Ένα άλμα στην ποίηση και την ιστορία είναι «Τα ποιήματα του Πέτρου Αλώβητου» του Ιωσήφ Βεντούρα. Στη Βαθυστόχαστη αυτή σύνθεση, κοσμογονία, μυθική διάσταση και ιστορικότητα συμπλέκονται. Ο χρόνος εκτείνεται ατέρμονα στο παρελθόν με τους αιώνια επαναλαμβανόμενους κύκλους του, αλλά μένει γαντζωμένος στο παρόν και σε πρόσφατα γεγονότα που αόριστα αλλά αισθητά διατρέχουν το ποίημα. Ως και η σύγχρονη φυσική έχει θέση. Ο ποιητής είναι γνώστης πολλών ποιητικών τρόπων: Ελληνική ποίηση, έντεχνη και δημοτική, παγκόσμια ποίηση, Εβραϊκή, τραγούδια των τροβαδούρων, συνυπάρχουν σε εκπληκτική πολυμορφία. Αλλά ένας γερός εσωτερικός ιστός συνδέει μεταξύ τους τα μέρη του πολυδιάστατου αυτού και τελικά ενιαίου ποιήματος. Τι είναι «Τα ποιήματα του Πέτρου Αλώβητου»; Διάλογος και απόρροια της μαθητείας του ποιητή στον σπουδαίο δάσκαλο «που αγαπούσε την μορφή, διότι όπως έλεγε, ταίριαζε στην σκοτεινή εποχή που υπήρξε»; Ίσως μονόλογος, τα εις σεαυτόν, σε μια εκδοχή της μαιευτικής μεθόδου. Οπωσδήποτε είναι απολογισμός μιας πορείας μακράς και επίπονης, και βαθειάς έρευνας. Σύμβολα πολυπληθή συρρέουν στο ποίημα. Βιωματικές καταστάσεις με γοητευτικό τρόπο.
Απτά, καθημερινά, γεγονότα πλαστουργημένα σε κάτι αιθέριο, λεπτοφυές:
«Καμιά φορά η άνοιξη μοιάζει με τσιγαρόχαρτο στα χρώματα του ουρανού».
(Ο ταχυδρόμος)
Μπορεί να είναι γήινη, λαλιά της Κρήτης, της Ελλάδας, η ζωή στα Σεπόλια, η ποίηση αυτή, αλλά είναι και φιλοσοφικό όνειρο και θρησκευτική αναφορά, αίνος στον έρωτα με όλες του τις αντιφάσεις. Οι βιβλικές αναφορές αφθονούν. Η αγωνία του αγνώστου, ο μεγάλος φόβος.
«Κάτι είναι έξω,/Μάτι του Κύκλωπα κοιτάζει/τη φυσαλίδα που φουσκώνει/στο μεγάλο, το φοβερό, ΕΝΥΔΡΕΙΟ». (Κάτι είναι έξω)
Ο Πέτρος Αλώβητος, συλλογικό πρόσωπο, σκεπτόμενος άνθρωπος, άνδρας ή γυναίκα, δάσκαλος ή αιώνιος μαθητής, γίνεται ο ταχυδρόμος ενός μνήματος που είναι το ίδιο το ποίημα και υπερβαίνει το ποίημα. Βρίσκεται μέσα στο φοβερό ΕΝΥΔΡΕΙΟ. Όπως όλοι μας.
Ελεύθερα και άφοβα, σε στίχους άλλοτε ομοιοκατάληκτους και άλλοτε όχι, δηλώνεται η σχέση του ποιήματος με την ποίηση του Σεφέρη, του Καβάφη, του Εγγονόπουλου, και άλλων. Η μορφή του Θανάση Κωσταβάρα και της γυναίκας του Αγγελικής, η Λύντια Στεφάνου, είναι παρόντες. Το ποίημα όμως παραμένει ατόφια δικό του, του Ιωσήφ Βεντούρα. Είναι ο δικός του, προσωπικός, αγωνιώδης, και ερωτικός, αισθητικός και ανέλεγκτα ερευνητικός δρόμος, όπου η αγαλλίαση της φύσης, η αγάπη για τα παιδιά και τα παραμύθια και η ενσυναίσθηση, δίνουν τα χέρια με την αμφισβήτηση της εξουσίας, την ματαιότητα, την αιματηρή θυσία και
τη σκληρότητα:
«Κοάζουν τα βατράχια έρωτα/ ντυμένη Άρτεμις θ’ αφάνιζες την αμαρτία/ στη φαρέτρα κάθε βέλους μια πληγή/ Αλφειαία τη χρυσή αμνάδα αναζητάς./ Ποιόν θα σκοτώσεις; Ποιανού το αίμα θα χυθεί;»
(Από το Portrait de Dame en Diane)
Το άτομο σαν σκεπτόμενη μονάδα, θύτης κα θύμα μαζί, δίνει τη θέση του στο πλήθος, τη μάζα που κινείται στα σπλάχνα της ιστορίας, όταν ο ποιητής αναρωτιέται, «Ποιοι είναι αυτοί που προχωρούν καταμεσήμερο; Γιατί νότες ακούγονται τυμπάνων;» (Στην Πλατεία)
«Τα ποιήματα του Πέτρου Αλώβητου» με την πλούσια γλώσσα και θεματολογία τους μιλούν για την διαπάλη ανάμεσα στο δίκιο και το άδικο, την κατάρα και την λύτρωση, την τραγική σιωπή, τη γύμνια της εξουσίας, την ευδαιμονία του έρωτα τυλιγμένου μέσα στην ομορφιά της φύσης, που κρύβει την τραγικότητά του. Όλα μπροστά στο μάτι ενός κατάμονου θεού:
«Έτσι εγώ,/ο Πέτρος αλώβητος/με μαύρο το φως του λυχναριού/θα οδεύω σε τόπους άγνωστους/κι η λήθη σαν πνοή/κάτι ανείπωτο/ σε κώνο που όλο κι εκτείνεται/ή μήπως στο ‘κάπου αλλού’/εκεί που όλα απρόσιτα/ενώνονται μαζί της/με άλλες πνοές/σταγόνες βροχής ή/δάκρυα/μοναχικού θεού./ Δεν θα υπάρχει χρόνος./»
(Ο Πέτρος Αλώβητος στο ‘Κάπου αλλού’)
Με έμμεσο βαθύ τρόπο, χωνεμένη τέλεια, μπαίνει η Εβραϊκότητα στην ποίηση του Ιωσήφ Βεντούρα. Απόηχοι από το συγκλονιστικό ποίημα ΤΑΝΑΙΣ ακούγονται. Το Εβραϊκό πάθος γίνεται πάθος πανανθρώπινο, κοσμικό.
Όταν λέει, «Σε σκηνικό ευημερίας στήσανε παγίδες/με τέχνη δίδαξαν την ανομία μας/ Και τώρα σπασμένο βάζο είμαστε/με νεκρούς μοιάζουμε που ξεχαστήκαν.
Ας μη χαίρονται για μας όσοι είναι εχθροί μας/ας πάψουν με τα μάτια τα νοήματα/ας πάψουν να μιλούν να λένε:/ Είδαμε τι κάνατε
Τίποτε που μ έφτιαξες
Στο τίποτε γυρνώ
(Στη Πλατεία),
Είναι πιστεύω εύλογο να θεωρήσουμε ότι υπάρχει εδώ μια οργή που ξεχειλίζει. Για το πανανθρώπινο δέος, ναι, αλλά κύρια για το Εβραϊκό. Μια οργή που κάποτε φτάνει στην άρνηση και τον μηδενισμό.
Τελικά, «Τα ποιήματα του Πέτρου Αλώβητου» θα μπορούσανε να θεωρηθούνε η απόλυτη κατάφαση της shoa αλλά και η υπέρβασή της μέσα στον έρωτα, τη γυναικεία παρουσία, τη φύση, και τη χαρά της ζωής.
Ας παύσουνε τα σήμαντρα/αυτή που κλαίει στην πηγαιμό/το σπόρο κουβαλώντας/ γυρίζοντας/θα τραγουδά χαρούμενη/δεμάτια φορτωμένη
Ας παύσουνε τα σήμαντρα (Αθηνά)
Πόσο ισχυρή είναι η μνήμη και η γνώση και οργή και η θλίψη για το τρομερό γεγονός, για τη Shoa; Νομίζω ότι αυτό εκφράζεται στο τελευταίο, άτιτλο ποίημα, και στο ρήμα του τελευταίου στίχου. Ίσως εκεί βρίσκεται η απάντηση στο ερώτημα πόσο αλώβητος υπήρξε ο Πέτρος Αλώβητος.
«Κυλά το αίμα μου
από δαγκωματιές του χρόνου
σκάβει ο καιρός
σκάβει μέσα μου
γίνομαι ξερότοπος
αρσενικό της πέτρας
σ’ ασπράδι αυγού κλεισμένος
φτύνω τους ψεύτες
τους κλέφτες
την αισθητική τους
τον καβαλάρη τον ερχόμενο
τον κρόκο που χρυσίζει και με τρέφει
σπέρμα ανεκμετάλλευτο
κάποιο αστέρι
καίει τα σπλάχνα μου
Ουρλιάζω.»
Σημείωμα: Η Μαρία Τσάτσου είναι ποιήτρια, ιστορικός, δημοσιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας