Η μητέρα μου πέθανε, αφήνοντας μια μεγάλη, ταραγμένη πνοή,
τότε η αδελφή μου κι εγώ κλάψαμε, σκύβοντας το κεφάλι.
Τελείωσε, είπε η Ταμάρα, αλλά τότε η Μαμά ανάσανε κοφτά
και ανακάθησε ίσια στο κρεβάτι και μας κοίταξε έντονα
και για ώρα, απομνημονεύοντας τα πρόσωπά μας
ώστε στη μετά θάνατον ζωή της να μας αγκαλιάσει ξανά.
Η αδελφή μου είπε, εντάξει, μπορείς να φύγεις,
σφίγγοντας εκείνα τα κρύα χέρια μες στις παλάμες της.
Τότε, με ένα πονεμένο βλέμμα, η αγαπημένη μας μητέρα
έπεσε πίσω στα μαξιλάρια της, έκλεισε τους πνεύμονές της
βγάζοντας έναν μεγάλο, φρικτό αναστεναγμό τελευταίο που
ταρακούνησε το σιωπηλό δωμάτιο με ηχώ – πεθαίνοντας
μια δεύτερη, τελευταία φορά. Με οδύνη,
με ακολουθεί τώρα, με πόση λαχτάρα καταβρόχθιζε
τα πρόσωπά μας της κόρης, αποτυπώνοντάς τα
με αγάπη σε οποιοδήποτε θαύμα της συνείδησης
συντροφεύει την ψυχή στο διαρκές ταξίδι της.
Χωρίς ανάσα, μια μέρα θα συνοδεύσουμε την αιωνιότητά της.
Η Maurya Simon (1950-) είναι Αμερικανίδα ποιήτρια, δοκιμιογράφος και εικαστικός. Έχει εκδώσει δέκα συλλογές ποίησης, συμπεριλαμβανομένων δύο βιβλίων που έχουν προταθεί για Βραβείο Πούλιτζερ και Εθνικό Βραβείο. Ο πιο πρόσφατος τόμος της ποίησής της έχει τίτλο The Wilderness: New and Selected Poems.