Τέχνη Εισαγωγής και Αντιγραφής
Πριν δεκαπέντε χρόνια, όταν, με τον Νίκο Αλεξίου και άλλους επτά φίλους, αποτολμήσαμε το “Θ ΟΠΩΣ ΘΕΑΤΡΟ”, έλεγα σε ένα κείμενο που επιχειρούσε να οριοθετήσει τις προθέσεις και τις κατευθύνσεις μας:
“Να κάνουμε Τέχνη με τα όνειρα μας κι όχι εκ των ενόντων·
με το περίσσευμα της ψυχής μας κι όχι με τα ελλείμματά της·
με το κορμί μας και το μυαλό μας κι όχι με τους κανόνες ή τη μόδα·
με τη λιτότητα μιας πλούσιας πνευματικότητας κι όχι με τη μιζέρια μιας πνευματικής φτώχειας·
με το ολίγο το δικό μας κι όχι με το “πολύ” των άλλων.
Γι’ αυτούς που το ’χουν ανάγκη κι όχι γι’ αυτούς που θα χειροκροτήσουν·
γι’ αυτούς που θα λένε ευχαριστώ κι όχι μπράβο·
γι’ αυτούς που αναζητούν “ολίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κι έρμο”.
Γι’ αυτούς που μας αγάπησαν· γι’ αυτούς που αγαπάμε· γι’ αυτούς που θα μας αγαπήσουν.
Για να ’χουμε δυο στιγμές και τρεις ανθρώπους να θυμόμαστε στις κρύες νύχτες του απογεύματος.
Για να γίνει ο ενεστώτας χρόνος της ελπίδας.
Γιατί το παρελθόν άθαφτο σαπίζει· γιατί το μέλλον είναι ήδη παρόν και ουρλιάζει· και κανείς δεν ακούει.”
Δεκαπέντε χρόνια μετά, οφείλω να ομολογήσω ότι η στασιμότητα είναι η εξέλιξη. Απλώς το Παρελθόν το θάβει σιγά-σιγά η φυσική φθορά, το μέλλον έγινε παρόν (τα έχει ισοπεδώσει όλα) και κάνεις δεν κατάλαβε τίποτα. Το Μέλλον εξακολουθεί να ουρλιάζει, όμως εμείς γυρνάμε πλευρό και συνεχίζουμε τον μαζικό ύπνο. Οι 1700 “επαγγελματικές” παραστάσεις μέσα σε μια χρονιά, δηλαδή ας πούμε επί δέκα καλλιτέχνες που εμπλέκονται στην κάθε μια, ίσον 17000 καλλιτέχνες του θεάτρου, τι κατάφεραν εκτός από την αύξηση του αριθμού τους; Ο αριθμός των θεατών παραμένει πάνω-κάτω σταθερός. Στην Επίδαυρο και στα καλοκαιρινά θέατρα μάλλον μειώνεται κιόλας. Τα sold out των μικροσκοπικών θεάτρων είναι πολύ ωραία, αλλά δεν πρέπει να δημιουργούνται από φίλους και τζάμπα θεατές.
Η Κρίση θα έπρεπε να μας υποχρεώσει να ξανακοσκινίσουμε το Παρελθόν, να συλλέξουμε τις ακριβές αξίες (που κατακτήθηκαν με θυσίες και πάθος) και να τις κάνουμε φάρους και σημάδια πορείας για το Μέλλον. Εμείς, αντιθέτως, καταφύγαμε πάλι στην πατροπαράδοτη ελληνική συνταγή από την εποχή της Βαυαροκρατίας: να κάνουμε εισαγωγή “πολιτισμού” από την Εσπερίαν και μάλιστα δια της αντιγραφής. Copy and Paste, αντί του Κόπος και Πάθος.
Όπως στη σύγχρονη καταστροφική παγκοσμιοποιημένη οικονομία, οι πολιτικές καθορίζονται από τα χωρίς πρόσωπα διεθνή Κέντρα, με μυστήριες και μυστικές διασυνδέσεις νομιμο-παράνομων κρατών και εταιρειών, έτσι και στο σύγχρονο Πολιτισμό κουστωδίες θεωρητικών της Τέχνης σε διασύνδεση με επιλεγμένους (από ποιους;) καλλιτέχνες, ορίζουν τι είναι σύγχρονο και τι μοντέρνο. Το μεταμοντέρνο, που εφηύραν, προ ετών, για να ονοματίσουν το τίποτά τους, ευτυχώς, εγκατελείφθη, γιατί δεν είχε ανθρώπινη αναγκαιότητα και επομένως κοινωνική απήχηση, όπως κάθε μόδα.
Φτιάχνουμε καλλιτεχνικές και πνευματικές φούσκες και το μόνο που μας απασχολεί, είναι να γίνουν επώνυμες, να τους δώσουμε όνομα, για να φιλοξενούνται στα κανάλια. Στα κανάλια φιλοξενούνται οι καλλιτέχνες, όχι το έργο τους. Οι σύγχρονοι, θεσμικοί και μη θεατρικοί παραγωγοί, ενδιαφέρονται περισσότερο για την προοικονόμηση και την προβολή του καλλιτεχνικού έργου πριν την έκθεση του στο κοινό (για να προπωλήσουν τα εισιτήρια) και καθόλου δεν τους ενδιαφέρει αυτό καθαυτό το καλλιτεχνικό προϊόν. Τους αρκεί να έχει “επώνυμο δημιουργό” κι ας είναι η αντιγραφή της αντιγραφής. Υπάρχουν καλλιτέχνες που το κοινό τους εγκαταλείπει ή τους σιχαίνεται. Κι όμως επιμένουν (ποιοι, αλήθεια;) να τους κρατούν στην κυκλοφορία, επειδή τόσος κόπος, τόσο χρήμα, τόση εκατέρωθεν ανταλλαγή εξυπηρετήσεων, δεν γίνεται να πάνε χαμένα.
Εν τω μεταξύ, τα παντός είδους σχολεία εκπαίδευσης καλλιτεχνών όλο και μετατοπίζονται από τη βασική αναγκαιότητα διδασκαλίας των αρχών της τεχνικής υποστήριξης της τέχνης τους και την αυτονόητη ηθική στάση του καλλιτέχνη απέναντι στην Τέχνη και στην Κοινωνία, μετατοπίζονται λέω, στη διδασκαλία συνταγών κατασκευής, μεθόδων πώλησης ή μεταπώλησης προκαθορισμένων μοντέλων, με γνώμονα την εξασφάλιση μιας θέσης στην “Αγορά”. Πάλι, κι εδώ, το μοντέλο που αντιγράφεται από τη λειτουργία της σύγχρονης Οικονομίας, όπου οι τάσεις και οι αξίες καθορίζονται από τις “Αγορές”.
Αυτό το σύγχρονο δίκτυο και δίχτυ, επειδή διαθέτει το χρήμα και τα μέσα, μπορεί να κατασκευάζει καταναλωτικά προϊόντα (εν πολλοίς αναλώσιμα), να αλώνει συνειδήσεις (άτιμη ανεργία) και να κατευθύνει το κοινό προς τη Μόδα, χρηματίζοντας “καλλιτέχνες” και “μεταπωλητές”. Και μετά, παρέχει, σε αντάλλαγμα των υπηρεσιών, αναγνωρισιμότητα (όχι αναγνώριση) ή μια ανάρτηση του ονόματος (όχι του έργου, γιατί το έργο είναι άνευ ενδιαφέροντος) στις καλλιτεχνικές σελίδες εφημερίδων και περιοδικών και διαδυκτιακών τόπων. Και ο καλλιτέχνης φωτογραφίζεται ή αυτο-φωτογραφίζεται, αναρτάται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τα likes είναι η κοινωνική του καταξίωση.
Ποιος θέλει να απεξαρτηθεί απ’ αυτή την τοξική κατάσταση; Μα, βεβαίως, ο καλλιτέχνης που σκιαγραφείται στην αρχή αυτού του κειμένου, αυτός που μπορεί να αντισταθεί στον εγωισμό και στην κενότητα των φωτεινών επιγραφών και των ανούσιων τίτλων και να επιδιώξει την εμβάθυνση στο καλλιτεχνικό έργο και στην επικοινωνία με την καθεύδουσα κοινωνία. Την κοινωνία που μισοκοιμάται στον καναπέ της, περιμένοντας να έρθει η ώρα για το σουξεδοσήριάλ της (του τύπου των ανθρωποφαγικών παιγνιδιών με τα πολλά δώρα). Κι όμως, αυτή ακριβώς η κοινωνία έχει μεγαλύτερη ανάγκη την Τέχνη, όσο κι αν προσπαθούν τα απρόσωπα Κέντρα να την πείσουν (και να μας πείσουν) για το αντίθετο, όσο κι αν προσπαθούν να την αποκοιμίσουν εντελώς.
Οι καλλιτέχνες που, διαχρονικά, αναγνωρίστηκε η αξία τους ήσαν αυτοί που πραγματικά μπόρεσαν να επικοινωνήσουν και να συνομιλήσουν με το Πλήθος. Βεβαίως δεν βλάπτει η αναγνώριση και η αποδοχή από τις Ελίτ, όμως πρέπει να μη μας διαφεύγει ότι αυτή η αναγνώριση έρχεται μετά από την αρχική απόρριψη και την προσπάθεια φίμωσης του Καλλιτέχνη, μέχρι τη στιγμή που αντιλαμβάνεται, η Ελίτ, ότι δεν θα τα καταφέρει να πνίξει την Τέχνη του Μεγάλου Καλλιτέχνη και, την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενη, αναγνωρίζει και συντάσσεται, για να διατηρήσει τη δική της ύπαρξη στην εξέλιξη των Καιρών.
Αντισταθείτε στην αναπαραγωγή “επιτυχημένων” μοντέλων και κυρίως των δικών σας επιτυχημένων εργασιών.
Ανακαλύψτε τη Μοναδικότητα σας μέσα στη συνεχώς μεταβαλλόμενη Κοινωνία και συνταχθείτε με τις ανάγκες της.
Ο Καλλιτέχνης πρέπει να είναι Χρήσιμος. Αν καταφέρει και να αμείβεται γι’ αυτή τη χρησιμότητα του, είναι σε καλό δρόμο για την κατάκτηση του Νοήματος της Τέχνης και της Ζωής.