V. Δάχτυλα
Η Χατίτζε μετράει τα δάχτυλα των παιδιών της, μόλις τελειώσουν οι βομβαρδισμοί και καταλαγιάσει ο κουρνιαχτός των ερειπίων. Αυτά μετράει και τώρα μετά την έκρηξη στο νοσοκομείο. Είναι η Χαμάς; Είναι ο Ισραηλινός στρατός; Δεν ξέρει, το μόνο που ξέρει και τη νοιάζει είναι να βρει πέντε δάχτυλα σε κάθε παιδικό χέρι. Να βρει τα φρύδια στη θέση τους και τα μάτια ανοιχτά. Ο Ταϊσίρ την αγάπησε και την έκλεψε, η μάνα της δεν τον ήθελε, ο πατέρας ήταν σύμφωνος. Έκαναν δυο όμορφες κόρες που της έμοιαζαν, η πατρίδα από τότε έμεινε μισή γκρεμίδια, άλλη μισή τρόμος. Ποια πατρίδα; Η Λωρίδα. Η Αίγυπτος δίπλα μοιάζει γη της επαγγελίας, αλλά για μας υπάρχει μόνο αυτό το ρημαγμένο διαμέρισμα των δυο δωματίων, η συνεχής έγνοια για το φαί και το νερό, για τα φάρμακα της μητέρας και πότε θα τα φέρουν οι ευρωπαίοι με το καραβάκι της αλληλεγγύης. Πιο κάτω γυαλίζει σαν λιωμένο γυαλί η πελώρια αμμουδιά που τρέχουν και ξεχνιούνται τα παιδιά, η θάλασσα με την αλύπητη αρμύρα και το βογγητό της. Πιο πάνω η αφόρητη ζέστη, ο κίνδυνος, μια σκοτεινή φιγούρα σε κάθε γωνιά, ο φόβος, ο δρόμος με τα ερείπια των βομβαρδισμών, οι κάννες των όπλων πίσω από τα ανοίγματα των τοίχων. Κάτω από αυτά τα χαλάσματα είδε πριν δυο χρόνια να εξέχει το χέρι της Λεϊλά, της αδερφής που τόσο αγαπούσε. Η Λεϊλά, η πιο όμορφη απ’ όλες μας, παινεμένη για την αξιοσύνη, την καλοσύνη της καρδιάς της, τη χάρη στο χορό, η Λεϊλά μας με τα κρινοδάχτυλα του παραμυθιού και το μικρό δαχτυλιδάκι με τον σκαραβαίο. Πήραν τη Λεϊλά, τη μοιρολόγησε, τη βλέπει δίπλα όλη ώρα. Όταν έφεραν τη σορό του αγαπημένου της, μετρούσε τα δάχτυλα των ποδιών του σωριασμένη πάνω του ώρες πολλές, έλεγε τ’ όνομά του σιγανά σα να τον νανούριζε, ώσπου πίστεψε ότι κοιμήθηκε μαζί του. Τα χέρια του ήταν κομμένα, το ύφασμα του κεφαλομάντηλου έκρυβε το άνω μέρος του κορμού, εκείνη όμως μετρούσε των ποδιών…
Ήταν κι εκείνη κάποτε όμορφη και μικρή. Λουζόταν με το νερό της βροχής, έπαιζε κάτω από τις μηλιές και τα κέδρα ενός αρχαίου τραγουδιού, μελαχρινή σαν την αγάπη, λεπτή σαν τη δορκάδα. Μετρούσε στα δάχτυλα ευχές και ελπίδες, μικρά λεπτά δάχτυλα με άκρες ακόμα πιο λεπτές και φιλντισένια νύχια. Δάχτυλα μιας γραμματιζούμενης, έλεγε η μητέρα. Δεν πίστευε στο κακό η μικρούλα, τότε στη Ραμάλα, φωλιάζοντας στη μασχάλη του πατέρα. Θυμάται που τους έπαιζε ένα παιχνίδι με τα δάχτυλα για να τους μάθει να μετρούν. Έπειτα έκανε σκιές στον τοίχο, τον μεγάλο έλαφο, τον μικρό λαγό, τον μεγάλο κέδρο, τη γιαγιούλα, το σκυλί και τον ασβό. Είχε μεγάλα χέρια και όμορφα λευκορόδινα νύχια. Όταν έπινε το τσάι του έλαμπαν σαν ζωγραφιστά. Ένα κομπολόι από μικρές κοκάλινες χάντρες στο δεξί, κι ένα κεμεντζέ, που έπαιζε με καημό, όποτε τον έπιαναν τα μεράκια. Πόσα τραγούδια, πόσα παραμύθια, πόσες γλυκιές βραδιές… Πού να είναι τώρα ο πατέρας; Λες να βλέπει τον Ταϊσίρ;
Αισέ Χαφίζ, Λωρίδα. Αλεξάνδρεια, 2014