Την παραμονή του Αηδημητρη, με πήραν από το σπίτι της μάνας μου στο χωριό και μ’ έφεραν στην πόλη, δουλικό σε μεγάλο και πλούσιο σπίτι. Στης μάνας μου το σπίτι φρόντιζα τα μικρότερα αδέλφια μου, αλλά βλέπεις πολλά τα στόματα, δεν τα βγάζαμε πέρα, με έστειλαν στη δούλεψη στα έντεκα μου χρόνια.
Ξέχασα τον τρόμο και την ταραχή που με πήραν από τους δικούς μου σαν αντίκρισα το όμορφο διώροφο σπίτι. Σιγά σιγά συνήθισα την νέα μου ζωή και χαιρόμουν που δεν κρύωνα πια, δεν πεινούσα, είχα επιτέλους κάλτσες και παπούτσια να ζεσταίνουν τα πόδια μου.
Απο την ώρα που ξυπνώ μέχρι το βράδυ, περνάω την μέρα μου στην κουζίνα τριγυρισμένη από αφθονία αγαθών. Δουλειά μου είναι να βοηθάω. Πλένω, καθαρίζω, τακτοποιώ, ετοιμάζω τα λαχανικά για το μαγείρεμα. Είμαι το δεξί χέρι της Ευδοκίας που είναι άξια μαγείρισσα. Στην αρχή όταν πρωτοήρθα, μου έδωσε να τρίψω και να γυαλίσω όλα τα κατσαρολικά. Δεν είχα δει ποτέ τόσο συμπράκαλο. Στο σπίτι μας έχουμε μια χύτρα, ένα τηγάνι κι ένα μπρίκι. Εδώ κρέμονται στη μέση της κουζίνας σειρά ολόκληρη από χάλκινες κατσαρόλες που αστράφτουν στις ακτίνες του ηλίου που κάθε απόγευμα τρυπώνουν από το παράθυρο πάνω απ´ τον νεροχύτη. Κι ο νεροχύτης μεγάλος και μαρμάρινος, θα μπορούσες να πλύνεις μωρό μέσα του. Αλλά στο σπίτι της κυράς μου το μωρό το πλένουν επάνω, στο μπάνιο με την κάτασπρη μπανιέρα και το ζεστό νερό που τρέχει από τη βρύση.
Ενώ εμάς η μάνα μας έπλενε με τον μασταραπά στη σκάφη, στην αυλή τα καλοκαίρια, δίπλα στην ξυλόσομπα τον χειμώνα. Την σκέφτομαι την μάνα και τ´ αδέλφια μου που έμειναν στο χωριό ενώ εγώ ήρθα στην πόλη και ζω αλλιώτικα. Πολύ αλλιώτικα. Ζω μια ζωή χαρισάμενη.
Μαθαίνω σιγά σιγά τα μυστικά της μαγειρικής, μαθαίνω να πιάνω μαγιά για το ψωμί, να ζυμώνω. Την μεγάλη Πέμπτη βοήθησα να φτιάξουμε τσουρέκια μυρωδάτα. Βάψαμε και αυγά. Κόκκινα, λαμπερά, γεμίσαμε πανέρια για να έρθουν να τα πάρουν τα βαφτιστήρια της κυράς, μαζί με τις λαμπάδες τους. Στο σπίτι βάφαμε λίγα αυγά κι αυτά με κρεμυδόφλουδες. Είχαν ενα ζεστό καφετί χρωμα . Όμως αυτά εδώ τα πασχαλινά αυγά είναι σαν παραμυθένια. Μεγάλα, κόκκινα, αστραφτερά! Ω ποσό, μα πόσο πολύ μ’ αρέσουν!
Πήρα δυο χωρίς να ζητήσω την άδεια. Αφου έχουν τόσα πολλά! Άλλωστε ειναι σαν κέρασμα για τον κόπο μου.
Πήρα δυο, όχι ένα, για να τα μοιραστώ με τον γιο του κηπουρού, τον Γιώργη που ειναι στην ηλικία μου και συχνά όταν τελειώνουμε τις δουλειές ή κάνουμε παύση να κολατσίσουμε συναντιόμαστε και μιλάμε. Ονειρεύεται όταν μεγαλώσει να φύγει με τα καράβια. Μου μιλάει για έναν, που τον λέει Κολόβο και για το αυγό του Κολόβου. Αυτός λέει βρήκε την Αμερική. Πως άραγε την βρήκε με ένα αυγό κολοβός άνθρωπος;