Δουλεύω τριάντα τρία χρόνια στο υπόγειο του νοσοκομείου. Είμαι εξήντα χρόνων. Εξήντα μισό σχεδόν. Σκέφτομαι να πάρω σύνταξη σε δυο χρόνια και να πάω να ζήσω σε κάποιο νησί, μικρό νησί, χωρίς θόρυβο. Νομίζω ότι θα μ’ αρέσει να ψαρεύω. Δεν το έχω κάνει ποτέ, αλλά νομίζω ότι θα μ’ αρέσει. Να κάθομαι ώρες πάνω σε βράχια μοναχός, εγώ και το καλάμι μου. Φοβάμαι βέβαια πως μόλις πιάνω κανένα ψάρι, θα το πετάω πίσω στα νερά. Δεν θέλω άλλο θάνατο στη ζωή μου. Έχω δει πολύ θάνατο. Κουράστηκα.
Δουλεύω τριάντα τρία χρόνια στο υπόγειο του νοσοκομείου -πριν ήμουν σε διάφορες δουλειές, απ’ τα δεκαοχτώ δουλεύω, έχω μαζέψει μπόλικα ένσημα. Άλλα χρόνια τότε, μεροκάματο και ένσημο. Την είχα για τιμή μου την καρτέλα με τα ένσημα. Μου ‘λεγε ο μακαρίτης ο πατέρας μου «Το ένσημο είναι ιερό. Θα το απαιτείς. Μη γλυκαίνεσαι που τάχα θα ’χεις μεγαλύτερο μεροκάματο, αν δουλεύεις μαύρα. Μπροστά σου θα το βρεις». Δίκιο είχε. Μόλις που είχα πατήσει τα είκοσι οχτώ, βρέθηκε ένα μέσο -ξέρεις τώρα πώς γίνονται αυτά τα πράγματα-μ’ έχωσε στο νοσοκομείο. Πρώτη φορά είχα σταθερή δουλειά. Απ’ την αρχή με ‘φέραν στα υπόγεια κι εδώ έμεινα. Δεν ζήτησα ποτέ να μ’ αλλάξουν πόστο. Ήταν ήσυχα εδώ. Δυο μεγάλα εργαστήρια, μια μονάδα ακτινολογικού και το νεκροτομείο. Στο νεκροτομείο είμαι χρεωμένος αλλά βοηθάω και στα εργαστήρια, κυρίως στο ακτινολογικό. Με γνωρίζουν όλοι και όλους τους γνωρίζω. Πιο πολύ συμπαθώ τον καινούριο μικροβιολόγο. Είναι καλό παιδί, καταδεκτικό, αλλά δεν είναι αυτό που μ’ έκανε να τον συμπαθήσω από την αρχή. Τις πρώτες μέρες που ήρθε εδώ, με κάλεσε να μεταφέρω επάνω κάτι αποτελέσματα εξετάσεων κι ήταν βουρκωμένος. «Κοπελίτσα», μου λέει, «είκοσι χρόνων, την έφεραν από αυτοκινητιστικό. Προχωρημένη λευχαιμία, δεν το ξέρει» και τσάκισε η φωνή του. Καλό παιδί, πονετικό. Θ’ αλλάξει κι αυτός με τα χρόνια, δεν γίνεται αλλιώς, αλλά για την ώρα έχει μια γλύκα, παιδική η ψυχή του. Πάω καμιά φορά όταν δεν έχουμε δουλειά και οι δυο και τα λέμε. Ωραία μιλάει. Έχει ταξιδέψει πολύ. Μου λέει για τις πόλεις που επισκέφτηκε. «Ο κόσμος», μου λέει, «δεν είναι χώρες, είναι πόλεις». Μ’ αρέσει να τον ακούω. Έπειτα εκείνος με βάζει και του λέω ιστορίες από τα παλιά, από τον πατέρα μου που ήταν οικοδόμος.
Με τα χρόνια, ακούγοντας γιατρούς και νοσοκόμες, έμαθα πολλά πράγματα για το ανθρώπινο σώμα και τις λειτουργίες του. Ξέρω και πολλούς όρους. Μερικές φορές, όταν είμαι σε καμιά παρέα, μ’ αρέσει να κάνω εντύπωση πετώντας δήθεν τυχαία έναν όρο, ο πυλωρός σφιγκτήρας, ας πούμε, ή, ακόμα πιο πολύ μια ολόκληρη φράση, παραδείγματος χάριν, «η νήστις και ο ειλεός φέρουν κυκλοτερείς πτυχές». Ωραία δεν ακούγονται; Με κοιτούν τότε με θαυμασμό αυτοί στην παρέα. Μερικές φορές με ρωτούν για θέματα υγείας. Λέω τα λίγα που ξέρω και τους παραπέμπω σε κάποιο γιατρό του νοσοκομείου που δουλεύω. «Πρέπει να δεις τον διευθυντή της γαστρεντερολογικής», λέω «Κορυφή. Να κλείσεις ένα ραντεβού μαζί του». Δεν μ’ αρέσουν όσοι κάνουν τους έξυπνους επειδή δουλεύουν δίπλα σε γιατρούς και δίνουν συμβουλές, ως και φάρμακα προτείνουν. Όχι, εγώ επιμένω να στέλνω τον κόσμο στους γιατρούς. Το πολύ που μπορώ να κάνω είναι να προτείνω την ειδικότητα. Μέχρις εκεί.
Στο νεκροτομείο υπάρχουν πολλοί θάλαμοι όπου τοποθετούμε τους νεκρούς μέχρι να τους πάρουν τα γραφεία κηδειών. Καμιά φορά μένουν εκεί πολύ καιρό. Τους λυπάμαι. Τόσο μόνοι. Είναι σκληρό να ζεις μόνος αλλά είναι ακόμα πιο σκληρό να μην σε αναζητά κανείς μετά το θάνατό σου. Να μη νοιάζεται κανείς να ασχοληθεί για τελευταία φορά μαζί σου, να σε θάψει. Η μοναξιά των νεκρών μου φαίνεται πιο μεγάλη και πιο δύσκολη. Ευτυχώς έχω τον αδελφό μου. Πολύ καλό παιδί, εφτά χρόνια μικρότερος, έχει οικογένεια –ένα γιο δώδεκα χρόνων, ο ανηψιός μου. Έχω τη φωτογραφία του πιτσιρικά στο γραφειάκι του νεκροτομείου, το τραπεζάκι δηλαδή δίπλα στο φοριαμό που τακτοποιούμε τους φακέλους. Μ’ αρέσει να κοιτάζω το μουτράκι του, γλυκό παιδί, αλλά άτυχο, παράλυτο στα κάτω άκρα, στο καροτσάκι. Λίγο μετά που έγινε εφτά· από ατύχημα.
Πιο πολύ ακόμη και από τους νεκρούς που μένουν καιρό παρατημένοι στα ψυγεία, με πονάνε τα μέλη. Έχουμε ένα ψυγείο όπου τοποθετούμε μέλη του ανθρώπινου σώματος που δεν μπορούμε να ταυτοποιήσουμε και να τα συνδέσουμε με κάποιο νεκρό. Μας έχει φέρει η αστυνομία κάποιες φορές ένα χέρι, ένα πόδι, συνήθως δάχτυλα χεριών μας φέρνουν. Έρχεται ο ιατροδικαστής και η ομάδα του, φωτογραφίζουν προσεκτικά, κάνουν εξετάσεις, παίρνουν DNA, γράφουν εκθέσεις. Έπειτα εμείς, εγώ δηλαδή πιο πολύ αλλά και ο συνάδελφος της άλλης βάρδιας, βάζουμε μια ταμπελίτσα με νούμερο επάνω, κάθε μέλος έχει ένα δικό του νούμερο. Πρώτα τοποθετούμε το μέλος σε μια ειδική μαύρη σακούλα, τραβάμε το σπάγκο στο λαιμό της ώστε να κλείσει καλά και τον δένουμε με προσοχή. Μετά παίρνουμε την ταμπελίτσα, ελέγχουμε σχολαστικά το νούμερο και περνάμε ένα γαλάζιο κορδελάκι στην τρύπα που υπάρχει στο πάνω μέρος της. Με το γαλάζιο κορδελάκι την δένουμε σφιχτά πάνω στη μαύρη σακούλα και βάζουμε το μέλος στο ψυγείο.
Στο ψυγείο νούμερο 14 έχουμε πολλά μέλη και τα φυλάμε. Εκτός από τις μαύρες σακούλες, μέσα στο 14 υπάρχουν και τρία μεγάλα κουτιά. Εκεί φυλάμε συνήθως μέλη ανθρώπων που σκοτώθηκαν σε εργατικά ατυχήματα. Όσοι ήταν ντόπιοι ή είχαν χαρτιά, εντάξει, θα βρουν την ανάπαψη – κι αυτοί και οι δικοί τους. Αλλά ξέρεις πόσους φέρνουν στα εργοστάσια οι εργολάβοι χωρίς χαρτιά, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, δυο μέρες δουλειά εδώ, τρεις παρά πέρα, κι αν γίνει κανένα ατύχημα μήτε που φαίνονται πουθενά. Ποια μάνα τους κλαίει στις μακρινές τους χώρες…
Κάθε δέκα χρόνια κάνουμε εκκαθάριση του ψυγείου με τα μέλη, αφού προηγουμένως ελέγξουμε σχολαστικά τα στοιχεία που πρέπει να κρατήσουμε μήπως τυχόν τα χρειαστεί κανείς στο μέλλον. Έχει τύχει να εξιχνιαστεί έγκλημα μετά από χρόνια και χρειάστηκαν στοιχεία που είχαμε στα αρχεία μας για ένα δάχτυλο –ένα αντρικό δείκτη δεξιού χεριού.
Πριν από έντεκα μέρες μας έφεραν μερικά πτώματα από το μεγάλο ατύχημα του τρένου. Τα πιο πολλά βέβαια τα πήγαν στο Πανεπιστημιακό. Μας έφεραν και τέσσερις σακούλες με μέλη, από τις δέκα οχτώ συνολικά, όπως έμαθα. Η μια σακούλα είχε μόνο στάχτες. Τόσα κορμιά κι όλα μαζί δυο-τρεις φούχτες στάχτη. Αυτήν την στείλαμε όμως εμείς στο Πανεπιστημιακό· δεν είχαμε τα κατάλληλα όργανα για διαχωρισμό και εξετάσεις.
Ο νεαρός μικροβιολόγος είχε χλωμιάσει, άσπρισε το πρόσωπό του, έλεγα τώρα θα πέσει. «Ανθρώπινα υπολείμματα» μου είπε «έτσι πρέπει να λέμε, δεν χρειάζονται ευφημισμοί. Να καταλάβει ο κόσμος». Ήρθαν δυο ιατροδικαστές με τις ομάδες τους, κάτι άλλοι ειδικοί, γιατροί από το δικό μας νοσοκομείο -όσοι μπορούσαν και όσοι δεν χρειάζονταν επάνω για τους τραυματίες. Τρεις μέρες δούλευαν οι ομάδες μέρα -νύχτα, να βρουν ό,τι μπορούσαν για να γίνουν οι ταυτοποιήσεις -περίμεναν απ ’έξω οι συγγενείς, να δώσουν αίμα κι ό,τι άλλο, να βρεθούν τα DNA, να ταυτοποιηθούν οι άνθρωποί τους -ό,τι έμεινε από αυτούς δηλαδή- να πάρουν τα κομματιασμένα κουφάρια να τα θάψουν. Σιωπηλοί, ξενηστικωμένοι, λίγο νερό παίρναν κι ίσα που ‘βρεχαν τα χείλια τους, ούτε να κάτσουν δεν είχαν κουράγιο, όρθιοι, ώρες και μέρες, ποιος ξέρει, μπορεί να έλπιζαν στο θαύμα. Πότε-πότε κάποιος δεν άντεχε· έβγαιναν μουγκρητά από τα στήθια του, κατάρες και φώναζε ένα όνομα ξανά και ξανά. Κάποιος τότε τον αγκάλιαζε και του ‘λεγε ψέματα.
Τα ‘χα δει κι άλλη φορά αυτά, τότε με την μεγάλη πυρκαγιά σε κείνο το μέρος κοντά στη θάλασσα , πώς το λέγαν να δεις, όλο το ξεχνάω. Όταν τη σκέφτομαι, τη φωτιά λέω, όταν τη σκέφτομαι… Πώς είναι, στα καλά καθούμενα, έτρεχε ωραία το τρένο και μετά… ο θόρυβος, η ζέστη, να μην μπορείς να πάρεις ανάσα, άλλοι να πηδούν από τα παράθυρα, άλλοι τρομοκρατημένοι να μην μπορούν να κουνηθούν από τη θέση τους και η φωτιά να ‘ρχεται. Πληρώσαν εισιτήριο για να πεθάνουν… Πληρώσαν εισιτήριο σ’αυτούς που τους έστειλαν στο θάνατο. Όσο το σκέφτομαι… Σε δυο χρόνια να πάρω τη σύνταξή μου και να φύγω για ένα μακρινό, ήσυχο νησί…
Όταν τέλειωσαν όλα κι αποδόθηκαν πτώματα και μέλη, καθαρίσαμε το χώρο και τοποθετήσαμε μερικά αταυτοποίητα -έτσι τα λένε οι ειδικοί- στο ψυγείο. Ποιος ξέρει ποιο μεταναστάκι ταξίδευε με το τρένο και δεν το ‘χουν πάρει χαμπάρι οι δικοί του εδώ ή στη μακρινή του χώρα και δεν το αναζήτησαν το κακόμοιρο Αυτό μπορεί να γίνει καιρό μετά. Θα τους δώσουμε ό,τι ανήκει στο κορμί του στη μαύρη σακουλίτσα, να το θάψουν. Άλλοι είναι ακόμη λιγότερο τυχεροί. Δεν τους αναζητά κανείς και μια μέρα τα μέλη καταλήγουν σε ειδικούς κλιβάνους καταστροφής.
Ανάμεσα στα αταυτοποίητα ήταν και μια ωλένη. Δεν είχε μείνει καθόλου υλικό για DNA, πλήρης απανθράκωση, στάχτη σχεδόν. Την έβαλα με μεγάλη προσοχή στην μαύρη σακούλα για να μην διαλυθεί και την έκλεισα τοποθετώντας το ταμπελάκι στην κορφή της εκεί που την έδεσα για να την ασφαλίσω. Έπειτα με ακόμη μεγαλύτερη προσοχή την έβαλα στο ειδικό ψυγείο. Δεν ξέρω γιατί την σκέφτομαι συνέχεια. Την ωλένη. Μόνη της και αταυτοποίητη. Το μόνο που ξέρω είναι ότι ανήκε σε γυναίκα, γύρω στα πενήντα, αλλά καμιά γυναίκα γύρω στα πενήντα δεν ταξίδευε σ’ αυτό το τρένο, όπως έδειξαν οι έρευνες. Γύρευε τώρα σε ποιο σταθμό ενδιάμεσο ανέβηκε με ανώνυμο εισιτήριο. Πρέπει να ήταν ψηλή γυναίκα, το οστό είναι μακρύ. Το ωλεόκρανο έχει χάσει μερικώς το σχήμα του. Οι γιατροί είπαν ότι σε παιδική ηλικία θα πρέπει να είχε υποστεί κάταγμα, να δεις πώς το είπαν, α, ναι, κάταγμα Μοντέγκια ή κάπως έτσι, δεν το έπιασα καλά κι όταν το κοίταξα στη Βικιπέντια το είχε με λατινικούς χαρακτήρες και δεν μπορώ να είμαι σίγουρος για την προφορά. Πάντως θα ήταν ψηλή γυναίκα. Αυτό είναι σίγουρο. Προχτές το βράδυ που είχα βάρδια, άνοιξα το ψυγείο και της μιλούσα. Της έδωσα ένα όνομα, την είπα όπως λέγανε τη μάνα μου, είχε σπάσει κι εκείνη το χεράκι της όταν ήταν νέα κοπέλα, πριν παντρευτεί τον πατέρα μου, πολύ πριν κάνει εμένα και μετά τον αδερφό μου. Και της μιλούσα πολλή ώρα για να μη νιώθει μόνη. Άραγε, αν είναι ξένη και δεν μιλά ελληνικά, θα με καταλαβαίνει; Θα με καταλαβαίνει πιστεύω, τέτοιες ώρες μια είναι η γλώσσα των ανθρώπων.
Χτες το πρωί, ήρθαν για να πάρουν μερικά μέλη για ταφή. Ανήκαν, μάθαμε τελικά, σε ένα τριαντάρη ιδιοκτήτη ταβέρνας κάπου στο Βορρά. Νιόπαντρος ο φουκαράς, ταξίδεψε για να ζητήσει από ένα θείο του δάνειο για το μαγαζί του. Μετρήσαμε, ελέγξαμε, ξανά και ξανά. Την ώρα που κλείναμε το κιβώτιο δεν το άντεξα. «Να μείνει», είπα «μέσα μου μοναχή της στο ψυγείο, παρατημένη, άγνωστη; Ποιος θα πάθαινε κάτι αν…». Στα υπολείμματα του νεαρού ταβερνιάρη δεν υπήρχε ωλένη. Έβγαλα γρήγορα χωρίς να με δει κανείς την ταμπελίτσα, είπα στο συνάδελφο να κάνει μια άλλη δουλειά για να τον απασχολήσω και ετοίμασα χωρίς να με δει κανείς μια νέα με τα στοιχεία του νεαρού ταβερνιάρη, έδεσα το κορδελάκι στη σακουλίτσα με την ωλένη και την έβαλα μαζί με τα υπόλοιπα. Έκανα το σταυρό μου να μην καταλάβει κανείς τίποτε. Σφράγισα το κουτί, υπέγραψα την απόδειξη παράδοσης και το έστειλα επάνω με το συνάδελφο.
Από αύριο θα αναπαύεται δίπλα σε ένα άγνωστό της άντρα. Τι πειράζει; Έχουν την οικειότητα του κοινού θανάτου. Κάηκαν στο ίδιο βαγόνι. Είναι οι νεκροί του τρένου.
Μπορεί να ζητήσω να βγω νωρίτερα στη σύνταξη. Του χρόνου ή σε λίγους μήνες. Λίγο πριν γίνω εξήντα ένα συμπληρώνω τα σαράντα χρόνια δουλειάς. Και εξήντα ένα θα γίνω σε επτά μήνες. Θα πάω σε ένα εργατολόγο να μου πει τι να κάνω. Μετά θα ψάξω για το νησί που έλεγα. Θα βρω ένα σπίτι με δυο δωμάτια. Το ένα για τον αδερφό μου. Για να έρχεται το καλοκαίρι ο αδερφός μου με την οικογένειά του. Με το ανήψι μου. Και όποιος άλλος θέλει. Θα τρώω φρούτα και θα έχω μια μεγάλη κληματαριά στην αυλή μου. Θα βάζω σταφυλάκια σε ένα πιάτο για την γυναίκα εκείνη. Να συγχωρήσει.
4.3.2023
Μαρώ Τριανταφύλλου – Βιογραφικό
Γεννήθηκα στην Αθήνα, το 1963. Σπούδασα Φιλοσοφία στην Αθήνα και έκανα μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι στη Σημειολογία («Ψυχική υγεία και ψυχική ασθένεια στο 18ο αιώνα») και την Φιλοσοφία της Τέχνης («Σώμα, τρέλα, λόγος στο θέατρο του Αρτώ»). Εκπόνησα τη διδακτορική μου διατριβή στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης στο Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας υπό τη διεύθυνση του καθηγητή της Αρχαίας Ιστορίας, Δημήτρη Κυρτάτα, με θέμα «Από τους άταφους νεκρούς στις αυτοκρατορικές κηδείες. Ο θάνατος στην Ύστερη Αρχαιότητα».
Αρθρογραφώ σε εφημερίδες και περιοδικά, έντυπα και ηλεκτρονικά από το 1990 για θέματα τέχνης, πολιτισμού και εκπαίδευσης, αλλά και για θέματα σχετικά με το επιστημονικό μου αντικείμενο («Παγανιστικά στοιχεία και συμβολισμοί στη Χριστιανική Θρησκεία», «Ναθαναήλ, μια ιστορία από το Λαυσαϊκόν του Παλλαδίου Ελενοπόλεως» αλλά και το βιβλίο «Απόκρυφες Πράξεις Παύλου και Θέκλας», μαζί με την ιστορικό Δέσποινα Ιωσήφ, εκδ. Κατάρτι, 2006 και προσφάτως «Η αυλή των θαυμάτων» μετάφραση και εισαγωγή στον παραδοξογράφο Φλέγοντα Τραλιανό και στο «Μαρτύριον Πέτρου», Παν. Εκδόσεις Κρήτης, 2022). Είμαι μέλος της συντακτικής επιτροπής του διαδικτυακού περιοδικού για την Ύστερη Αρχαιότητα Post Augustum.
Με την θεατρική κριτική ασχολούμαι από το 1999 και έχω δημοσιεύσει κριτικές σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες. Είχα την σελίδα θεατρικής κριτικής στην κυριακάτικη εφημερίδα «Εποχή» («Απ’ την πλευρά του θεατή») από το 1999 μέχρι το 2018. Στην ίδια εφημερίδα έκανα επίσης θεατρικό και πολιτιστικό ρεπορτάζ. Μετά την αποχώρησή μου από την εφημερίδα συνεργάστηκα για λίγο με την ιστοσελίδα Artplay.gr. και μετά με το περιοδικό «Άνθρωπος», στο οποίο μου έχουν ανατεθεί οι θεατρικές σελίδες. Προσφάτως ξεκίνησα συνεργασία θεατρικής κριτικής με το νεοεκδοθέν περιοδικό «Αντίλογος». Η σελίδα «Από την πλευρά του Θεατή» που είχα στην ΕΠΟΧΗ έχει μεταφερθεί από το καλοκαίρι του 2022 στην ιστοσελίδα «Κόκκινο και Μαύρο». Ασχολούμαι επίσης με το θέατρο και έχω σκηνοθετήσει σχολικές και ερασιτεχνικές παραστάσεις, ενώ το 2016 έκανα την πρώτη μου επαγγελματική σκηνοθεσία με την «Κλυταιμνήστρα» της Μ. Γιουρσενάρ. Το 2018 σκηνοθέτησα την «Υπηρέτρια Τσερλίν» (από τους Αθώους του Χέρμαν Μπροχ).
Άρχισα να δημοσιεύω σε λογοτεχνικά περιοδικά από το 1990. Το πρώτο μου μυθιστόρημα, «Η Άννα» (εκδ. Δελφίνι) εκδόθηκε το 1994, ακολούθησε το μυθιστόρημα «Η Εύα» (Δελφίνι, 1998). Το 2005 εκδόθηκε η νουβέλα «Το διαμέρισμα τη Οδού Πατησίων» (εκδ. Αίολος) και το 2009 οι νουβέλες «Η Δάφνη και το Βουνό» σε ενιαίο τόμο (εκδ. Εμπειρία) και το 2013 η συλλογή διηγημάτων «Τι νέα από το στρατόπεδο του Κρίσενβελτ;» (εκδ. Εύμαρος). Υπό έκδοση αυτόν τον καιρό μια ακόμα συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο «Αινίγματα» (εκδ. Εύμαρος). Συμμετείχα επίσης στους συλλογικούς τόμους «Αναπνέοντας την κιμωλία» (1998, εκδ. Σαββάλας) και «Chercher la … France» (εκδ. Αντίκτυπος, 2007). Διηγήματά μου έχουν δημοσιευτεί σε πολλά περιοδικά και έχουν μεταφραστεί στα ιταλικά και ισπανικά. Μεταφράζω κυρίως από τα γαλλικά (Φρανσουα Νταγκονιέ «Οι μεγάλοι φιλόσοφοι και οι φιλοσοφίες τους», Ζακ-Υβ Μασόν, Η απομόνωση, Σελίν Μπελόγκ «Ο Χάιντεργκερ και η τέχνη του να είσαι ο εαυτός σου» όλα για τις εκδόσεις Μελάνι και υπό προετοιμασία το βιβλίο του Ducat “Hilotisme» για τις Παν. Εκδ. Κρήτης).
Εργάζομαι ως εκπαιδευτικός στη δημόσια μέση εκπαίδευση. Έχω διδάξει μετάφραση φιλοσοφικού και ιστορικού δοκιμίου στο Γαλλικό Ινστιτούτο (IFA), λογοτεχνία στη Δραματική Σχολή του Πειραϊκού Συνδέσμου και ελληνικά ως ξένη γλώσσα στο Ανοιχτό Σχολείο Μεταναστών Πειραιά..
Blogs
marotora.blogspot.com (Διηγήματα και Νουβέλες)
marotriantafyllou.wordpress.com (Γράφοντας)
Άφωνη