για την ποιητική συλλογή “Φυτρώνει άγρια ζάχαρη” της Φωτεινής Βασιλοπούλου
Φύεται η ζάχαρη και μάλιστα ως άγρια ή καθοράται και συνομολογείται, σημειολογικά, ως το αναλγητικό του καθημερινού πόνου, ως το υλικό εκείνο που γλυκαίνει την άγρια πλευρά της ζωής; Μήπως αυτός είναι ο ρόλος που επιτελεί η ποίηση; Όπως και να ‘χει πάντως, όποια ερμηνεία κι αν επιλεγεί, πιστεύω πως ο ευφάνταστος τούτος τίτλος σηματοδοτεί την προσωρινή ίαση. Το άνοιγμα του τοξικού αποστήματος, τον καθαρισμό του και στην συνέχεια την επικάλυψή του με το ιαματικό λάβδανο της εγκαταβύθισης στην ουσία με ευκταίο αποτέλεσμα το πέταγμα προς την λύτρωση. Έστω και την πρόσκαιρη. Βαθιά αλληγορική η νέα ποιητική συλλογή της Φωτεινής Βασιλοπούλου από τις εκδόσεις ‘Κουκκίδα’, με άριστη αισθητική φροντίδα, μας παίρνει από το χέρι και μας οδηγεί μέσα από λαβυρίνθους σκέψεων, εικόνων, μυθολογικών διαπλοκών και αισθηματικών φορτίσεων προς το άνοιγμα φωτός της συναισθανόμενης κατανόησης.
Χωρισμένη σε τρεις ενότητες, αναδεύει μύθους παλιούς, τους ομογενοποιεί με νέους, τους αλείφει με το γλυκόπικρο μέλι της ζωής και τους παρουσιάζει ως αναπάντεχη, λαθραία, ανθοφορία. Ακολουθώ τα βήματα του λόγου, προσπαθώ να προσεγγίσω την σκέψη, ανασυνθέτω τις εικόνες και καταγράφω σε νέους συμπλέοντες καμβάδες, συνοδούς του εκπεμπομένου συναισθήματος, που λυτρώνει βασανιζόμενο.
Εξαιρετικό το εναρκτήριο ποίημα τόσο της πρώτης ενότητας όσο και της συλλογής ολόκληρης με τίτλο ‘Ικεσία’ διαφεντεύει με τις αλήθειες του όλα τα άλλα που ακολουθούν. Με θαυμαστή ικανότητα εισπήδησης, κουρσεύει τόσο την αλληγορία όσο και την εν τω γίγνεσθαι εκφραστική διαπλοκή, δημιουργώντας έναν παρακλητικό ύμνο για την Θεά της τέχνης της. Κι εκείνη την ανταμείβει με την αποκάλυψη, παρασημοφορώντας την με τα μετάλλια των μυστικών υπηρεσιών και της ανδραγαθίας στο πεδίο της μάχης.
Διαχρονικός και πανταχού παρών ο έρωτας, οργώνει, φυτεύει και απομακρύνεται γελώντας σε αναμονή της καρποφορίας που δεν θ’ αργήσει, ενώ το αρχέτυπο μελάνι, αραιωμένο με σκόνη παρόντος, ασμένως παραμονεύει για να καταγράψει την παραγωγή των παθών του. Πάθη που, αφού συνυφανθούν στον αργαλειό της εγκαρτέρησης, αφυπνίζονται, διεκδικούν, σχεδιάζουν αντεκδικήσεις κομμένες και ραμμένες πάνω στο, πάντοτε, διαθέσιμο ‘πατρόν της εκδίκησης’, προκαλούν νέες πληγές ‘σαν σφαχτάρια κρεμασμένα στο τσιγκέλι του χασάπη που στάζουν αίμα’, θρηνούν για την απώλεια που ‘κοιμάται σε χάη αβυθομέτρητα’, θέτουν ρητορικά ερωτήματα (‘έχει ο έρωτας φτερά;’, ‘φιλιούνται οι Θεοί πίσω απ’ τα σύννεφα;’, ‘τι χρώμα έχει εκεί πάνω η θλίψη;’), για να καταλήξουν στο σπαρακτικό ερώτημα ‘ερωτευμένες στάχτες, ποιος θα μας ενώσει;’, ‘κλαίγοντας τις νύχτες πρωινή δροσιά’.
Όμως δεν εξαντλείται αποκλειστικά στους δρόμους του έρωτα που, έτσι κι αλλιώς, διατρέχει όλη τη συλλογή. Με διακριτή ευστοχία επικεντρώνει το βλέμμα της και στον χώρο των καταστροφικών ανθρωπίνων συμβάσεων. Σ’ αυτά τα ‘πρέπει’, τα ‘πως’ και τα ‘διότι’ που ανενδοίαστα ναρκοθετούν ζωές στο όνομα μιας ανεμικής, δήθεν αντισεισμικής προστασίας της κοινωνικής θεμελίωσης, που εφευρέθηκε από τους ύποπτους υπνοβάτες της ζωής, προκαλεί έντονες ρηγματώσεις αντί να προστατεύει κι επιτείνει την θρηνολογούσα ερειπιολογία.
Κάπως έτσι πρέπει να προέκυψε άλλο ένα πολύ όμορφο ποίημα της συλλογής με τίτλο ‘Μαγεμένη Κουρούνα΄ που, μεταφορικά, απολογείται, καυτηριάζει και μοιρολογεί:
‘Θρηνείς καθώς θυμάσαι τον απέραντο ουρανό/ κλαις τις σφαγμένες πτήσεις/ και νοσταλγείς την πρωινή δροσιά/ που στα φτερά σου πια δεν θα ξανακυλήσει.’
αλλά και το άλλο που τιτλοφορείται ‘Χωρίς Χέρια’ όπου, στην δική μου οπτική, περιγράφεται η ζωή τού πολλαπλώς ακρωτηριασμένου ανθρώπου, που εις πείσμα όλων των αντιξοοτήτων μάχεται ως το τέλος εναγωνίως αναζητώντας τρόπους επιβίωσης:
‘Δείξε μου, Χωρίς Χέρια, δείξε μου πώς μπορείς!’
Δεν παραλείπει όμως ούτε στο φύλο της και στα πάθη του ν’ αναφερθεί, μιας και στους στίχους του ποιήματος ‘Δούλη Δράκου’ καθρεφτίζεται ο πόνος για τις γυναίκες που βίωσαν την κοινωνική περιθωριοποίηση ως δίκαιο κατωτερότητας και τώρα πια πέρασε ο καιρός τους, ενώ στο ποίημα ‘Η νέα κυρία Στάρκιν’, πάντοτε μεταφορικά, εναργέστατα περιγράφει την αντιζηλία του παρόντος με το αναπόφευκτο μέλλον. Γι’ αυτές που βίωσαν την προδοσία, που την ιδιαιτερότητα και την ομορφιά τους πιεστικά παραχώρησαν εν είδει ευγονικής θυσίας στον χρόνο ή την σπατάλησαν βορά στην δρακογενιά του αφανισμού και υποτάχθηκαν σε εθελόδουλη πορεία αρκούμενες σε τριγμούς και ήχους που η φαντασία τους ανάγει σε πρεμιέρα έρωτα καθημερινή. ‘Πού πήγε το κορίτσι-λευκή καμέλια;’, αναρωτιέται για να καταλήξει στην πιστοποίηση που αθεράπευτα πληγώνει: ‘Το κατοικίδιο-γυναίκα εξημερώθηκε άγριο πολύ’. Ή αλλού ‘Είχε χιονόδερμα. Είχα ρυτίδες. Είχα κυτταρίτιδα. Είχε προζυμένιες γάμπες’ και συνεπαγωγικά να διαπιστώσει πως ‘Ήταν ο γονιμοποιημένος του έρωτας. Ήμουν η προσωποποίηση της αγονίας, της αγωνίας’.
Και τι να πω για το άκρως συγκινητικό ‘Η γυναίκα του πρωτομάστορα’. Πώς να το προσεγγίσω, που είναι μια πληγή από μόνο του; Πώς να συνομιλήσω μαζί του μιας και διαβάζοντάς το, ένοιωσα τα μάτια μου να πλέουν σε ωκεανό ήρεμης δακρυρροής όταν το θυμικό μου συναντήθηκε με τον μύθο, τον εξάγνισε και τον υπέταξε στην μέγιστη ενορχηστρωτική εικόνα της ζωής. Αυτής της μητέρας-παιδιού. Της πρώτης, της άδολης, της αναλλοίωτης στοργικής επαγρύπνησης. Τυχεροί όσοι βίωσαν την πραγμάτωσή της. Μέγα το δίκιο της ποιήτριας λοιπόν που στηλιτεύει:
‘Ποιος πρωτομάστορας σ’ έχτισε/ και δεν άφησε απέξω ούτε ένα δάχτυλο/ ν’ αγγίζεις το μωρό σου/ μια ίριδα να το βλέπεις να μεγαλώνει/ μισή πατούσα να κουνάς την κούνια του/ μισό στήθος να το θηλάζεις;’
Κι αν ήταν να διαλέξω ένα και μόνον ποίημα από την πρώτη ενότητα ετούτης εδώ της όμορφης συλλογής, δεν θα ‘ταν άλλο από την θαυμάσια ‘Ακρόαση ρόλου’. Κι αυτό γιατί πιστεύω πως ταιριάζει γάντι στην πολύμορφη, πολυστένακτη και πολύπαθη κοινωνία μας. Την κοινωνία που θέλγεται από την μυρωδιά του φρέσκου αίματος, που σαν μαγνήτης την έλκουν τα αλλότρια βάσανα, επιχαίρουσα κατ’ ουσίαν, θεατρικώς ολοφυρόμενη κατ’ όψιν. Γι’ αυτήν που σαν κρατημένος σκύλος αναμένει την κατασπάραξη της αδυναμίας αναγορεύοντας την σε δίκαιο, γι’ αυτήν που με ψευδή επίφαση απρόσκλητη εμπλέκεται στο κάθε τι ψαρεύοντας σε βρώμικα νερά τους θησαυρούς της. Ζήτωσαν λοιπόν ‘η φρέσκια σφαγμένη σάρκα των οχτώ’ και ‘Το Έθνος που παραληρεί μπροστά απ’ το αρχαίο θέατρο της Πλάσμα’. Γιατί, δυστυχώς, αυτή είναι η αλήθεια. Είτε το θέλουμε είτε όχι. Ας θρυμματίσουμε επιτέλους τον καθρέπτη της παραμορφωτικής παραπλάνησης κι ας αντικρίσουμε κατάματα την αλήθεια του ποιήματος. Ίσως και να σωθούμε.
Με μια ιδιότυπη μελωδία ήχων πάνω σε λιμπρέτο λέξεων, σωμάτων και εθίμων, ξεκινά η δεύτερη ενότητα της συλλογής. Οι χαμένες ευαισθησίες ανακτώνται, επανέρχονται στο φως και μεταναστεύουν σε μια νέα ζωή με την ελπίδα πως τούτη τη φορά όλα θα είναι διαφορετικά. Συμβολισμό της μετενσάρκωσης του έρωτα για την ζωή θα χαρακτήριζα το ποίημα ‘Μουσικός Μελωδός’ που διαλαλεί πως όλοι, έμψυχα και άψυχα, έχουν την δυνατότητα και το δικαίωμα σε μια δεύτερη ευκαιρία, αρκεί ‘στοργικά να τοποθετηθούν ανάμεσα στις σιωπές’ και σταδιακά να τις εκτοπίσουν δημιουργώντας νέες, χρήσιμες παύσεις. Και λέγοντας ‘σιωπές’, προφανώς εννοεί τα μαύρα κενά της ζωής, τις χαοτικές εκείνες οπές που δημιουργούν γεγονότα και καταστάσεις που είτε παραπλανούν, είτε εκφεύγουν τελείως του όποιου δυνατού ελέγχου.
Ούτε και προς την Ελληνική θαλάσσια πατρίδα ξεχνά να στρέψει το βλέμμα της. Έτσι στο ποίημά της ‘Ak Deniz’ ή ‘Αιγαίο’, με τον ιδιαίτερο δικό της μεταφορικό τρόπο, υποκλίνεται και μιλά για όλους εκείνους που σε θαλασσινό σταυρό μαρτύρησαν για χάρη της, αλλά η θυσία τους ξεχάστηκε στην γαλάζια απεραντοσύνη. Γι’ αυτούς που η μέριμνα της θύμησης και της φροντίδας αφέθηκε στην μητέρα φύση, στα φτερωτά και στα υδρόβια, που εργολαβικά την ανέλαβαν χωρίς τίμημα. Επενδύοντας μόνον στην διδακτική, την δημιουργική αλλά και επιβεβλημένη θύμηση, μιας και θάνατος ουσιαστικός δεν είναι τίποτε άλλο πέρα από την οριστική απόσβεσή της.
Συγκινητικά πιστοποιεί την απώλεια (‘στην κάμαρα νυχτώνει πίσσα/ η αδειανή μεριά σου στο κρεβάτι/ τεράστια μα πιο πολύ αβάσταχτο το/ να σε νιώθω στο σκοτάδι’) και προτρέπει με ένθερμη ψυχική δέηση σε ανάσταση συντροφικότητας με δελεαστική προσφορά
(‘Δεύρο έξω κι ανάστηθι/ όλα σε περιμένουν’), ενώ χρησιμοποιώντας ως όχημα-ερέθισμα ένα ‘Λινό Τραπεζομάντηλο’ στιγματισμένο από λερώματα του παρελθόντος, έντεχνα αφηγείται την πορεία μιας ζωής σε τόπους όπου δεν υπάρχει χώρος για το περιττό. Σε τόπους όπου η ζωή επαναλαμβάνεται καθημερινά ως η απαραίτητη καταβολή της τιμής του τετιμημένου χωρίς ελπίδα αναστροφής και σιάξης, με τελικό αποτέλεσμα την περιποίηση της σιωπηλής μεταθανάτιας ύλης, την έκθεσή της σε ζωή φωτός άπνοο και την φαντασίωση μιας μελλοντικής συνομιλίας με γήινους ή ουράνιους όρους.
Από τον ιατρικό κύκλο των ποιημάτων της, ονοματοδοσία δικής μου επινόησης, ξεχωρίζω την προσπάθειά της να εξευμενίσει το αναπότρεπτο μαύρο με την μοσχοβολιά του λεμονανθού (‘Placebo’), την εξαιρετική αναφορά της στην Τρίτη ηλικία και στα προβλήματα που την ταλανίζουν στο πρόσωπο ‘ενός αδύναμου/ ολομόναχου σαν καλαμιά στον κάμπο/ασυνόδευτου ανθρώπου’ (‘Ορθοπαιδική Πλήρης’), ενώ για τα δυο τελευταία ποιήματα αυτής της δεύτερης ενότητας ‘Οδηγίες Προς Ποιητές Για Απόξεση Συναισθημάτων’ και ‘Έξοδος’ δεν έχω κάποιο σχολιασμό πέραν της αναφοράς στην αλήθεια του τελευταίου στίχου για το πρώτο ‘Λοιπόν, καλοί μου ποιητές, αν θέλετε να γράφετε ποιήματα, σφαδάξτε!’ και της συγκλονιστικής καταγραφής για το δεύτερο κρατώντας θεοφύλακτες τις διαπιστώσεις πως ‘…η εγγύτητα μας κρατά όρθιους…/…η συμπάγεια μας διατηρεί ζωντανούς…/…η ανελέητη ομορφιά σώζει…’, προφανώς ουσιώδεις για τον πεπερασμένο βηματισμό μας, αλλά τακτικά απεμπολούμενες δίκην κάποιας οιονεί συμφεροντολογίας. Και τα τραίνα θα συνεχίσουν να γεμίζουν και ν’ αδειάζουν ερήμην μας…
Η τρίτη και τελευταία ενότητα της συλλογής χαρακτηρίζεται από έντονη σημειολογική αφηγηματικότητα, και θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως η ενότητα της έκφρασης σε μια άλλη διάσταση μιας και η χρήση του φανταστικού αποτυπώματος, συνεχής και έντονη, ανιχνεύει πραγματικούς λειμώνες ευαισθησίας σε μια προσπάθεια ν’ αποστάξει και την ύστατη ικμάδα του ταλαιπωρημένου συναισθήματος. Τον χορό ανοίγει η ευαίσθητη ‘Νεραντζούλα’ όπου η ‘ελπίδα κλεισμένη σε κουκούτσια πικρά’ παντρεύεται με την, εννοιολογικά συνώνυμη, ‘άνοιξη που καλπάζει στρώνοντας με πέταλα ακόμα και παγωμένα μάρμαρα’, για να συνεχίσει με την ανίχνευση των ‘Παράξενων Κήπων’ που δημιουργούν ‘οι ανισόπεδες διαβάσεις του ύπνου’, της μεταφυσικής αναζήτησης. Την σκυτάλη παίρνουν οι ΄Σταγόνες Στο Χιόνι’ για να πιστοποιήσουν την πλησμονή του ατελέσφορου μιας και ‘Σε κλαδιά/ κρεμασμένα/ στραγγίζουν η λύπη το ταξίδι/ τα όνειρα’, ‘Κορμιά’ μεταβολίζονται σε ‘φωσφορούχα λιπάσματα λύκων’, ‘τα όνειρα τους σφαγμένα’ κείτονται στο αιματοβαμμένο χιόνι μιας δήθεν αγνότητας, ενώ τα ‘εχθρικά βλέμματα-αχινοί’ καραδοκούν και ‘οι σκορπιοί κολυμπούν παραπλεύρως της ευτυχίας’ μια διαρκής απειλή για το ‘φυτό του εσωτερικού χώρου, τον έρωτά μας. Αυτή την κρυφή αγάπη.’ (Ruscus Aculeatus Εσωτερικού Χώρου). Ευφυής ο παραλληλισμός μήλου-καρδιάς στο ‘Η καρδιά Δεν είναι Μήλο’ αλλά και της μαύρης ή λευκής (αισιόδοξης-απαισιόδοξης) γραφής στο ‘Album’, ναρκοθετεί το συμπέρασμα μιας και η αντιστράτευση των απόψεων είναι ορατή και αφήνει ανοικτή την προοπτική εκτίμησης αναλόγως του ανοίγματος της γωνίας συναισθηματικής φόρτισης μέσω της οποίας όλα αυτά είναι ιδωμένα. Ο έρωτας επανέρχεται ως ‘Κύκνος στα οδοφράγματα των αστεριών’ παραπονούμενος τόσο για την απουσία όσο και για την καθυστερημένη ανταπόκριση (‘Οι στάχτες μου σαπούνι/ νεκρά απολεπίζουν κύτταρα στο σώμα της απουσίας’ και ‘Απειροελάχιστα έναστρα δευτερόλεπτα παραπονιούνται/ πάλι άργησες.’) προκαλώντας τον θαυμασμό για την μεταφορά σε τούτο εδώ το διαμαντάκι της τρίτης ενότητας με τίτλο ‘Άρης καλεί Αφροδίτη’ που προδήλως καταγράφει πως πόλεμος και ομορφιά εμφορούνται και εμπνέονται από την ίδια λεκτική απεικόνιση. Την κατάκτηση. Και δεν θα μπορούσα να τελειώσω την αναφορά μου σε τούτη την ενότητα χωρίς ν’ αναφερθώ στο καταληκτικό ποίημα της ενότητας αλλά και της συλλογής ‘SS Poesia’ παραπέμποντας, αν ερμηνεύω σωστά, στο καράβι της ποίησης που το παρακαλεί να μας ταξιδέψει ‘σαν στρείδια κολλημένα στην καρίνα του’ και τελικώς το εγκαλεί ‘Μην αργείς να σφυρίξεις’ προειδοποιώντας το πως ‘βιαστικά ο βυθός μας βουλιάζει.’. Και τι άλλο να πεις για την ποίηση πέρα από ‘Μέθυσέ μας…’ και ‘…ανέλκυσέ μας στο φως.’;
Εν κατακλείδι, πρόκειται για μια, βαθιά, αλληγορική ποιητική συλλογή με έντονο το συναισθηματικό και ερωτικό στοιχείο, τα οποία εύχομαι να εντοπίσετε κι εσείς κατά την προσωπική σας ανάγνωση. Γιατί πρέπει να την διαβάσετε με προσοχή και με την προσήκουσα συναισθηματική προσέγγιση. Τιμή και δόξα για τους πρωτεργάτες, τους ογκόλιθους της ποίησης, αλλά κάποτε πρέπει ν’ ασχοληθούμε και με τους επιγόνους τους κι ιδιαίτερα με αυτούς που κάτι έχουν να πουν. Κι απ’ ότι φαίνεται, η Φωτεινή Βασιλοπούλου διαθέτει ένα αξιόλογο απόθεμα που πρέπει να έρθει στο φως και να του επιμερισθούν τα που του ανήκουν και αξίζει.