Μια μέρα ήρθε απρόσκλητο και κάθισε στο περβάζι μου ένα παράξενο ζώο που με ανθρώπινη λαλιά μου είπε «Καλημέρα».
Σήκωσα το κεφάλι μου και είδα δυο κόκκινα μάτια να με κοιτούν, πιο κάτω το ράμφος του κίτρινο, γυαλιστερό, το δέρμα του ροζ, διάφανο. Αντί για μπροστινά πόδια είχε φτερούγες χρωματιστές σαν παπαγάλου, ενώ στα πίσω πόδια του τα πέντε τρυφερά δάχτυλα έμοιαζαν με χέρια αγέννητου παιδιού. Ηταν μισό σαμιαμίδι και μισό πουλί.
«Έλα, του είπα, καλωσόρισες. Θα κάνουμε παρέα.»
Χαρούμενο πετάρισε μέσα στο δωμάτιο και κόλλησε με σώμα και με πόδια στον τοίχο δίπλα στο γραφείο μου.
Το ρώτησα τι να το τρατάρω, τι τρώει κι εκείνο μου απάντησε «Μελάνη και λέξεις».
Του έβαλα λίγη σινική σ’ ένα πιατάκι. Μου είπε πως δεν πίνει σινική, γιατί του φέρνει στεναχώρια.
«Και αν την αραιώσω με νερό;»
«Ευχαριστώ, θα προτιμούσα κάποιο άλλο χρώμα, πιο χαρούμενο».
Ανακάτεψα λίγη κίτρινη με κόκκινη μελάνη και το κέρασα, να ξεδιψάσει. Βούτηξε το ράμφος του κι αμέσως έκανε πίσω λέγοντας πως το πορτοκαλί του καίει τον λαιμό. Μήπως μου βρίσκεται ένα κίτρινο του λεμονιού;
Απαιτητικό αυτό το ζώο, σκέφτηκα, αλλά τυχερό, γιατί μου βρίσκεται λίγη ακόμα μελάνη jaune citron.
Την ήπιε, ξεδίψασε και μου είπε «Merci».
«Τι προτιμάς να φας; Επίγραμμα, ποίημα ή κάτι πιο χορταστικό;»
«Ενα μικρό επίγραμμα είναι αρκετό. Βλέπεις δεν ήταν μεγάλο το ταξίδι απο την Βρυξασία μέχρι το Χαβαλούις.»
Τότε έβγαλα απο τον υπολογιστή το «Θέρος θερίζει θριάμβους και θρήνους» και του το κέρασα. Έφαγε μόνο τις τρεις πρώτες λέξεις αφήνοντας στο πιατάκι τις δυο τελευταίες.
Μου είπε ντροπαλά πως επειδή η μαμά του είναι το χαζοπούλι, το συμβούλευε πάντα να αποφεύγει κάθε τι σκούρο και στενάχωρο. Αλλά αν έχω χρωματιστά μελάνια και αισιόδοξα ποιήματα, θα ήθελε πολύ να κάνουμε παρέα.
Του απάντησα με ένα μικρό ποίημα:
«Λευκά ανθοπέταλα.
Χιόνι ανοιξιάτικο.
Έχουν ξυπνήσει οι μέλισσες.
Μόνο η πίκρα του αποχωρισμού
Κοιμάται ακόμα στο πλάι μου».
Τότε εκείνο με κοίταξε με τα κόκκινα μάτια του, είπε: «Ευχαριστώ, δεν θα πάρω», άνοιξε τα φτερά του και πέταξε από το ανοιχτό παράθυρο.
Σκέφτηκα να του φωνάξω: «Μη φεύγεις θηρίο, θηρίο με τα σιδερένια δόντια», αλλά αμέσως κατάλαβα πως αυτό το ποίημα θα το έδιωχνε ακόμα πιο μακριά.
Καλόοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοο. Χμ! Πολύ καλό!!!!!!!!!!!!!!!! Ευχαριστώ Νάνση!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!