ΘΕΟΦΟΡΟΥΜΕΝΗ (σχ. 2)
ΚΡΑΤΩΝ
Αν κάποιος από τους θεούς ερχότανε και μου ’λεγε:
« Κράτων, άμα πεθάνεις, πάλι θα γεννηθείς απ’ την αρχή
και ό,τι θες θα γίνεις, σκυλί, πρόβατο, τράγος,
άνθρωπος, άλογο. Γιατί δύο φορές πρέπει εσύ να ζήσεις.
Αυτό σου ’ναι γραφτό και ό,τι θέλεις διάλεξε».
Κάνε με ό,τι άλλο να ’ναι, θαρρώ θα του ’λεγα ευθύς,
μονάχα άνθρωπο να μη με κάνεις.
Γιατί ’ναι αυτό το μόνο πλάσμα
που άδικα και ευτυχεί και δυστυχεί.3
Το διαλεχτό το άλογο περσότερο
και πιο προσεκτικά από τα άλλα το φροντίζουν.
Αν είσαι καλός σκύλος, θα σ’ εκτιμούνε
πιο πολύ από το σκύλο τον κακό.
Αν είσαι ράτσας κόκορας, διαφορετικά θα τρέφεσαι
− κι ο παρακατιανός τον δυνατότερο φοβάται.4
Μα άνθρωπος αν είσαι τίμιος,
από καλή γενιά, βέρος αρχοντογέννητος,
κανένα όφελος δεν έχεις στην τάξη που ’σαι τώρα.
Ο κόλακας, αυτός καλοπερνάει πάνω απ’ όλους,
δεύτερος έρχεται ο συκοφάντης κι ο κακοήθης τρίτος.
Κάλλιο να είναι γάιδαρος κανείς,
παρά να βλέπει αυτούς που ’ναι κατώτεροί του
να ζούνε μια ζωή πιότερο τιμημένοι.
ΚΙΘΑΡΙΣΤΗΣ (σχ. 5)
Εγώ, Φανία, νόμιζα ότι οι πλούσιοι
που στη ζωή τους δεν υπάρχουνε τα δανεικά,
τις νύχτες δε στενάζουν μηδέ γυρίζουν πάνω κάτω
στο στόμα έχοντας το αχ και βαχ,
αλλ’ ότι κάνουνε ύπνο γλυκό και ήσυχο
κι ότι αυτά συμβαίνουνε μονάχα στους φτωχούς.
Μα τώρα βλέπω πως κι εσείς
που όλοι, ναι, μακάριους σας λένε,
παρόμοια μ’ εμάς τραβάτε.
Μην άραγες κι έχουν κάποια συγγένεια η λύπη κι η ζωή;
Η λύπη συντροφεύει την πλούσια ζωή,
την ένδοξη ζωή ακολουθεί
και με τη φτωχική ζωή γερνάει αντάμα,
κοντά της μένοντας μέχρι την τελευταία τη στιγμή.