Ο Σκύλος, μόλις δημιουργήθηκε, έγλειψε το χέρι του Θεού και ο Πανάγαθος του χάιδεψε το κεφάλι.
– Τι θέλεις, Σκύλε;
– Κύριε και Θεέ μου, θα ήθελα να μείνω κοντά Σου στον ουρανό, στο πατάκι μπροστά στην πόρτα.
– Όχι, βέβαια! Είπε ο Καλός Θεός. Δεν χρειάζομαι σκύλο, αφού δεν έχω ακόμη δημιουργήσει τους κλέφτες.
– Πότε θα τους δημιουργήσεις, Κύριε;
– Ποτέ. Είμαι κουρασμένος. Εργάζομαι εδώ και πέντε μέρες, είναι καιρός να ξεκουραστώ. Άσε με να σε καμαρώσω, Σκύλε, είσαι η καλύτερη δημιουργία μου, το αριστούργημά μου. Καλά θα κάνω να σταματήσω εδώ. Ένας καλλιτέχνης δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια της έμπνευσής του. Αν συνέχιζα να δημιουργώ, θα ήμουν ικανός να αστοχήσω εντελώς. Φύγε, Σκύλε! Πήγαινε γρήγορα να εγκατασταθείς στη γη. Πήγαινε, και έσο ευτυχής.
Ο Σκύλος αναστέναξε βαθιά.
– Τι θα έκανα στη γη, Κύριε;
– Θα τρως, θα πίνεις, θα αυξάνεσαι και θα πληθύνεσαι.
Ο Σκύλος αναστέναξε ακόμη πιο θλιμμένος.
– Τι άλλο θες από μένα;
– Εσένα, Κύριε και Αφέντη μου! Δεν θα μπορούσες κι εσύ επίσης να εγκατασταθείς στη γη;
– Όχι! Είπε ο Πανάγαθος Θεός. Όχι, Σκύλε! Σε διαβεβαιώνω. Με τίποτε δεν μπορώ να εγκατασταθώ στη γη, ακόμη και για χάρη σου. Έχω άλλες σκοτούρες στο μυαλό μου. Ο ουρανός, οι άγγελοι, τα αστέρια, μην έχεις καμιά αμφιβολία, είναι ένας μεγάλος μπελάς.
Τότε ο Σκύλος χαμήλωσε το κεφάλι και ξεκίνησε να φύγει.
Για να επιστρέψει αμέσως.
– Α! Και όμως, Κύριε και Θεέ μου, αν υπήρχε εκεί κάτω ένα είδος κυρίου, κατ’ εικόνα Υμετέραν.
– Όχι, είπε ο Πανάγαθος Θεός, δεν υπάρχει.
Ο Σκύλος έγινε πολύ μικρός, πολύ ταπεινός και θερμοπαρακάλεσε ακόμη περισσότερο.
– Αν ήθελες, Κύριε και Θεέ μου… Θα μπορούσες να δοκιμάσεις ξανά…
– Αδύνατον, είπε ο Πανάγαθος Θεός. Ό,τι ήταν να κάνω το έκανα. Το έργο μου είναι ολοκληρωμένο. Ποτέ δεν θα δημιουργήσω ένα ον καλύτερο από εσένα. Αν δημιουργούσα ένα άλλο σήμερα, το νιώθω στο δεξί μου χέρι, θα ήταν εντελώς αποτυχημένο.
– Κύριε και Θεέ μου, είπε ο Σκύλος, δεν πειράζει καθόλου αν είναι αποτυχημένο, μου αρκεί να το ακολουθώ παντού όπου πάει και να ξαπλώνω μπροστά στα πόδια του όταν σταματά.
Και τότε ο Πανάγαθος, κατάπληκτος που είχε δημιουργήσει ένα ον τόσο καλό, είπε στο Σκύλο:
– Πήγαινε! Ας γίνει αυτό που επιθυμεί η καρδιά σου.
Και, επιστρέφοντας στο ατελιέ του, δημιούργησε τον άνθρωπο.
Υποσημείωση: Ο άνθρωπος είναι μια αποτυχία, αναμφιβόλως. Ο Πανάγαθος Θεός το είχε σωστά προβλέψει. Αλλά ο Σκύλος είναι τόσο πολύ ευχαριστημένος!
Marie Noël [1883-1967], L’œuvre du sixième jour », Contes [1949]) (Μαρί Νοελ ήταν το φιλολογικό ψευδώνυμο της γαλλίδας ποιήτριας Marie Rougeτ.)