Ανελκύστε τη Σελήνη! – ανελκύστε τη Σελήνη! κραύγαζαν αλαλάζοντας τα πλήθη. Μυριάδες εκατομμύρια άνθρωποι, τρομοκρατημένοι, είχαν μαζευτεί στις ακτές κάνοντας λιτανείες και παρακλήσεις στους θεούς να σηκώσουν το φεγγάρι από το βυθό της θάλασσας και να το επαναφέρουν στον ουρανό. Ορθόδοξοι παπάδες, μουσουλμάνοι ιμάμηδες, καθολικοί αββάδες, βουδιστές ιερείς, Εβραίοι ραβίνοι και προτεστάντες πάστορες, παραμερίζοντας τις μέχρι πρότινος θανάσιμες έχθρες των θρησκειών τους, έψαλλαν και λιβάνιζαν όλοι μαζί ικετεύοντας τον Παντοκράτορα να σώσει τη γη από την συντέλεια που την απειλούσε. Ο κόσμος λουσμένος στον ιδρώτα, άλλοτε ζεματιστό από τον καύσωνα και άλλοτε παγωμένο από το φόβο, στριμωχνόταν στις παραλίες και τους κάβους περικυκλώνοντας το μεγάλο πέλαγος το οποίο βάσταγε στα σπλάχνα του το δορυφόρο του πλανήτη μας. Γυναίκες γονυπετείς, παιδάκια κλαμένα και λιποψυχισμένοι άντρες, χτυπώντας απελπισμένα το στήθος τους, κοίταγαν κάθε νύχτα τον ουρανό διαπιστώνοντας με δέος την απουσία της Σελήνης.
Το φοβερό φαινόμενο άρχισε πριν ένα μήνα περίπου. Η ολόλαμπρη πανσέληνος δέσποζε στο ξάστερο στερέωμα μέχρι τη μέση της βραδιάς. Ξάφνου, εντελώς απρόσμενα, εξαφανίστηκε. Στην αρχή όλοι νόμιζαν ότι επρόκειτο για μια Σεληνιακή έκλειψη συνηθισμένη να συμβαίνει, σε πολλούς τόπους, κατά τη γιόμα του φεγγαριού. Η σκιά της γης όμως δεν αποσύρθηκε ποτέ από την ορατή πλευρά του μοναδικού της δορυφόρου και η φωτεινή επιφάνειά του δεν ξαναφάνηκε, όπως συνέβαινε σε όλες τις προηγούμενες εκλείψεις, μέχρι να ξημερώσει. Οι ξενύχτηδες που είδαν το φαινόμενο, γυναίκες σε οίστρο, άντρες πιωμένοι, ερωτευμένα ζευγαράκια, άστεγοι, δουλευτές της νύχτας, τρελοί ποιητές, θαλασσοπόροι, παράνομοι μετανάστες, δοξολογούντες καλόγεροι, και παθιασμένοι τζογαδόροι, μόλις αντίκρισαν το λυκαυγές παρέδωσαν – ανυποψίαστοι – τα κουρασμένα τους κορμιά στις αγκάλες του Μορφέα χωρίς να πάρουν τίποτε χαμπάρι. Μονάχα οι αστρονόμοι δεν μπόρεσαν να κλείσουν μάτι, παρότι τα βλέφαρά τους πονούσαν από την αϋπνία, γιατί αυτοί ήξεραν… Γνώριζαν, με μαθηματική βεβαιότητα, πως καμία έλλειψη δεν έλαβε χώρα σε τούτη την πανσέληνο αλλά κάτι άλλο, εφιαλτικό, συνέβη αυτή τη νύχτα!
Το επόμενο βράδυ ο ουρανός ήταν ανέφελος και όλοι περίμεναν την ουράνια Αστάρτη ν’ ανατείλει ολοστρόγγυλη. Ανέμεναν να τους γελάσει προβάλλοντας και πάλι το πασίγνωστο πρόσωπο που σχημάτιζαν οι σκιές των σεληνιακών κοιλάδων πέφτοντας πάνω στην ολόχρυση επιφάνειά της. Τη γυναικεία όψη με μάτια, μύτη και το μεγάλο χαμόγελο που θαύμαζαν ν’ αποτυπώνεται στη δίδυμη αδερφή της γης. Μάταια όμως! Εκείνο πεισματικά κρυβόταν πίσω από τις βουνοκορφές αρνούμενο να τους χαρίσει την οικεία του μορφή. Η σκυταλοδρομία του ανεξήγητου είχε πλέον αρχίσει! Ο πυρετός των επαϊόντων χτύπησε πάνω από σαράντα όταν πλάι στους αστρονόμους προστέθηκε τώρα και μια ολάκερη στρατιά από επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων. Τα καλώδια των κομπιούτερς άρπαξαν φωτιά και τα πανεπιστημιακά κιτάπια τσαλακώθηκαν από το βεβιασμένο ξεφύλλισμα των σελίδων τους. Έπρεπε πάση θυσία να δοθεί μια εξήγηση για την, πέραν κάθε φυσικού Νευτώνειου – κβαντικού ή Αϊνστάνειου νόμου, εξαφάνιση της Σελήνης…
Ο σαματάς από την εξωφρενική φυσική καταστροφή πήρε σύντομα καταιγιστικές διαστάσεις. Οι εφημερίδες, το internet, η τηλεόραση, ακόμα και τα τηλέφωνα βομβάρδιζαν και την έσχατη ακρούλα της οικουμένης με την εφιαλτική είδηση: Το πλανητικό σύστημα κατέρρεε! Η προαιώνια ισορροπία του θρυμματίστηκε με την απρόσμενη και ανερμήνευτη απόσυρση του φεγγαριού. Άνευ έκρηξης, δίχως λάμψη, χωρίς πάταγο, έσβησε ακαριαία από τον ουράνιο θόλο. Η πανάρχαιη θεά των υδάτων: η Ιστάρ των Ασσυρίων – η Σιν των Βαβυλωνίων – η Νάνα των Χαλδαίων – η Ίσιδα των Αιγυπτίων – η Λίλιθ των Ιουδαίων – η Κεριντγουέιν των Δρυίδων – η Λούνα των Ρωμαίων, ή η Εκάτη των αρχαίων Ελλήνων, έμοιαζε να έχει εγκαταλείψει τους λαούς που την λάτρεψαν. Η θεά των θαλασσοπόρων, των ταξιδευτών, της μετακίνησης, της ανταλλαγής, της μετανάστευσης, έδινε την εντύπωση πως – αγανακτισμένη με τις ιεροσυλίες κάποιων ανθρώπων πάνω στους προστατευόμενούς της – αποσύρθηκε από την σκέπη του κόσμου. Όλο το πράγμα έμοιαζε περισσότερο με μαγεία παρά με φυσικό φαινόμενο, με μαζική υστερία παρά με πραγματικότητα, με μαγγανεία παρά με υπερφυσική ενόραση.
Τις πρώτες μέρες δεν ήταν αντιληπτά συμπτώματα ή επιπτώσεις από το παράξενο γεγονός. Οι πάντες, ο καθένας από το μετερίζι του, είχαν πέσει με τα μούτρα για να εξηγήσουν τ’ ανερμήνευτα. Πολλοί θεολόγοι μίλαγαν για την δευτέρα παρουσία. Αρκετοί επιστήμονες πίστευαν στο πέρασμα κάποιας αόρατης μαύρης τρύπας η οποία κατάπιε το δορυφόρο. Συνομωσιολόγοι πλάσαραν σενάρια μυστικών πειραμάτων από την ΝΑΣΑ. Φανατικοί καλόγεροι ισχυρίζονταν πως ο Σατανάς, λόγω των ανθρώπινων αμαρτιών, είχε νικήσει τον αρχάγγελο Μιχαήλ και πήρε σαν λάφυρο την πριγκίπισσα της νύχτας. Κάμποσοι αστροφυσικοί θεωρούσαν ότι ένα παράλληλο σύμπαν πέρασε κοντά μας ρουφώντας τη Σελήνη στην σκουληκότρυπα που ενώνει το δικό του χωροχρόνο με τον δικό μας. Αυτά και άπειρα άλλα σενάρια έδιναν κι έπαιρναν. Ο λαός δεν ήξερε τι να πρωτοπιστέψει. Ότι έφτασε η συντέλεια του κόσμου; Μήπως ήταν μια οφθαλμαπάτη; Μπας και σκοτεινές δυνάμεις κατασκοπείας και κρυφών επιστημονικών δοκιμών έπαιζαν παιχνίδια στην πλάτη της ανθρωπότητας; Οι κοινοί θνητοί είχαν χάσει τα λογικά τους και αλαφιασμένοι απαιτούσαν, εδώ και τώρα, εξήγηση και λήψη μέτρων για τη σωτηρία της ζωής στη γη.
Τα πρώτα συμπτώματα, ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους. Το χρώμα της θάλασσας από γαλάζιο μετέπιπτε σε ερυθρό. Ταυτόχρονα η θερμοκρασία των υδάτων αυξανόταν ραγδαία. Πέντε περίπου βαθμούς μέσα σε μια μόνο βδομάδα! Κάτω από την παγκόσμια κατακραυγή ανταγωνιστικές εταιρείες, διαφορετικοί επιστημονικοί φορείς, εχθρικά κράτη, μυστικές υπηρεσίες, ιερατεία αντικρουόμενων θρησκειών, στρατιωτικοί μηχανισμοί και όλοι όσοι μπορούσαν να συνεισφέρουν στην έρευνα αναγκάστηκαν να συνεργαστούν και να συντονίσουν τις ενέργειές τους. Μέσα σ’ ελάχιστα εικοσιτετράωρα σμήνη τεχνιτών δορυφόρων σάρωναν και την τελευταία γωνίτσα της φύσης. Κορυφαίοι επιστήμονες απ’ όλες τις φυλές ένωσαν τις γνώσεις τους σε μια γιγαντιαία επιχείρηση αναζήτησης του χαμένου φεγγαριού. Η πρωτοφανής στην ιστορία του κόσμου οικουμενική συνεργασία καρποφόρησε τάχιστα.
Η πρώτη διαπίστωση ήταν ότι η Σελήνη είχε πέσει μέσα στη θάλασσα!!!
Ασύλληπτο! Ολόκληρο ουράνιο σώμα να είναι μέσα στα νερά ενός γήινου αρχιπελάγους… Και πως διάολο δεν πήρε κανείς χαμπάρι τέτοια πτώση και μάλιστα δεν διαλύθηκε η γη από την τρομερή σύγκρουση; Απαντώντας στα καίρια ερωτήματα η δεύτερη διαπίστωση ήταν ότι όσο κατέβαινε ο όγκος του συρρικνωνόταν, με αποτέλεσμα σε όλες τις φάσεις της πτώσης το φαινόμενο μέγεθος του φεγγαριού παρέμενε σταθερό! Τελικά όλη του η μάζα, όπως συμβαίνει στα άστρα νετρονίων, συμπυκνώθηκε στη διάμετρο μιας μπάλας ποδοσφαίρου! Κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει πως έγιναν όλα τούτα. Δεν ήταν ώρα όμως για θεωρητικές αναζητήσεις… Έπρεπε αμέσως να λυθεί το πρόβλημα, είτε το προκάλεσε η μια είτε η άλλη αιτία… Πράγματι το υπέρπυκνο φεγγάρι στον πάτο του αρχιπελάγους ήταν μια ωρολογιακή βόμβα. Η τρίτη διαπίστωση ήταν όντως ζοφερή. Λόγω της υπερσυμπιεσμένης ύλης εξέπεμπε φοβερές ποσότητες ακτινοβολίας ώστε πολύ σύντομα ολόκληρη η γη θα έβραζε σαν τη κόλαση του Δάντη.
Ανελκύστε τη Σελήνη! Ανελκύστε την αμέσως! Απαιτούσαν πανικόβλητα τα πλήθη.
Μια πανστρατιά από τεχνολογικά μέσα, οι τελευταίες λέξεις της επιστήμης, ότι πιο σύγχρονο διέθετε ο ανθρώπινος πολιτισμός είχε πέσει πάνω στο βυθισμένο φεγγάρι προσπαθώντας απεγνωσμένα να το ανελκύσει από τον πάτο της θάλασσας. Όμως – φευ – το εγχείρημα στεκόταν αδύνατο και όλες οι επιχειρήσεις μάταιες! Το φουνταρισμένο ουράνιο σώμα μπορεί να είχε το μέγεθος μιας μπάλας ποδοσφαίρου αλλά ζύγιζε πλήρως ολάκερο το βάρος του φυσικού δορυφόρου της γης όταν είχε τις κανονικές του διαστάσεις! Η ανέλκυση αποδεικνυόταν αδύνατη. Οι μάζες αγανακτισμένες ωρύονταν: «ανελκύστε τη Σελήνη!» και στρέφονταν συλλήβδην κατά δικαίων και αδίκων. Των επιστημόνων που τους πουλούσαν θεωρίες αλλά δεν προέβλεψαν τη φυσική καταστροφή. Των ιερωμένων με τα παραμύθια τους περί φιλεύσπλαχνων θεών οι οποίοι έριχναν τώρα αδιακρίτως κατάρα στα κεφάλια αμαρτωλών και αγίων. Των πολιτικών που τους αποπροσανατόλιζαν με κάθε λογής προβλήματα εκτός από το θεμελιώδες: την επιβίωση του είδους. Των μεγάλων εταιρειών οι οποίες ενδιαφέρονταν μόνο για τον πλουτισμό και αδιαφορούσαν για τη ζωή των ανθρώπων. Των στρατιωτικών που έσπερναν πολέμους στις αδύνατες χώρες και θέριζαν – σαν στάχυα – τους πρόσφυγες τους οποίους οι ίδιοι προκαλούσαν με ανάλγητες καταστροφές στους ρημαγμένους τόπους τους. Η οργή του πλήθους ήταν τόσο μεγάλη ώστε η ακτογραμμή άρχισε να βάφεται κόκκινη από το αίμα όσων εκπροσωπούσαν τις μισητές κατηγορίες. Εκτελέσεις, λιντσαρίσματα, λιθοβολισμοί και άλλες βαρβαρότητες ανέμεναν όποιον – μέχρι χθες – ισχυρό έπεφτε στα χέρια του μανιασμένου πλήθους. Η κόλαση ξεδιπλωνόταν σε όλο της το μεγαλείο τόσο στη φύση όσο και στην κοινωνία. Οι διοικούντες δεν είχαν άλλο περιθώριο, έριξαν ότι είχαν και δεν είχαν πάνω στη θάλασσα. Πυρηνικά υποβρύχια, σούπερ γερανοί, σονάρ, υπερραντάρ, γεωτρύπανα από το μέλλον, βαθυσκάφη διαστημικής τεχνολογίας και ότι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς σάρωναν και την τελευταία ίντσα στο βυθό του αρχιπελάγους. Δυστυχώς όμως οι πάντες έβλεπαν, με κομμένη την ανάσα, όλα τούτα τα εργαλεία να σηκώνονται άπρακτα στην επιφάνεια του νερού.
Η απελπισία είχε πάρει βιβλικές διαστάσεις όταν επιτέλους κάτι ανελκύστηκε από τον πάτο του αρχιπελάγους. Η ελπίδα όμως δυστυχώς απαγχονίστηκε πάραυτα όταν το σκοινί της τεράστιας γερανογέφυρας πρόβαλε στη επιφάνεια του νερού. Στο γάτζο κρεμόταν, αντί για το φεγγάρι, ένα στραπατσαρισμένο καΐκι! Ήταν κάποιο από τα πλοιάρια που κουβαλούσαν, στοιβαγμένους σαν σαρδέλες, μετανάστες τα οποία βυθίζονταν – συχνά – πυκνά – αύτανδρα μπροστά στα παγερά μάτια των ανεπτυγμένων χωρών. Το αρχιπέλαγος έβριθε από τα πτώματα μυριάδων προσφύγων. Ανθρώπινα κουρέλια τα οποία εγκαταλείποντας τις πάμπτωχες χώρες τους αναζητούσαν μια μικρή αχτίδα επιβίωσης στις απέναντι, προνομιούχες, ακτές του πελάγους… Άλλοι τόσοι πάλι, τραυματίες – κυνηγημένοι – τρομαγμένοι – χαροκαμένοι, σωριάζονταν στον υγρό τάφο τρέχοντας να κρυφτούν από τις βόμβες και τις σφαίρες με τις οποίες ορισμένες αναπτυγμένες χώρες ισοπέδωναν τις πατρίδες τους… Τούτο το πλοιάριο όμως ήταν ξεχωριστό, είχε ναυαγήσει την νυχτιά της τελευταίας πανσελήνου, ακριβώς την ώρα όπου εξαφανίστηκε η σελήνη. Μέσα του έκρυβε ένα συγκλονιστικό μυστικό: από τα σπλάχνα του ανασύρθηκε το πτώμα ενός αγγέλου! Το εκπάγλου καλλονής άψυχο πρόσωπο του πνιγμένου μωρού συντάραξε τους πάντες. Έκπληκτοι οι άνθρωποι, ως τα πέρατα της οικουμένης, αντίκριζαν – στο πρόσωπο αυτού του προσφυγόπουλου – σμιλεμένη την ομορφιά του είδους τους να κείτεται νεκρή από τα ίδια τους τα χέρια… Τότε οι άνθρωποι συνειδητοποιώντας ότι – αιώνες πριν την αυτοκαταστροφή του φεγγαριού – με το να σκοτώνουν ο ένας τα παιδιά του άλλου έθαβαν οι ίδιοι το μέλλον τους, παραιτήθηκαν από κάθε προσπάθεια σωτηρίας και περίμεναν στωικά την συντέλεια του κόσμου! Μοναχά, σαν μια ύστατη λύτρωση των ψυχών τους, έθαψαν με τιμή το άτυχο μωράκι παραδίδοντάς το – ως όφειλαν – στη αγκαλιά της μάνας γης. Την ίδια μέρα μετά την ταφή του πνιγμένου παιδιού, μόλις η νύχτα άπλωσε το μαύρο πέπλο της, η φύση ζάρωσε παράξενα. Το τσόφλι του σύμπαντος γέμισε ρωγμές και μέσα από μια χαραματιά του γέννησε μια καινούρια παραδοξότητα. Θαύμα – θαύμα! έσκουζε όλος ο ντουνιάς. Χριστιανοί επίσκοποι ξυπόλυτοι σταυροκοπιόντουσαν ματώνοντας τα βράχια με τις σκισμένες πατούσες τους. Μουσουλμάνοι μουφτήδες αυτομαστιγώνονταν αυλακώνοντας με αιχμηρά φραγγέλια τις πλάτες τους. Γιαπωνέζοι σαμουράι έκαναν χαρακίρι σφάζοντας τα σπλάχνα τους. Οι απλοί άνθρωποι αποσβολωμένοι προσεύχονταν, καθένας στον δικό του θεό, δοξολογώντας την φιλευσπλαχνία του. Η πανσέληνος, εικοσιοκτώ μέρες μετά την εξαφάνισή της, έλαμπε πάλι στον ουρανό! Το φεγγάρι είχε ανελκυθεί μονάχο του από τα βάθη του πελάγους και ξανανέτειλε στο στερέωμα. Δισεκατομμύρια μάτια, απολιθωμένα από την έκπληξη και διεσταλμένα από τη χαρά, το παρακολουθούσαν να σκαρφαλώνει, όπως παλιά, αργά αλλά σταθερά στον ορίζοντα. Κατέγραφαν στους οπτικούς τους νευρώνες κάθε του λεπτομέρεια. Το μύριζαν – το έβλεπαν – το άκουγαν – το γεύονταν – το ακουμπούσαν με τα δάχτυλα της ψυχής τους. Ρουφούσαν με απληστία το θαύμα που τους χάρισε, ποιος ξέρει ποια υπέρτερη δύναμη, με την ανέλκυσή του αγαπημένου τους δορυφόρου από το βυθό της θάλασσας. Η πανσέληνος, ώ του θαύματος, βρισκόταν πάλι κρεμασμένη στον ουράνιο θόλο. Δεν ήταν όμως η ίδια! Εμβρόντητοι οι άνθρωποι αντίκριζαν το νέο της πρόσωπο. Η γνωστή γυναικεία φιγούρα με το χαμόγελο είχε εξαφανιστεί. Τη θέση της είχε πάρει το προσωπάκι ενός παιδιού. Το φεγγάρι τώρα ήταν όμοιο με τον αδικοπνιγμένο αγγελούδι! Μαρμαρωμένα τα πλήθη διαπίστωναν ότι η ανελκυσθείσα πανσέληνος ήταν ολόιδια, σαν εικόνα ενός μαγικού καθρέφτη, με το πρόσωπο του νεκρού βρέφους των μεταναστών. Όμως οι άνθρωποι παρακολουθούσαν ενεοί να έχει αλλάξει και το χρώμα της Σελήνης. Το συνηθισμένο χρυσό είχε σβήσει και τη θέση του είχε πάρει ένα πεθαμένο άσπρο, ένα πένθιμο λευκό. Εκείνη κάτωχρη, με τη χλομάδα του νεκρού, με μια νέα ρυτίδα θλίψης ν’ αυλακώνει το μέτωπό της ανέβαινε σιωπηλά ξανά στον ουρανό…
Βιογραφικό Σημείωμα Ο Μιχάλης Γριβέας του Κωνσταντίνου είναι συγγραφέας, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών. Σπούδασε στο τμήμα Τοπογράφων Μηχανικών της Πολυτεχνικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές Περιφερειακής Ανάπτυξης (χωροταξίας) στο Πάντειο Πανεπιστήμιο στην Αθήνα. Έχει εκδώσει από τις Εκδ. Ιωλκός μία συλλογή διηγημάτων (Ανελκύστε τη σελήνη) και τρία μυθιστορήματα: Άκρον (2016), Ο θεός της ρουλέτας (2015) και Η γυάλα (2014).
|