Χειμωνιάτικα σύκα
[I fichi dell’inverno]
Τα σύκα του χειμώνα
έρχονται στα κλαριά παραμορφωμένα απ’ το κρύο.
Κλειστά σκληρά πεισμωμένα
διαφορετικά απ’ τα καλοκαιριάτικα
άνοστα συντρόφια
κόκκινα είν’ από μέσα σα λιόγερμα
κρυερό δίχως το κίτρινο
άγρια καχύποπτα
στον κάθε ψίθυρο απ’ το φύλλωμα
κρατούν ανάμεσα σε χείλια ξινισμένα
μια λωρίδα ζάχαρη.
Αναπάντεχα φτασμένα
έτσι χάνονται
όπως ήρθανε
ψήγματα περιπλανώμενα
στο κενό και στο σκότος
για μια στιγμή χτυπημένα απ’ το φως.
Η αγαύη
[L’agave]
Άσε την άμμο τη σικελική, το μέλι και τη μουσική
των Αράβων και των Ελλήνων,
σπάσε τους γλυκούς δεσμούς, κείνο το κοιμισμένο
των ριζών το γάλα,
στη θάλασσα κατέβα, τη βασίλισσα τη νυσταλέα,
θηρίο πράσινο με πόνου οργιές,
σαν έτοιμος για το πέρασμα∙ στις μεγάλες
τις πόλεις, τα χιόνια, το δάσος – την έρημο
καραβάνια διασχίζουν στον αιώνα∙
ταξίδεψε αντάμα με την ψυχή
την παγερή των γλάρων,
αντάμα με την καρπερή καρδιά, με τ’ αυγωμένο ψάρι
που το πιο μακρινό το δίχτυ πλουτίζει
και με το χέρι του Θεού τ’ αργό πολύ
που ’φτασε πετώντας από φωλιά καταχνιασμένη.
Τούτα τα πουλάκια
[Questi piccolo uccelli]
Τούτα τα πουλάκια
κατά βάθος θα θέλανε να σε πάρουν στο κυνήγι
με μια νυχιά
να σου ξεσκίσουν το πρόσωπο
γι’ αυτό είναι λυπημένα
καθώς σε κοιτούν
και χαμηλώνουνε τα κίτρινα τα βλέφαρα.
Μίμησις
[Mimesi]
Ήρθαμε να ιδούμε
και να νικήσουμε.
Της θέασής μας τ’ αποτέλεσμα:
φθαρμένα εργαλεία, όπλα στομωμένα, κι άλλα.
Σκαρφαλώνοντας στ’ αψηλά ορεινά περάσματα
αδύνατο να νικήσουμε, ν’ αντέξουμε.
Κατολισθήσεις βράχων, βελών κίνδυνος,
μονοπάτια ερμητικά φυλαγμένα.
Κι έτσι, κατά μίμησιν αλλάξαμε
χρώμα. Υιοθετώντας του εχθρού το μανδύα
για επίθεση βαδίσαμε σ’ εμάς τους ίδιους.
Τα δικά μας τα χτυπήματα ήσαν τα χειρότερα.
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
«σαν έτοιμος για το πέρασμα…»
Ο Bartolo Cattafi (1917-1979) είναι μια αξιόλογη μορφή των ιταλικών μεταπολεμικών γραμμάτων. Γεννήθηκε στην περιοχή της Μεσσήνης στη Σικελία. Η επαφή του με την ποίηση ξεκινά μέσα στη δίνη του μεγάλου πολέμου, και συγκεκριμένα μέσα στους βομβαρδισμούς του 1943. Όπως αναφέρει ο ποιητής, η άνοιξη εκείνη «κυοφορούσε νοήματα», ενώ ο ίδιος ένιωθε να περνά «μια δεύτερη παιδική ηλικία», με την έννοια μιας νέας ανακάλυψης του κόσμου. Το 1951 εμφανίζεται η πρώτη του συλλογή, ενώ μόλις το 2019 πραγματοποιήθηκε συγκεντρωτική έκδοση ολόκληρου του ποιητικού του έργου.
Η ποίηση του Κατάφι επιχειρεί, με τρόπο συνήθως επιγραμματικό, να προσεγγίσει την ανθρώπινη κατάσταση – ειδικά σε μια περίοδο που η ανθρωπότητα περνά δοκιμασία και κρίση. Για τούτο, το έργο του χαρακτηρίζεται από κάποια απαισιοδοξία – την ήρεμη απαισιοδοξία της σοφίας. Κάποια ομοιότητα ίσως διακρίνει ο Έλληνας αναγνώστης με την ποίηση του Καβάφη, τόσο στο περιεχόμενο όσο και στην οικονομία της έκφρασης. Βέβαια, υπάρχουν και σημαντικές διαφορές, όπως οι συχνοί παραλληλισμοί με τον ζωικό και φυτικό κόσμο στο έργο του Κατάφι («η ποίηση ανήκει στη βαθύτερη βιολογία μας», είπε ο ίδιος). Μπορεί, πάντως, να τονιστεί και εδώ το θέμα του «νικημένου ανθρώπου» και, παράλληλα, το αίτημα για διατήρηση της αξιοπρέπειας και για συνέχιση της δράσης – με οδηγό τις προσωπικές δυνάμεις που ενυπάρχουν σε κάθε ανθρώπινο ον.
Μια παρακαταθήκη διαχρονική, μα και άβολη, ειδικά σε μια εποχή παραίτησης από την προσωπική απόφαση και ελευθερία, για χάρη της παραμονής στο «κοιμισμένο γάλα» μιας αμφίβολης ασφάλειας…