Δύσκολη εποχή για ποίηση, όπως πάντα…
Αρχικώς με παραπλάνησε η ορθογραφία της λέξης. Ελλάσματα, σκέφθηκα, δεν γράφεται με δύο λάμδα. Είναι δυνατόν να ξέφυγε τέτοιο λάθος; Τι συνέβη; Και ξαφνικά, κάπου εκεί ανάμεσα στα αν και στα ίσως, το μυαλό μου ξαστέρωσε. Η παιγνιώδης διάθεση του ποιητή, συμπέρανα. Αυτό είναι. Αποκρυπτογραφώ κατά την δική μου, αεράτη, προσληπτική ικανότητα και καταλήγω. Ελλάσματα. Τα άσματα της Ελλάδας. Αυτό μού προκύπτει. Άσματα χωρίς μουσικές νότες, πλημμυρισμένα όμως από νότες συναισθήματος Ελληνικής λυρικής ψυχής. Και βεβαίως, μιλώ για τη νεότευκτη ποιητική συλλογή του Ιάκωβου Θήρα Καραμολέγκου με τον τίτλο “Ελλάσματα”, από τις εκδόσεις “Κοράλλι”.
Μια συλλογή που το εναρκτήριο ποίημά της οριοθετεί το ύφος και το μέτρο, ενώ το αμέσως επόμενο καθορίζει το γεωγραφικό στίγμα της συναισθηματικής διαδρομής με λέξεις αφτιασίδωτες που δεν παραπλανούν, αλλά συμπράττουσες, δίνουν στίχους που προκαλούν καίριες ρηγματώσεις στις πρόσκαιρες και αμφίβολες αξίες των ημερών μας. Πώς να ξεπεράσεις λοιπόν τον στίχο “Η πρώτη έννοια σου το ρίγος της αφής”, αφού έτσι αρχίζεις ν’ αντιλαμβάνεσαι τον κόσμο κι έτσι, ασυνειδήτως ή ενσυνειδήτως, συνεχίζεις; Ψαύεις το παρελθόν για ν’ αντιληφθείς το συγκροτημένο παρόν και να συνομιλήσεις διορατικά με το αβέβαιο μέλλον. Αυτή δεν είναι η διαδικασία; Αυτό δεν επιτάσσουν οι προσεγγίσεις;
Προσεγγίσεις δέσμιες θεμελιωδών αξιωμάτων όπως αυτό της διαδοχής ή καλύτερα της ανακύκλωσης της ζωής, στο οποίο ειδικώς αναφέρεται, υπογραμμίζοντας τη νομοτέλειά του “…μ’ αχάλαστα μπετά” κι υπενθυμίζοντας τον πλούτο των αναλλοίωτων αξιών στον οποίο όλοι είναι συνδικαιούχοι, αν τον αντιληφθούν και τον αδράξουν. Είναι εκεί και περιμένει αφύλακτος αλλά νοητικά και πρακτικά τόσο δυσπρόσιτος. Μόνο απαιτούμενο εφόδιο, η Καβαφική “εκλεκτή συγκίνησις”.
Αλλά ο κόσμος μας δεν είναι ούτε ιδανικός και οπωσδήποτε ούτε αγγελικά πλασμένος. Το γνωρίζει καλά ο ποιητής και δεν το αποκρύπτει. Εγκλιματίζει στην δυστοπική περιρρέουσα ατμόσφαιρα, στην συνέχεια την αγνοεί και την αντιμάχεται με την αγωνιώδη προσφορά της ψυχής, τολμά να εξιλεώσει το κακό και να το μεταλλάξει, μέσω μιας ιδιότυπης μεταφυσικής διαδικασίας, σε καλό διατηρώντας τις αναλογίες σταθερές αλλά αφανείς, για να καταλήξει συμπερασματικά με το “Σολωμίζον Δίστιχο”: “Απλή ‘ταν κι είναι η ζωή. Με λίγα μεγαλώνει. / Πλατίνα η μαυρόπετρα και το σταχτί γατόνι”.
Μ’ ευαισθησία κι ευγνωμοσύνη κλίνει ευλαβικά το γόνυ και αποτίει τον οφειλόμενο φόρο τιμής στους πρωτεργάτες και άτυπους δασκάλους της τέχνης του, ζητά συγχώρεση για την “δειλή λαλιά” των επιγόνων, απολογείται για τις
“ανομίες που νομίμως προσκυνούμε” και καταλήγει παρακλητικά σαν σε Θεϊκή δέηση : “Δώστε μας θάρρος μες στη γη της ερημιάς”.
Βεντάλια ορθάνοιχτη ο ψυχισμός του, συνεχίζει σ’ αυτό το πλαίσιο ευαισθησίας κι ευγνωμοσύνης, προσθέτοντας αυτή τη φορά και την κριτική. Αρνείται να συμβιβαστεί με τις, συνεχώς και με σκληρό τρόπο, διευρυνόμενες κοινωνικές ανισότητες, παραδέχεται το ξεπούλημα αξιών και αγώνων (Σε πουλήσαμε, Αγώνα / Στη μοντέρν’ απανθρωπιά) και προστρέχει για βοήθεια στην επαναφορά παρελθοντικών αξιακών βάσεων. Χίμαιρα όμως, μιας κι η ζωή οδηγήθηκε αλλού μέσα από άγνωστες ατραπούς και ήδη βαδίζει σε νέες, ασαφείς και ανεπίστρεπτες στράτες, αφήνοντας τις αξίες κτήμα προς χρήση λίγων, ευφάνταστων ανατροπέων.
Κλείνοντας αυτό το πλαίσιο αναφοράς, δεν παραλείπει να μνημονεύσει και να εξυμνήσει τους ένοπλους ήρωες του Ελληνισμού και τους άοπλους ήρωες της ζωής. Εκείνους που χάραξαν με ανεξίτηλα χρώματα και όχι με συμπαθητική μελάνη, τα ονόματά τους στη συλλογική μνήμη, πράττοντες κατά συνείδηση. Τιμή και δόξα, η ερμηνευόμενη κατακλείδα του, σ’ αυτούς που αναγόρευσαν το χρέος σε πρωταρχική και αυτονόητη υποχρέωση, φύλαξαν Θερμοπύλες και διέσωσαν τη ζωή.
Λιτότητα, λυρισμός και διάφανη σαφήνεια χειραγωγούν τους λεκτικούς συνδυασμούς. Κι αυτοί με τη σειρά τους οδηγούν, άλλες φορές σε λογοπαίγνια διατυπωμένα υπό τη μορφή ερωταποκρίσεων μέσα από τις οποίες απελευθερώνεται η θέαση εικόνων και χρωμάτων αποτυπωμένων σε καμβάδες μεγίστης ευκρίνειας κι άλλοτε πάλι στη διατύπωση διαπιστώσεων προσωπικής εναγώνιας παρατήρησης, με καθολική όμως ισχύ. Κρατώ τους στίχους : “Όσο αντέχω ν’ αγαπάω θα ‘μαι άχρονος / Και θα γιορτάζω μόνο νίκες μες στην ήττα”, από το καταληκτικό ποίημα της συλλογής και τους προτείνω ως αδιάψευστο κριτήριο για τον έλεγχο των ζωτικών λειτουργιών τόσο της βιολογικής όσο και της συναισθηματικής επιβίωσης.
Αποφεύγει τις επιδερμικές αναφορές, καταδύεται όσο βαθύτερα του επιτρέπεται από το διαθέσιμο οξυγόνο της αιμάτωσης των οργανικών λειτουργιών και αναδύεται με το δίχτυ του πλήρες αλιείας. Γλυκά και πικρά αλιεύματα, αισιόδοξα και πεσιμιστικά, λατρευτικά και στερητικά και κυρίως αλιεύματα ουσιαστικής και απελευθερωτικής ενδοσκόπησης και αυτοκριτικής. Όλα όμως από εκεί. Από τον εργώδη βυθό της ύπαρξης που λίγο να τον αφήσεις ανεκμετάλλευτο μπορεί να μετατραπεί σε έλος σκοτεινό και να σε πνίξει. Και πολύ σωστά το λέει στο ποίημά του “Με τα χρόνια”, πως δηλαδή η ουσιώδης και βαθιά ταπείνωση ισοδυναμεί με γιγάντωση στον κόσμο. Κι αυτό γιατί η ταπεινότητα απελευθερώνει, απαλλάσσοντας από χαμερπή ένστικτα και άγονες αντιπαραθέσεις γνωρίζοντας την αναξιοπιστία έπαρσης και ανταγωνισμού. Μόνη απαντοχή μας, λοιπόν, η αγάπη. Η αγάπη που σώζει.
Συγκινητικός ο λόγος αναφοράς στους γονείς του που αποτυπώνεται σε δύο ξεχωριστά ποιήματα. Ένα για τον καθένα. Με την ίδια αγάπη αλλά με διαφορετικούς τρόπους και υπό άλλη γωνία προσεγγιζόμενα τα γονεϊκά πρότυπα, καθαγιάζονται χωρίς ν’ αποστερούνται την γήινη υπόστασή τους. Ο λόγος για τη μητέρα άμεσος και τρυφερός, συγκεντρώνει όλα όσα αυτή αντιπροσωπεύει για τα παιδιά της καθώς και όλα όσα κρύβονται, καλά καμουφλαρισμένα, στις καθημερινές της πρακτικές και συλλήβδην την αναγορεύουν σε Θεότητα μοναδική. “Μάνα, βαθιά σ’ ευχαριστώ: / Το ζην και τ’ άστρα σου χρωστώ!”, κραυγάζει εκ βαθέων και κλείνει το ποίημα. Στον αντίποδα, αλλά με την ίδια διαφαινόμενη αγάπη, ο λόγος για τον πατέρα. Εδώ το συγκινησιακό στοιχείο προτάσσεται ως αδιαμφισβήτητη αναγνώριση της υλικής προσφοράς του που αφορά στην κάλυψη των βιοτικών αναγκών. “Πολύ το κούρασες το γήινό σου ντύμα, / Πολλά στερήθηκες για να ‘μαστε καλά”, εξομολογείται απροκάλυπτα, έτσι σαν δικαίωση του αγώνα του, ενώ παράλληλα, με σκωπτική και τρυφερή συνάμα διάθεση κάνει αναφορές στις συνεχείς παραινέσεις και υποδείξεις που κακά τα ψέματα, κουράζουν τα παιδιά. Όπως και να ‘χει ένα το συμπέρασμα. Γονείς, άγρυπνοι παραστάτες και προστάτες της ζωής των παιδιών τους, με διαφορετικές φορεσιές, αλλά κοινό το χρυσό πάπλωμα. Ευτυχισμένοι όσοι αξιώθηκαν την κάλυψη αυτής της ζεύξης.
Τίποτα δεν λείπει από την συλλογή. Εικόνες καθημερινότητας, γεωγραφικοί τόποι στην Ελλάδα αλλά και αλλού και συναισθήματα συνυφαίνουν την ποιητική του αφήγηση. Γεγονότα ανακαλούνται για να συνδράμουν, το κάλλος της αρχαιολογικής παρακαταθήκης αναδεικνύεται για να ισοσταθμίσει την περιβαλλοντική επιβάρυνση της μεταμοντέρνας εποχής, το ποδόσφαιρο εμπλέκεται ως καταλύτης παθών και εκτόνωσης κοινωνικών προβληματισμών, ακόμα και ιδιότυποι καλαντισμοί επιστρατεύονται για να προκύψουν οι καταγραφές, με το Αιγαίο και τα δειλινά του να διατηρούν την πρωτοκαθεδρία μιας αλληγορικής μεταφοράς. Όλα μέσα από την επίμονη, την διεισδυτική ματιά του με την υπόσχεση της πίστης στην αιώνια μαθητεία. “Ήμουν και θα ‘μαι μαθητής και δεν σχολώ”, μας λέει με την πειθώ του ταξιδευτή-εξερευνητή.
Για τελευταίο σχολιασμό άφησα το θέμα που διατρέχει από την αρχή έως το τέλος τούτη την όμορφη συλλογή, που άλλο δεν είναι από το δίπολο γυναίκα-έρωτας. Πλήθος οι αναφορές σ’ αυτά. Η γυναίκα με τις πολυποίκιλες μορφές της, η πολυεπίπεδη προσφορά της που καθορίζει και την ανωτερότητά της, ο πόνος της ερωτικής ασυμβατότητας που εκφράζεται είτε σαν αποδιωγμένο παράπονο (Την είχα όλη την αγάπη που ζητούσες), είτε σαν μεγαλόψυχη αποδοχή κατάληξης (Θέλω απλώς να ‘σαι καλά και τίποτ’ άλλο) και τέλος τα σπαρακτικά “Ισως γιατί η γη μας ήθελ’ αλλωνών”, “Ζω και ονειρεύομαι τις έναστρές μας νίκες” και “Ηλιους αρνήθηκα που δεν θα ξαναβγούν”. Ο έρωτας, βλέπετε, ανακυκλώνεται μέσα από τη λύπη, μιας και ξεκινά ως οργιαστική συμπαράταξη κυτταρικής επανάστασης και καταλήγει ως αντεπιστέλλουσα απώλεια.
Πολλά ήταν αυτά που ήθελα να πω, λίγα κατάφερα να καταγράψω. Συγκινήθηκα, δονήθηκα, ανίχνευσα. Άθροισα σε πνεύμα και συναίσθημα. Σειρά σας τώρα να ανακαλύψετε τον προσωπικό σας μύθο. Η ανάγνωση των “Ελλασμάτων” θα σας το προσφέρει απλόχερα.