Μια ανάγνωση
Στα μέρη μας, με τόση άγρια βλάστηση,
Έτσι απλά ενσαρκώνεται όποιος λείπει.
Φοράει την πέτσινη ποδιά, τις γαλότσες,
Τις αποσιωπήσεις, τη θαμμένη οργή, τη θλίψη,
Κλωτσάει τα σαπισμένα ξύλα προς το μέρος μας,
Παραμερίζει τις τσουκνίδες και το βλέμμα του
Μας σημαδεύει ανάμεσα στα φρύδια”.
(Ο ξεναγός).
Όλη η ποίηση της Δήμητρας Χριστοδούλου “μας σημαδεύει ανάμεσα στα φρύδια”. Ο Ξεναγός μας στον “Παράκτιο οικισμό” της, είναι η ίδια, και πως αλλιώς θα μπορούσε να γίνει. Είναι ένας κουρασμένος έως απαυδισμένος κηπουρός-ξεναγός, συνεχώς μου θύμιζε τον Κάρολο Μπωντλαίρ, που αρκετά γνωρίζω, μιας και το περιβόλι της αρδεύουν επίσης τέσσερα πέντε Spleen, η βαθύτατη μελαγχολία της ποιήτριας, σπαρακτική και σχεδόν κατασπαράσσουσα το υποκείμενο “ποιήτρια”, αφού αφορά σχεδόν τα πάντα και μοιάζει με αποχαιρετισμό. Θαρρείς πως αισθάνθηκε στη στροφή ετούτη της ζωής και της τέχνης της το απόλυτο “μάταιον” του κόσμου, και κατόρθωσε να βρει και τις λέξεις για να το πει.
Άρχισε η μέρα κοιτάζοντας πίσω της
Με το ανάστροφο βλέμμα του αρρώστου
Που κοιτάζει σ’ ένα μαύρο χωνί.
…………………………………………..
Το καναρίνι ακουγόταν ακούραστο
Με τον ενθουσιασμό του σκλάβου που πείστηκε
Πως είναι εδώ το σίγουρο τέλος.
(Διασπορά)
Ή στο “Κατά κανόνα”:
Βγήκα λοιπόν να δω το μαύρο άστρο
Που είχε κρεμαστεί ψηλά. Τα ρουθούνια του
Πάλλονταν μ’ ανυπόφορη θλίψη.
Με τέτοια τελεσιδικία απόγνωσης και συμπερασμάτων οφείλεις να τα βγάλεις πέρα διαβάζοντας την καινούρια της δουλειά στον “Παράκτιο Οικισμό”. Αυτό που σε κρατά είναι μονάχα η ομορφιά των στίχων της. Αληθινή ‘πηγή λαλέουσα’ η Δ.Χ., θα εξορύξει την λέξη και θα την ενθέσει εκεί που είναι χρειαζούμενη και μόνο. Χαρά της ανάγνωσης λοιπόν, σπάνιο αίσθημα στις μέρες μας, που θάλλει μέσα στην απόλυτη, σχεδόν ασυμβίβαστη, θλίψη των ημερών και των στίχων ήδη από το εισαγωγικό ποίημα:
Μια φωνή απ την κοιλιά ως το λαρύγγι
Τραβούσε τα ξέφτια της μέσα μου.
Με τόση ορμή την είχε αρπάξει η νύχτα,
Που άφησε πίσω της ένα αυλάκι.
( Περί το τέλος της ημέρας)
Στα δυο αστικά ποιήματα, “Καρτ Ποστάλ” και “Μετά το σινεμά μια μπύρα”, ο σπαραγμός για την “ακατοίκητη πατρίδα” ανεβαίνει περισσότερο, “τρέμει ξεδοντιασμένο το χτενάκι της Ακρόπολης” και “η Αθήνα με το βλέμμα της άνοιας”….
παιδιά κι εγγόνια δεν γνωρίζει πια
μόνο τον υδαρή πολτό θορύβων
που παρατείνει τον βίο της…
ώσπου η ποιήτρια θα τολμήσει πλέον “Το πανηγύρι”, μ’ ένα εγώ που οικτείρει ειρωνικά την ιδιότητά του:
Να δω την πάνδημη κηδεία μου
…………………………………..
Τώρα μπορώ να σκύψω στα χαρτιά μου,
Να γράψω στίχους σαν και τούτους: Μάταιους.
Κι αν εδώ κυριαρχεί ο αυτοσαρκασμός, όσο και η καρυωτακική μνήμη της διασκέδασης στην κηδεία του ποιητή, πλην ανεστραμμένη και πανηγυριώτικη, μέχρι και των μικρών παιδιών ασχολία με “Ζαχαρωμένα φρούτα, λιβάνι,” “Κι ο άγγελός μου τα χαρτζιλικώνει αδρά”, στο επόμενο ποίημα “Ανεπιστρεπτί”,
Ακούς τη θάλασσα να χτυπάει
Κι ο κάτω κόσμος ανεβαίνει ανοιχτός
…………………………………………..
Παστώνει μια κομπρέσσα αρμύρα τον τρόμο σου
Κειμήλιο βρώσιμο δακρύων
Η μεταφορά και η μετωνυμία, η πρωτοτυπία της εικόνας που αιφνιδιάζει τον αναγνώστη της, είναι τα όπλα της Δήμητρας στον “μάταιο”, όπως τον λέει, αγώνα της για αφύπνιση, πηγή τους όμως είναι η βαθύτατη απόγνωση ενός ανθρώπου που αρνείται να παραμυθιαστεί και να παραμυθιάσει, επειδή δεν αντέχει πια την βαριά αλυσίδα της αυταπάτης. “Ντυμένη απέριττα το λάλημα του γκιώνη” (Το κατάλληλο δώρο), γίνεται η Κασσάνδρα μας,
Έτσι κι αλλιώς, πίσω από κάθε ταυτότητα
Κρύβεται μια πικρή ιστορία χλεύης
Κι όμως, κι όμως, στο ποίημα που τιτλοφορεί την συλλογή, το “Παράκτιος οικισμός”, αποκαλύπτεται με απόλυτη σαφήνεια το “γιατί” αυτής της απόγνωσης. Είναι η απώλεια “της ψυχής” αυτή “η αλητεία” που την σπρώχνει, αυτή η υλική προσήλωση “στο ψωμί προορισμό μας/ χωρίς ντροπή”, “στην καραβάνα”, που την εξοργίζει, αυτή η αδηφαγία, κι εκείνη η λήθη “Πόσο να ζήσουμε ξεχνώντας το πράο φεγγάρι ποτισμένο αλάτι”. Κι εκεί βρήκα, εγώ τουλάχιστον, τον όμοιό μου, την αδερφική της φωνή να υψώνεται ρωμαλέα, όσο και πικρή, για όσα χάνονται και κινδυνεύουν σαν οριστικά από τα πολύτιμα. Κι εδώ η καρδιά του μικρού αλλά σημαντικού αυτού βιβλίου.
Ώσπου φτάνουμε στο εξαιρετικό “Συλλείτουργο”, όπου όλα θα κορυφωθούν για να αθωωθούν,
Μ’ ένα χαστούκι του παλιού θεού
Κυλάει απ’ το καμπαναριό η καμπάνα
Στη σκοτεινή μου κάμαρα
όπου ο σκληρός άγιος και ο υπότροπος μέθυσος θα οδηγηθούν μέσα από τα κλάματά τους, και την ποίησή της, σε μια συμφιλίωση σε αυτό το “… μέταλλο βαριά ταπεινωμένο” με έναν “ανεπαίσθητο παλμό εγκαρδίωσης” “Νταν Νταν, άλλος δεν έμεινε στη γη”.
Και, Αφήνει στο κομό τον Ντοστογιέφσκι στο “Συμβαίνουν αυτά”.
Ακολουθεί η “Καλή Παρέα” όπου “μικρούληδες άνθρωποι σαν εμένα, αθροιζόμαστε σαν τα σπουργίτια πίσω από το τζάμι “, Τα κοτσιδάκια με φιόγκο”, και το καταπληκτικό “Το τελετουργικό”:
…
Ήθελε να σημάνει κάτι αλλά
Μέσα στην υπνηλία της αλήθειας
Χανόταν του ονείρου η εγρήγορση.
Δεν θέλω να πω άλλα, η πολλή ανάλυση βλάπτει την καλή ποίηση, ελπίζω να σας κέντρισα τόσο που να την διαβάσετε.