Έφτιαξε η μαγείρισσα την κρέμα και την έβαλε στο τραπέζι. Έφαγαν τα αφεντικά, είπαν ευχαριστώ,ενώ τα παιδιά έγλειφαν και τα δάχτυλα. Είχε πετύχει πολύ η κρέμα, άρεσε σε όλους, όλοι ήταν ευχαριστημένοι. «Ω, τι γλυκιά κρέμα!», «Ω, τι μαλακιά κρέμα!», «Αυτή είναι κρέμα!» – και είχαν να πουν μόνο καλά λόγια. «Κοίτα μαγείρισσα, να φτιάχνεις κάθε μέρα αυτή την κρέμα!»Έφαγαν οι ίδιοι, κέρασαν τους φιλοξενούμενους και στο τέλος έβγαλαν και ένα μπολ για τους περαστικούς στον δρόμο. «Φάτε, αξιότιμοι κύριοι, κρέμα! Δείτε πώς είναι η δική μας κρέμα: γλιστράει από μόνη της στο στόμα! Φάτε περισσότερο, της αρέσει!» Και ο καθένας πλησίαζε, έβαζε το κουτάλι στην κρέμα, έτρωγε και σκουπιζόταν.
Η κρέμα ήταν τόσο εύπεπτη και μαλακή, και δεν ένιωθε καμία δυσφορία όταν την έτρωγαν. Αντίθετα, έχοντας ακούσει από παντού επαίνους, ένοιωθε ακόμα και ικανοποίηση. Στέκεται στο τραπέζι και ακόμα κοχλάζει. «Σημαίνει ότι είμαι καλή, σαν να με αγαπάνε τα αφεντικά! Μη χαζεύεις μαγείρισσα! Ξαναβάλε!»
Σαν να ’ταν πολύ, σαν να ’ταν λίγο, ο καιρός πέρασε, βαρέθηκαν την κρέμα και άρχισαν να την τρώνε αραιότερα. Τώρα ήταν πιο μορφωμένοι από τους προηγούμενους και σιγά-σιγά ήρθαν στις τάξεις τους ακόμα και από κατώτερους θέσεις, και αυτοί άρχισαν προτιμούν ζελέ και Μπλανμανζέ.[1]
– Συγνώμη! -λέει ο ένας- τι το ωραίο έχει αυτή η κρέμα; Μπας και είναι φαγητό; Για δοκιμάστε, πόσο μαλακή είναι, και μάλιστα είναι τόσο γλοιώδης, τόσο γλυκιά!
– Δώστε, κύριοι, την κρέμα στα γουρούνια! –το προχώρησε ένας άλλος – και εμείς θα πάμε βόλτα στα ιαματικά νερά! Θα ξεκουραστούμε αρκετά, και από εκεί, αν είναι απολύτως απαραίτητο, θα επιστρέψουμε στο σπίτι να φάμε την κρέμα.
Μα τι! Στα γουρούνια θες, στα γουρούνια – εντάξει, το ίδιο της κάνει της κρέμας από ποιον θα φαγωθεί. Αρκεί να φαγωθεί. Έσπρωξε τη μουσούδα του το γουρούνι στην κρέμα σχεδόν μέχρι τα αυτιά και ο στάβλος ξεσηκώθηκε από τα γρυλίσματα. Γρυλίζει και ρουθουνίζει: «Όταν φάω την κρέμα του αφεντικού, θα κυλιστώ στη λάσπη!»Η πείνα δεν έχει καταφρόνια∙ μόλις διστάζει η μαγείρισσα αυτό γρυλίζει: «Βάλε κι άλλο!» Και αν πουν ότι υπήρχε κρέμα και τη φάγανε όλη», κάτι θα βρεθεί στις γωνίες, στις εσοχές και κάτω από τη μουσούδα.
Έφαγε το γουρούνι όσο έφαγε και εντέλει καλοπερνούσε. Και εν τω μεταξύ τα αφεντικά που διασκέδαζαν ξέμειναν και έλεγε ο ένας στον άλλο: «Τώρα είναι αδύνατο να διασκεδάσουμε περισσότερο. Πάμε στο σπίτι να φάμε κρέμα!»
Φτάσανε στο σπίτι, πιάσανε τα κουτάλια – κοιτάζουν, από την κρέμα δεν είχαν απομείνει παρά μόνο ξεραμένα υπολείμματα.
Και τώρα όλοι – αφεντικά και γουρούνια – όλοι με μία φωνή φωνάζουν:
– Φάγαμε την κρέμα και δεν αφήσαμε για ώρα ανάγκης! Με τι θα χορτάσουμε στο μέλλον! Πού είσαι, κρέμα; Αου-ου-ού!
Κύρια ιδέα του μικρού αυτού διηγήματος είναι ο χλευασμός για τη σπατάλη των αφεντικών και,επίσης, γίνεται εμφανές το θέμα της δουλοπαροικίας. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί προσωποποιήσεις, αλληγορίες, γκροτέσκο, σάτιρα, εκφράσεις από παραμύθια. Ο Σαλτικόφ Σεντρίν χρησιμοποιεί τη λέξη κρέμα ως αλληγορία. Με την κρέμα προσωποποιεί τον εύκολα υποτασσόμενο λαό. «Η κρέμα ήταν τόσο εύπεπτη και μαλακή, και δεν ένιωθε καμία δυσφορία όταν την έτρωγαν».Εκείνα τα χρόνια οι άνθρωποι υποτάσσονταν άνευ όρων στα αφεντικά, τα οποία, με τη σειρά τους, δεν αρνιόντουσαν ποτέ την εξουσία επάνω τους.
Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα Русскиеведо мости / Ρωσικά Νέα το 1885.
Μιχαήλ Εφγκράφοβιτς Σαλτικόφ- Σεντρίν (το δεύτερο επίθετο είναι ψευδώνυμο), (1826-1889), Ρώσος συγγραφέας, δημοσιογράφος, συντάκτης του περιοδικού Отечественныезаписки / Πατριωτικές σημειώσεις, αντι-κυβερνήτης του Ριζάν και του Τβερ.
[1]Κρύο ζελέ φτιαγμένο από γάλα ζάχαρη και ζελατίνα.