Πάλι, η θεωρία περί αντιπαθείας της περιόδου η οποία από ιστορικό λάθος, ίσως εσκεμμένο, ονομάζεται Βαυαροκρατία, και με την οποίαν συνδέεται ο ιδρυτής του εργοστασίου, δεν είναι εντελώς ικανοποιητική, μετά από τόσα χρόνια.
Αν και κάτι λέει, αν σκεφθούμε την θρησκευτική μισαλλοδοξία από την οποία πάσχει η Ελλάδα.
Το λογικό και απλό είναι να σκεφθεί κανείς ότι έγινε αυτό που γίνεται πάντα στην Ελλάδα: ανέλαβαν δράση οι ελίτ που διοικούν αυτή τη χώρα: Μια αναπαλαίωση κοστίζει λιγότερο από ό,τι ένα γκρέμισμα και μερικό ξαναχτίσιμο, με τους εργολάβους οικοδομών, τα εργοτάξια, τα συνεργεία, τα οικοδομικά υλικά, τους δημόσιους φορείς, τα έξτρα. Ποιός θα άφηνε τέτοιο χρυσωρυχείο, για να προτιμήσει μια αναπαλαίωση, όπου θα είχε ίσως κάποιος την φαεινή ιδέα να μπλέξει, τελικά, και τους Ευρωπαίους; Και τι άνθρωποι θα ανελάμβαναν την αναπαλαίωση: μήπως ιδεολόγοι, καλλιτέχνες, ευαίσθητοι; Και η αναμενόμενη τροφοδοσία;
Και με αυτό το σκεπτικό, φθάνουμε εδώ που φθάσαμε, σε ένα οικοδόμημα χωρίς ιστορικότητα, αισθητική και χαρακτήρα που δεν αναβαθμίζει την περιοχή.
Σκέπτεται κανείς ότι θα μπορούσε το Παλιό Εργοστάσιο του Φιξ να παραμείνει αυτό που ήτανε πάντα, λαμβάνοντας σαφή μουσειακό χαρακτήρα: με τα παλιά μηχανήματα, τα εργαλεία, τα σκεύη, τα μπουκάλια, μια αναπαράσταση παλιάς Αθηναϊκής μπυραρίας, ίσως κέρινα ομοιώματα των εργατών, των ιδιοκτητών και των πελατών με ενδυμασίες εποχής, arboretum με αληθινά φυτά όπου θα μάθαινε κανείς πώς από τον λυκίσκο φθάνουμε στη μπύρα, και έτσι να γίνει ο χώρος αυτός ένας χώρος όπου ο πολίτης, Έλληνας και ξένος, μαθαίνει ιστορία και αποκτά γνώσεις διασκεδάζοντας. Επίσης θα υπήρχαν ξεναγήσεις τουριστών και σχολείων, πωλητήριο, καφετέρια, όλα τα σχετικά.
Αλλά δεν τα θέλει αυτά αυτή η χώρα. Θέλει να είναι χώρα-πελάτης. Αγαπάει τα δεσμά της. Είναι ψυχοπαθολογικό φαινόμενο. Τα δε εκθέματα της Σύγχρονης Τέχνης θα μπορούσαν να κατοικήσουν στα διώροφα και τριώροφα νεοκλασικά της Αθήνας, τους αψευδείς μάρτυρες μιας χώρας και μιας πρωτεύουσας που είναι τελικά συνειδητά, φόρου υποτελείς.