Ο μικρός αδερφός (Θραύσμα από την ανέκδοτη νουβέλα Σούπερ Ρομάντικα).
Το σπίτι μύριζε σαν τάφος. Πήγα αμέσως μετά το νεκροταφείο, και έτσι είχα μέτρο να συγκρίνω. Μάλιστα στο κοιμητήριο ήταν πολύ καλύτερα, λουλούδια πολλά, φρεσκοσκαμμένο χώμα, σήψη διάχυτη, αιωρούμενη ευωδιά από λιβάνια, παπαδίστικη βιασύνη, δάκρυα, όμορφα πράγματα. Και πιο όμορφη η ανάμνηση του γέλιου τους, για εκείνους ήρθα τόσα χιλιόμετρα στην παλιά γειτονιά, εδώ πρωτομείναμε νιόπαντροι, εδώ πια κι εκείνος. Ανέβηκα μετά στο πατρικό του, χώθηκα στην παλιά αυλή κι έσπρωξα την πίσω πόρτα της κουζίνας. Ο νεροχύτης ως απάνω τίγκα στα μαύρα πιάτα. Μα πώς μπορούν να γίνουν μαύρα τα πιάτα – μόνο αν είναι άπλυτα κανένα εξάμηνο, από τότε που έχασε τη μάνα του. Φώναξα μια, φώναξα δυο. Νάτος κι ο μικρός αδερφός χαμογελαστός στην είσοδο του χολ φέροντας σεμνά την επιταγή του τρόμου, το σαρκίο του. Μετράω όλο το σκελετό με άνεση κάτω από το λιωμένο μακό, “Είμαι καθαρός εδώ και δέκα μέρες…”, λέει το δέκα μέρες σαν να λέει δέκα χρόνια. Τόσος αγώνας, τόσο ψεύδος; Το δεύτερο. Λέει ψέματα, ζητάει λεφτά, δεν έχει τίποτα να φάει. Το τηλέφωνο κομμένο, το ηλεκτρικό ζήτημα ημερών, λες να κλέβει; Δεν ξέρω.
Τον αγκαλιάζω. Τι κι αν βρωμάει, τι κι αν σιχαίνομαι, τίποτα δε σιχαίνομαι απ’ αυτό το κουρελάκι. Έχει αποστήματα, έχει πληγές, έχει καρφιά, έχει πτυχία, έχει κομπιούτερ, έχει κινητό, έχει διδακτορικό γαλλικού πανεπιστημίου, έχει ταλέντο, ξέρει τρεις γλώσσες σαν μητρικές και μια για ομορφιά. Γράφει σαν διάολος, μοιάζει με διάολο, κλαίει στην αγκαλιά μου σαν γριούλα ογδόντα χρονών. Σιγά, παραπονιάρικα, σαν κάτι κουτάβια που βρίσκαμε παιδιά και έμοιαζαν μισοπεθαμένα και τα παίρναμε στο σπίτι για να τα ζωντανέψουμε και μετά τα βασανίζαμε. Αυτόν μη τον βασανίζετε γιατί μοιάζει να ’χει κιόλας πεθάνει.
Σκάει μύτη ο φίλος του, από το υπνοδωμάτιο, φίλος, γκόμενος, πού να ξέρω κι ούτε με νοιάζει, παχουλός, γεροδεμένος, φραγκάτος μοιάζει, αρχίζει να τον εκθειάζει, “ο προστάτης, ο αδελφός μου…”. Πλένω τα μαύρα πιάτα μ’ ένα ντετόλ που βρήκα στην τουαλέτα. Βγαίνω να φέρω προμήθειες. Πέφτουν σαν πουλάκια στο φαΐ, στα τσιγάρα όμως ορμάνε σαν βουλιμικοί. Κάνουν όνειρα αποτοξίνωσης, έτσι λέει. Δεν πιστεύω μία, δεν πιστεύω τίποτα εδώ μέσα. Του αφήνω λίγα λεφτά. Λέει ευχαριστώ και κάτι ανθρώπινα για την Παναγιά και τη μανούλα του, το Δεκαοχτώ άνω, την κυρία Μάτσα. Μετά με κρατάει για λίγο να μου διαβάσει μιαν ιστορία, τέλεια, καλογραμμένη, πολύ όμορφη, πολύ ηρωίνη. Έχει κι αυτός ανάγκη για εκτίμηση, όλοι έχουμε. Όμως το έκανε για να μ’ ευχαριστήσει, δεν είχε τίποτ’ άλλο να μου δώσει για να μου πει πως “παρά τρίχα θα ήμουν σαν κι εσένα, αν είχα φυσικά μια μάνα σαν τη δική σου ή κι έναν πατέρα.”
Επόμενη συνάντηση στο κρατητήριο. Πάλι ζητάει τσιγάρα, το ίδιο κλαμμένο, κλεμμένο, αθώο, υποκριτικό, συντετριμμένο, υβριστικό, ανόητο, πονηρό μάτι. Το μάτι του χρήστη. Που να πάρει… Τον τραβάνε αλλά μ’ ευγένεια, πολιτισμένοι οι αστυνομικοί εδώ, αστική γειτονιά` σου λέει, αν έχει τίποτα γνωστούς μ’ επιρροή; Έχει. Ίσως το γνωρίζουν από παλιότερες επαφές. Εγώ δεν γνωρίζω. Κι αν τον φρόντισα δεν είναι για την εξ’ αγχιστείας συγγένεια, όποιος και να ‘ταν το ίδιο κάνει, όλοι παρόμοια. Η κακοτυχία είναι κι αυτή μια αδερφοσύνη, δεν το ξέρεις; Ίσως η μόνη… Κατηφορίζω αργά παραζαλισμένη, λυμένη μαριονέτα που δεν καταλαβαίνει τίποτε πια, λες και το μεδούλι μου όλο έχει γίνει χυλός. Μάλλον έπεσε η πίεση. Και στην πρώτη εκκλησιά, μια νεοβυζαντινή τούρτα, μπαίνω.. Ίδιος ο Κωνσταντής με την Αιγυπτία στον τοίχο δίπλα, δεν μπορώ να γελάσω, πώς να γελάς με τέτοια, όμως με πιάνει και σπαρταρώ, νευρικό γέλιο. Μνημονεύουν τώρα τον μακαριστό αρχιεπίσκοπο, το γέλιο κόβεται σαν λόξιγκας, νευρικός θυμός. Το χριστεπώνυμον πλήρωμα φοράει τα καλά του, Κυριακή σήμερα, στέκομαι πίσω γιατί δεν φοράω τα καλά και θέλω να το σκάσω, τι μ’ έπιασε και μπήκα δω μέσα; Νευρικά νεύρα. Πάντα έτσι κάνω, μπαίνω για να βγω, εκτός στη μικρή εκκλησία πλάι στη Νομική, πέντε είναι όλες κι όλες οι θέσεις και μπορείς να κλάψεις όσο τραβάει η ψυχή σου ή να κουτουλάς τα πλακάκια δίχως αναστολές, γιατί σχεδόν κανείς δεν έρχεται, δεν υπάρχουν πολλοί πιστοί στη γειτονιά των βιβλίων. Κοντεύω να κλάψω εδώ μέσα και να με πάρει κάνα μάτι, στρέφω λοιπόν στον πρώτο άγγελο που βρίσκω διαγωνίως επάνω ζωγραφιστόν στο τρίγωνο και προσεύχομαι: “Κάνε κάτι αν υπάρχεις, διότι ορισμένοι αμφιβάλλουν ακόμα και γι’ αυτό. Εγώ δεν αμφιβάλλω αλλά φοβάμαι ότι τελευταία έχεις πολλές δουλειές, γέρασες και ξεχνάς επικίνδυνα. Αν δεν ξεχνάς, σ’ ένα μήνα ή δυο θα ξέρουμε όλοι.”
Είδε χίλιους όμοιους από τότε, πάντα το ίδιο ζητούσαν, φωτιά ή τσιγάρο, “έχετε κυρία ένα ευρώ”, στον πεζόδρομο της Κοραή, στην Ερμού, στη Στουρνάρη, στους σταθμούς του μετρό, στο Ίλιον, στο Μουσείο θεάτρου. Κάθισε στο παγκάκι να κάνει ένα τσιγάρο μόνη χωρίς πρόσχημα και μάσκα.
Εκπληκτικό κείμενο !
Αυτή είναι η εικόνα, όπως τη μεταφέρεις. Ωραία η γραφή και το θέμα καίει…
Εξαιρετικό!!