Ήθελε τώρα μανιασμένα να δει το παιδί του, το γιο του, αυτόν που είχε πνίγει είκοσι και, χρόνια πριν, στ’ ανοιχτά της Μαδαγασκάρης, ήτανε πάνω στο μπρίκι με τα γαϊδούρια και τ’ άλογα, ω , ω, και σαν τρελός τον ζήταγε μέσα στις λίστες των νεκρών καθώς γυρίζει στα καπηλειά στις πρωτεύουσες του κόσμου. Στην άθλια πόλη τα βήματα του. Μπόχα σκουπιδιών κι από πάνω καβουρντισμένος καφές, σαπισμένα νεοκλασικά σκεπασμένα με πράσινο τούλι, μιλάγανε για πόλεμο, ανακοινωθέντα για τα νέα μέτρα, νάιλον πανοπλίες. Περπατάει προς τις Buttes Chaumont όπου έχει θέα, παρακάμπτει μια ομάδα καραμπινιέρων, πετάει τη μαύρη του ρεντινγκότα σ’ ένα κανάλι, τα γένια του χρυσοκόκκινα έχουν μεγαλώσει, μπόρεσε και πλύθηκε σε μια υπαίθρια βρύση, έφαγε σπανακόπιτα στη rue des ecoles. Ακούει μια φωνή: Παιδί, παιδί, και φυσικά δεν απαντάει. Πιο κάτω, Monsieur, Monsieur, και γυρίζει. Είναι αυτή με μια μακριά φούστα λασπωμένη στο στρίφωμα, με τον κότσο πεσμένο. Βγαίνει από ένα Υπουργείο, κρατάει χαρτιά. Τρέχει κουτσαίνοντας. Monsieur, je vous implore. Το γιο μου. Προχωρεί πάντα στραβώνοντας τα μούτρα του. Φτάνει στις Buttes, ανεβαίνει, τα πτώματα βρωμάνε, έχει πολλά πουλιά. Ελεγκτές παντού αλλά από τη ζέστη έχουνε παραλύσει. Προφταίνει ν’ ανέβει πάνω στον πυργίσκο απ’ όπου οι άρχοντες παρακολουθούσανε τις μάχες στην πεδιάδα. Φαίνεται ολοκάθαρα η θαλασσοταραχή, το μπρίκι σαν καρυδότσουφλο, είναι ανεβασμένοι στα ιστία να τυλίξουνε τα πανιά. Τρεχει πάντα πίσω του. Γυρίζει και τη βλέπει, η μύτη της μισοφαγωμένη. Προφταίνει, ακουμπάει στον προμαχώνα και βλέπει στον ορίζοντα τον γιο του, ένα βρέφος, να τον κατεβάζουνε στον τάφο του. Ειναι μηνών. Monsieur, Monsieur, ακούγεται από πίσω του. Η μύτη της είναι μισοφαγωμενη. Πετάνε μύγες.