Ένας ύμνος στην Θήρα. Να τι είναι η τελευταία ποιητική συλλογή του Ιάκωβου Θήρα Καραμολέγκου. Ένα τραγούδι -αδιάφορο αν είναι-πρωινό, μεσημεριανό ή βραδινό-, για τον τόπο που τον μεγάλωσε, τον δίδαξε και ανεξίτηλα αποτυπώθηκε στην ύλη και στο πνεύμα του. Μια Σαντορινιά ποιητική διαδρομή ευαίσθητα προσεγγιζόμενη, που τον διεκδικεί ολοκληρωτικά ενώ παράλληλα τον διακτινίζει σε πολλαπλές κατευθύνσεις. Κατευθύνσεις προφανείς αλλά και αθέατες, που αποκαλύπτονται στην εκλεκτική ευαισθησία του αναγνώστη και δεσμεύουν τα μονοπάτια της σκέψης του προσπαθώντας να τον εμβαπτίσουν σ’ ένα έναστρο σύμπαν, συμβατό κατ’ όνειρο. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Ξεκινώντας, σηματοδοτεί τις σταθερές του για την πορεία του στον κόσμο, τις χρωματίζει και δηλώνει την άκαμπτη πίστη του σε αυτές, ως διαδικασία συνεχούς αναγέννησης. Προτρέπει σε ταξίδια σκέψης και ύλης, με στόχο τις επωφελείς ανακαλύψεις, δελεάζοντας με εναργείς εικόνες, την καθαρότητα της σκέψης που σώζει και με την ανδρεία που, μέσω του καθαγιασμού της επιμονής μπορεί ν’ αναδειχθεί σε αστροφόρο ορίζοντα. Αστροφόρο ορίζοντα που για να τον προσεγγίσεις, πρέπει να διαθέτεις, όπως εξομολογείται εις εαυτόν, ακεραιότητα, σοφία και αλήθεια. Κι επειδή, όπως καλά γνωρίζει, η αλήθεια είναι ευεπίφορη στα ψέματα και στην υποκειμενικότητα, βρίσκει κρατήματα στο Θείο και στον Γενέθλιο Τόπο. Στον ουρανό και στην γη με άλλα λόγια, που μοιάζουν αρκετά, μαζί με τις σαρκωμένες καλοσύνες και την πολύτιμη διδαχή των ερειπίων, για ν’ αντισταθμίσουν την φυγόκεντρο τάση των πνιγηρών πειρασμών και να οδηγήσουν σ’ ένα θάνατο ανδρείο κι ευπρεπή, όταν το πλήρωμα του χρόνου το προστάξει.
Αναδυόμενη γλύκα οι αναφορές στον τόπο του ˙ την Θήρα. Αναμειγνύοντας χρώματα και μυρωδιές δεσμεύει την ομορφιά, απελευθερώνει το φώς και με στίχους δωρικούς στήνει και χαράσσει επιγράμματα προτροπών γνωριμίας, σεβασμού της ιστορίας και αποτροπής βεβηλώσεων, αποθαρρύνοντας τον, μεταφορικά μειωτικό, Γραικύλο χωρίς όμως να τον αφήνει μετέωρο, αλλά προσφέροντάς του την στέρεη δυνατότητα γήινης προσέγγισης του ουρανού λέγοντάς του : ‘Αν τα σκοτάδια σου γκρεμίσεις, Θεό και Θήρα θ’ αντικρίσεις’ ή προτρέποντάς τον ‘να οργώσει το άγιο χώμα λες κι αγκαλιάζει σώμα’.
Και φυσικά από την ποιητική του παλέτα δεν θα μπορούσαν ν’ απουσιάζουν ούτε ο έρωτας που, νοητικά και σαρκικά, τον διακατέχει και ξεσπαθώνει στο φώς, αλλά ούτε και τα όνειρα που θα πρέπει ν’ αρνηθούν την φύση τους και να μεταλλαχθούν σε σαρκωμένο φως ευωδιαστούς βασιλικούς και καλλωπιστικές πασχαλιές οργιαστικής ανθοφορίας. Επισημαίνει πάντως, σε μια ρεαλιστική του κατάφαση, πως δεν είναι δυνατή η πραγμάτωση του συνόλου των ονειρικών μας διαδρομών. Όπως και να έχει πάντως, ένα το συμπέρασμα. Η θέασή τους παρέχει προοπτική, η πραγμάτωσή τους μας ζει ενώ η άρνηση ελεύσεώς τους μας πεθαίνει.
Τον λόγο του για τις απώλειες που όμως ‘διατηρεί κλεισμένες πάντοτε στη μέσα του θάλασσα με άγια στοργή ενθύμησης’, αντί να τον διαποτίζει με λύπη κενού, τον τοποθετεί στο πλαίσιο του μοναδικού έναστρου ουρανού της Σαντορίνης και τον ντύνει με μανδύα έντιμης υπόμνησης, ευχόμενος αναβίωση κι επανασύνδεση στην φωτοπλημμύρα του όποιου σκοτεινού άδηλου τέλους, ενώ αντιλαμβάνεται τα γήινα δρώμενα ως ‘Παιχνίδια και ίχνη μόνο, σε μιαν ακτή πάνω στ’ αστέρια κι από τον κόσμο τόσο πέρα και τόσο μέσα του συνάμα’. Τιμά πάντως όλα όσα συναθροίζονται ως ‘ζωή του’, τους απονέμει τα που τους ανήκουν ανεξάρτητα από το στίγμα που άφησαν κι επιστρέφει στην μόνωσή του δηλώνοντας την αταλάντευτη πίστη του σε βασικές αξίες ‘ Μ’ είχες πει, χρόνια είκοσι πίσω την ψυχή μου να μην την πουλήσω, καλοσύνη να μην εκποιήσω, την αγάπη με σάρκα να ζήσω και προπάντων αυτό : μη λυγίσω. Είπα ‘ναι’ και το ‘ναι’ θα τιμήσω.’ αλλά και καταφάσκοντας συγκινητικά την αναπότρεπτη πραγματικότητα και τον συμβιβασμό με αυτήν στο καθ’ όσον : ‘Είναι Αύγουστος. Στην πιο ωραία νήσο. Και τούτο φτάνει.’
Τέλος, δεν διστάζει να προχωρήσει σε μια ‘Γυμνή Απολογία’ με την οποία καυτηριάζει τα ‘κακώς κείμενα’ και την αήθη συμπεριφορά προς την πατρώα γη και τις ρίζες και εκλιπαρεί την συγχώρεσή της (‘Μην παύσεις να ταΐζεις μας και να μας υπομένεις, Αγάπη να ‘σαι πάντοτε… Και ας αργοπεθαίνεις’), δεν παραλείπει ν’ αναφερθεί στο σωτήριο έρμα της ειλικρινούς φιλίας για την ασφαλή πλοήγηση σε ταραγμένα νερά (‘Καθώς περνούν οι εποχές και σιγοσβήνουν, Λίγοι οι φίλοι που κρατάς και σε κρατάνε. Είναι εκείνοι που γεννάνε μουσική, Μια μουσική όλο πιο σπάνια με τα χρόνια, Πιο ακριβή, πιο σιωπηρά ομιλητική’), αλλά και να βεβαιώσει την πίστη του στους θεμέλιους λίθους του σύντομου περάσματος από τούτη εδώ την φεγγοβόλο μα και σκοτεινή συνάμα ζωή όπως καταγράφονται στην ‘Ερωτική Εξομολόγηση’. Ξεχωρίζω ως ακροτελεύτιο στίχο της μικρής τούτης αναφοράς :
‘…Να μην προδίδω τον Θεό, τον φίλο και τον ξένο
Κι εκείνον που με σκέφτεται κι από χαρά ριγεί…’
Έργο ευαίσθητης ταξιδιωτικής διαδρομής, εσωτερικής κι εξωτερικής, το ‘Σαντορινιό Μεσημέρι’, αξίζει της προσοχής όλων μας.